Η οδύσσεια ενός πρόσφυγα: Το μακρύ ταξίδι ενός παιδιού από το Αφγανιστάν στην Ελλάδα

Είκοσι πέντε χρόνια διαρκούς μετακίνησης και κακουχίας


Ο Νικ Καρίμι είναι Αφγανός πρόσφυγας που εγκατέλειψε την πατρίδα του το 1994, σε ηλικία εννέα ετών. Σήμερα ζει στην Ελλάδα έχοντας φτιάξει τη δική του οικογένεια. Μεσολάβησαν 25 χρόνια συνεχών μετακινήσεων και κακουχιών, γεμάτα ανασφάλεια και άγχος για την επιβίωση. Ένα τραγικό οδοιπορικό, σαν αυτό που βιώνουν μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.

Ο Νικ γεννιέται το 1985 στο χωριό Νουρχσάι της επαρχίας Νταϊκουντί του Αφγανιστάν. Μένει μαζί με τους γονείς και δέκα από τα έντεκα αδέλφια του. Οι κάτοικοι του χωριού ανήκουν στη φυλή Χαζαρά και ασπάζονται τον σιιτισμό, σε αντίθεση με την πλειονότητα των Αφγανών, που είναι σουνίτες. Ένα βράδυ του 1994 το Νουρχσάι δέχεται επίθεση από νομάδες σουνίτες και καταστρέφεται ολοσχερώς.

«Το βράδυ της επίθεσης προλαβαίνω να κρυφτώ σε έναν στάβλο. Το πρωί βγαίνω έξω και βλέπω όλα τα σπίτια διαλυμένα. Νομίζω πως δεν έχει σωθεί κανείς. Εκείνη τη στιγμή περνάει από τον δρόμο ένα φορτηγό που μεταφέρει αμύγδαλα. Ανεβαίνω πάνω και κρύβομαι μέσα στο φορτίο. Συνειδητοποιώ πως άλλα δύο παιδιά χρησιμοποιούν την ίδια κρυψώνα» αναφέρει ο Νικ.

Ο δρόμος για το Ιράν

Έπειτα από μιάμιση μέρα πορείας τον καταλαβαίνει ο οδηγός και τον κατεβάζει σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη Γκαζνί. Στο ξενοδοχείο υπάρχουν πολλά αγόρια που έχουν χαθεί από τους γονείς τους και, σύμφωνα με τον Νικ, «είναι πολύ εύκολο διάφοροι άνδρες να τα πάρουν υπό την “προστασία” τους μέχρι να ενηλικιωθούν υποχρεώνοντάς τα να ντύνονται κορίτσια και να τους χορεύουν. Συχνά τα βιάζουν».

Αυτή η απάνθρωπη πρακτική είναι γνωστή ως «μπάτσα μπάζι» («αγόρι για παιχνίδι»). Το «μπάτσα μπάζι» δεν σχετίζεται με τη μουσουλμανική θρησκεία και υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν θεωρούνταν παράνομο. Μετά την εισβολή των Αμερικανών το 2001 στο Αφγανιστάν και την εκδίωξη των Ταλιμπάν από την εξουσία αυξήθηκε η δημοτικότητά του. «Ευτυχώς βρίσκω έναν διακινητή, ο οποίος ανήκει κι αυτός στη φυλή Χαζαρά, και με πηγαίνει σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα με το Ιράν, τα οποία διασχίζω με τα πόδια μαζί με εκατοντάδες άλλους πρόσφυγες».

Στη συνέχεια ο Νικ μεταφέρεται από διακινητές στην πόλη Κασάν του Ιράν. Εκεί μένει ένας ξάδερφός του, ο οποίος πληρώνει τους διακινητές. Δύο χρόνια μετά, ο ξάδερφός του τον στέλνει στα περίχωρα, όπου μένει ένας θείος του. Ύστερα από δύο μήνες βρίσκει έναν αδελφό του που μένει στην πόλη Χουμαΐν. Αναγκάζεται να φύγει γρήγορα και από εκεί, καθώς δεν έχει χαρτιά. Επιστρέφει για τρεις μήνες στην Κασάν, διότι, ως μεγαλύτερη πόλη, θεωρείται πιο ασφαλής. Ύστερα ξαναπηγαίνει στον θείο του για ένα εξάμηνο.

«Μαθαίνω τότε πως σε μια κοντινή μικρή πόλη, το Ντιλιτζάν, μένουν πολλοί Αφγανοί από το χωριό μου. Με πηγαίνει εκεί ο θείος μου, όπου παραμένω μέχρι και τα 18 μου, δουλεύοντας αρχικά ως μάγειρας και στη συνέχεια σε οικοδομή. Έχω άδεια παραμονής μόνο για τη συγκεκριμένη πόλη. Μια μέρα βγαίνω από αυτή, με πιάνει η αστυνομία και με στέλνει πίσω στο Αφγανιστάν». Την αμέσως επόμενη μέρα ο Νικ ξεκινάει εκ νέου το ταξίδι του για το Ντιλιτζάν μέσω διακινητών. Καθώς πλησιάζει, το λεωφορείο με το οποίο ταξιδεύει δέχεται επίθεση από την ιρανική αστυνομία. Οι περισσότεροι επιβαίνοντες πεθαίνουν ακαριαία. Ο ίδιος σώζεται, διακομίζεται σε νοσοκομείο και παραμένει κατάκοιτος για τους επόμενους επτά μήνες.

Στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας

Αφού συνέρχεται, ο Νικ αποφασίζει να περάσει στην Τουρκία με σκοπό να φτάσει στην Ευρώπη. Περνάει λοιπόν, με τη γνωστή «αζημίωτη» βοήθεια διακινητών, στην Κωνσταντινούπολη. Μένει για τρεις μήνες κλειδωμένος με άλλα 20 άτομα σε ένα δωμάτιο. Στη συνέχεια μεταφέρεται στη Σμύρνη. Μεσολαβούν τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες, μέχρι τελικά να περάσει με βάρκα στη Λέσβο.

«Καθώς διασχίζουμε το Αιγαίο, ένας άνθρωπος πέφτει από τη βάρκα. Προσπαθώ να τον σώσω. Όλοι μου λένε να τον αφήσω για να μην αναποδογυριστεί η βάρκα. Τελικά καταφέρνω και τον ανεβάζω».

Από τη Λέσβο φτάνει στο Άργος, όπου δουλεύει σε χωράφια. Παράλληλα κάνει αίτηση για άσυλο και αποκτάει «κόκκινη κάρτα», που του εξασφαλίζει εξάμηνη παραμονή στη χώρα. Μέχρι να τον φωνάξουν για συνέντευξη και να εξετάσουν την περίπτωση έκδοσης ασύλου, πρέπει να ανανεώνει κάθε έξι μήνες την κόκκινη κάρτα.

«Ύστερα από πέντε μήνες προσπαθώ να φτάσω από την Πάτρα στην Ιταλία δεμένος τριάντα ώρες κάτω από ένα φορτηγό διακινητών, γιατί δεν έχω τα λεφτά που μου ζητάνε. Με καταλαβαίνουν στη Βενετία και με στέλνουν πίσω». Μέχρι το 2012 δουλεύει στην Αθήνα σε οικοδομές.

Η φυλακή και το σήμερα

«Μια μέρα του 2012 βρίσκομαι σε ένα αφγανικό μίνι μάρκετ. Ξαφνικά μπαίνει η αστυνομία, με ρίχνουν κάτω και με συλλαμβάνουν επειδή βρίσκουν πέντε γραμμάρια χασίς στο μαγαζί, χωρίς όμως να έχω σχέση. Αφήνομαι ελεύθερος με αναστολή. Δυστυχώς, έπειτα από λίγες μέρες δανείζω το αμάξι μου σε έναν φίλο, ο οποίος, χωρίς να με ρωτήσει, επιχειρεί να μεταφέρει μετανάστες στην Ιταλία. Η αστυνομία βρίσκει το αμάξι και με βάζει φυλακή για 18 μήνες. Τότε γίνεται το δικαστήριο και αθωώνομαι. Όταν βγαίνω, μου ζητάνε την κόκκινη κάρτα, η οποία όμως έχει λήξει επειδή ήμουνα στη φυλακή. Με φυλακίζουν στο κέντρο κράτησης αλλοδαπών της Αμυγδαλέζας για άλλους 18 μήνες».

Κατά τη διάρκεια της κράτησής του οι αρχές αρνούνται να ικανοποιήσουν το αίτημά του για απέλαση στο Αφγανιστάν με το σκεπτικό ότι δεν έχει διαβατήριο!

Την άνοιξη του 2015, με το κλείσιμο της Αμυγδαλέζας, ο Νικ προσπαθεί να πάει στην Ισπανία. Φτάνει μέχρι τη Σερβία. Εκεί οι διακινητές του ζητάνε επιπλέον 4.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Κάνει ακόμη μια φορά αίτηση για άσυλο, περνάει πρώτη φορά από συνέντευξη, αλλά απορρίπτεται. Στη συνέχεια φοιτά σε νυχτερινό γυμνάσιο και δουλεύει ως διερμηνέας στην Caritas Hellas. Από το 2016 μέχρι και το 2018 κάνει αίτηση για άδεια παραμονής στη χώρα για ανθρωπιστικούς λόγους, η οποία δεν γίνεται ποτέ δεκτή. Πριν από δύο μήνες αποκτάει το πρώτο του παιδί με την Ελληνίδα σύντροφό του. Ελπίζει να αποκτήσει επιτέλους μόνιμη άδεια παραμονής στην Ελλάδα ως μέλος οικογένειας Έλληνα πολίτη.

topontiki.gr

Σχετικά