Αυξάνεται ο αριθμός των εργαζομένων στη Γερμανία που κάνουν πάνω από μία δουλειά, κυρίως λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν. Μάλιστα, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης (Federation Employment Agency), το ποσοστό όσων απασχολούνται σε διάφορες θέσεις εργασίας αυξήθηκε μέσα σε ένα έτος περίπου κατά 4%. Ως εκ τούτου, προς τα τέλη Ιουνίου του 2019, σε αυτό το ιδιότυπο εργασιακό καθεστώς βρέθηκαν περίπου 3,53 εκατ. Γερμανοί, δηλαδή, 123.600 περισσότεροι σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα της χρονιάς που προηγήθηκε.
Ετσι, αρκετοί εργαζόμενοι, ήτοι 3 εκατ. άτομα, παράλληλα με την 8ωρη εργασία τους, στράφηκαν και σε θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης. Πρόκειται για τις λεγόμενες mini-jobs, στις οποίες οι εργαζόμενοι δουλεύουν για μισθούς πενίας, κερδίζοντας ακόμη και λιγότερα από 450 ευρώ τον μήνα. Οπως μεταδίδει και η Deutsche Welle, 345.400 άτομα έκαναν δύο δουλειές μέσω των οποίων είχαν ασφαλιστική κάλυψη, ενώ περίπου 260.700 άτομα είτε απασχολούνταν σε δύο θέσεις εργασίας είτε εργάζονται υπό το καθεστώς των mini-jobs.
Σύμφωνα με την Καθημερινη, τα στοιχεία αυτά έχουν ήδη βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων μεταξύ των κομμάτων της Γερμανίας, με τη Γερμανίδα βουλευτή του Αριστερού Κόμματος, Σαμπίνε Ζίμμερμαν να ζητεί αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 ευρώ την ώρα, εκτιμώντας ότι αυτό θα ήταν «ένα πρώτο βήμα» για την ανάσχεση αυτής της τάσης. Tώρα, διαμορφώνεται στα επίπεδα των 9,35 ευρώ την ώρα, αμοιβή που φαίνεται να μην επιτρέπει σε μεγάλο αριθμό εργαζομένων να ζήσουν αξιοπρεπώς.
«Για όλο και περισσότερους εργαζομένους το εισόδημα που προκύπτει από μία μόνο δουλειά δεν αρκεί», επεσήμανε η κ. Ζίμερμαν. Επίσης, ζήτησε την ολική κατάργηση υποαμειβόμενων θέσεων εργασίας, στις οποίες περιλαμβάνονται όσες αφορούν προσωρινή ή εκ περιτροπής εργασία.
Ανεργία
Εν τω μεταξύ, πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) του ΟΗΕ, υπολογίζει ότι πάνω από 470 εκατ. άτομα είναι είτε άνεργοι είτε εργαζόμενοι που δουλεύουν λιγότερες ώρες από αυτές που θα ήθελαν κερδίζοντας λιγότερα λεφτά. Συγκεκριμένα, μαζί με τον αριθμό των ανέργων που παγκοσμίως ανέρχονται σε 188 εκατ., 165 εκατ. εργαζόμενοι είναι υποαμειβόμενοι, δηλαδή ο μισθός τους δεν επαρκεί για να ζήσουν αξιοπρεπώς, ενώ επιπλέον 120 εκατ. είτε έχουν σταματήσει να αναζητούν εργασία είτε δεν έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Ετσι, περίπου 470 εκατ. παγκοσμίως είτε δεν μπορούν να βρουν δουλειά είτε εργάζονται σε θέσεις εργασίας που δεν ανταποκρίνονται ακόμη και στις μισθολογικές τους ανάγκες. Αλλο ένα σημαντικό εύρημα της παρούσας έκθεσης αφορά τις προβλέψεις σχετικά με το ποσοστό ανεργίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, αναφέρει ότι, παρότι το ποσοστό παρέμεινε σε σχετικά σταθερά επίπεδα κατά την τελευταία δεκαετία, η καμπύλη αναμένεται να ανεβεί από το 2020. Αυτό προκύπτει κυρίως εξαιτίας των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης παγκοσμίως, γεγονός που μπορεί να εκτοπίσει από την αγορά εργασίας ακόμη 2,5 εκατ. άτομα, αυξάνοντας τον αριθμό των ανέργων από 188 εκατ. σε 190,5 εκατ. Η έκθεση δημοσιεύεται, μάλιστα, λίγες μέρες αφότου ο ΟΗΕ είχε επισημάνει ότι οι εμπορικές διενέξεις κινδυνεύουν να σταθούν φέτος εμπόδιο στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ανακόψει και τις προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο για αντιμετώπιση της φτώχειας σε χώρες χαμηλού εισοδήματος.
Απειλή φτώχειας
Σημαντικό πλήγμα, δέχονται και οι νέοι, οι οποίοι είτε δυσκολεύονται να βρουν δουλειά ή αναγκάζονται να εργαστούν σε θέσεις εργασίας κατώτερης ποιότητας. Οπως καταδεικνύει η έκθεση Word Employment and Social Outlook: Trends 2020 (WESO), της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του ΟΗΕ, 267 εκατ. νέοι ηλικίας 15-24 ετών είτε βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, είτε δεν συμμετέχουν σε κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, είτε απορροφούνται σε κατώτερης ποιότητας θέσεις εργασίας. «Για εκατομμύρια ανθρώπους είναι πάρα πολύ δύσκολο να ζήσουν αξιοπρεπώς από τις δουλειές τους», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, Γκι Ράιντερ.
Επίσης, ένα από τα βασικότερα ευρήματα αφορά και όσους εργάζονται και ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ετσι, σύμφωνα με την έκθεση, περισσότεροι από 630 εκατ. εργαζόμενοι, ή 1 στους 5 εργαζομένους, ζουν σε καθεστώς ακραίας ή σχετικής φτώχειας, καθώς το ημερήσιο εισόδημά τους διαμορφώνεται σε λιγότερα από 3,20 δολ. Παράλληλα, το ποσοστό όσων βρίσκονται υπό την απειλή φτώχειας αναμένεται να αυξηθεί στις ανεπτυγμένες χώρες τη διετία 2020-2021, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθειά τους για εξάλειψη της φτώχειας μέσα στα επόμενα χρόνια. «H μη εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού καθώς και οι χαμηλής ποιότητας θέσεις εργασίας υποδηλώνουν ότι οι οικονομίες και οι κοινωνίες δεν θα καρπωθούν τα οφέλη ενός μεγάλου αριθμού ταλαντούχων ανθρώπων», επισήμανε ο Στέφαν Κουν, ο οποίος ηγείται της έκθεσης.