«Σιμά να βγουν τα άγια κι ο βασιλιάς του κόσμου, φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα: – Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη».
Ο ελληνικός θρήνος για το «εάλω η πόλις», για την κατ’ εξοχήν πόλη του ελληνισµού, υπήρξε µακρός και βαθύς. Ήδη αρκετά χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης είχαν πέσει σε τουρκικά χέρια ελληνικές περιοχές, ελληνικοί τόποι µε προαιώνια ελληνική παρουσία. Ωστόσο, καµίας ελληνικής πόλης η πτώση δεν θρηνήθηκε µε τόση τραγικότητα από τη λόγια και λαϊκή παράδοση όσο η πτώση της αυτοκρατορικής Κωνσταντινούπολης.
Ο ελληνικός λαός µε βαθύτατες πολιτισµικές ρίζες στο παρελθόν βρέθηκε κατακτηµένος από έναν αλλόθρησκο πολιτισµό ασιατικής προελεύσεως, ο οποίος του στέρησε µε βιαιότητα την πολιτική και ατοµική του ελευθερία για τέσσερις συναπτές εκατονταετίες, αναγκάζοντάς τον να αγωνίζεται ψυχικά και υλικά στα όρια της ανθρώπινης αντοχής και να επινοεί ένα σωρό τεχνάσµατα προκειµένου να επιβιώσει αλλά και να διατηρήσει τη δική του ταυτότητα, τα εθνικά πολιτισµικά του χαρακτηριστικά.
Οι κοινοί τόποι της Ανατολής
Η νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία, ωστόσο, παρά τις εμφανείς της διαφορές, χρωστά πολλά στις βυζαντινές επιρροές αλλά και στους πολιτισμικούς κοινούς τόπους της Ανατολής. Ο θεοκρατικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας και των δύο καθεστώτων δεν είναι απόρροια μίμησης του βυζαντινού μοντέλου διακυβέρνησης από τους Οθωμανούς όσο αποτέλεσμα της παράλληλης ανάπτυξης των συγκεντρωτικών μοναρχιών της Μέσης Ανατολής, που επηρέασαν ταυτόχρονα και τη βυζαντινή παράδοση και τη σασσανιδική και αραβική μοναρχία, των οποίων κληρονόμος υπήρξε το οθωμανικό κράτος. Να σημειώσουμε επίσης ότι όλες εκείνες τις εμφανείς ελληνορωμαϊκές επιρροές στους τομείς της κρατικής οργάνωσης, του δικαίου, της φιλοσοφίας, των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, οι Οθωμανοί Τούρκοι τις κληρονόμησαν από τους Πέρσες, οι οποίοι τις είχαν αφομοιώσει και προσαρμόσει προ πολλού στις αρχές της μωαμεθανικής θρησκείας.
Βυζαντινές επιρροές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Είναι προφανές ότι η επί τέσσερις αιώνες γειτνίαση των τουρκικών φύλων με το βυζαντινό κράτος άφησε το πολιτισμικό στίγμα της ακόμα και στην πολιτική οργάνωση της κατοπινής οθωμανικής διακυβέρνησης. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα είναι ότι στην εξουσία του Σουλτάνου υπήρχε η διακριτική ευχέρεια να συμπληρώνει τη νομοθεσία με την έκδοση διαταγμάτων. Βυζαντινές επιδράσεις μπορούν να εντοπιστούν στην εθιμοτυπία της αυλής όπως και στο τιμαριωτικό φορολογικό σύστημα. Υπάρχουν βέβαια και μια σειρά επαφών που δεν μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστα τα οθωμανικά ήθη. Είχαν προηγηθεί οι επισκέψεις Τούρκων Σουλτάνων στη βυζαντινή αυλή, όπως και είχαν συναφθεί γάμοι με βυζαντινές πριγκίπισσες. Άλλοι παράγοντες είναι η ανάδειξη χριστιανών εξωμοτών σε ανώτερα αξιώματα και αργότερα η μαζική στρατολόγηση χριστιανοπαίδων στην υπηρεσία των Σουλτάνων. Ακόμα, σημαντικότατη επιρροή άσκησε η ενσωμάτωση μεγάλου μέρους της βυζαντινής στρατιωτικής τάξεως στο στρατιωτικό οθωμανικό σύστημα.
Περί τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα φαίνεται ότι την πλειονότητα των οθωμανικών δυνάμεων της χερσονήσου του Αίμου αποτελούσαν χριστιανοί σπαχήδες και αρματολοί. Πολλοί από αυτούς που αφομοιώθηκαν στο οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα ήταν παλαιοί Βυζαντινοί, Έλληνες και Σλάβοι. Κατά συνέπεια, όταν οι γαίες τους μετατράπηκαν σε τιμάρια, φαίνεται ότι πολλά στοιχεία της «πρόνοιας» ενσωματώθηκαν στο οθωμανικό τιμαριωτικό σύστημα.
Η πιο έκδηλη επιρροή της βυζαντινής διακυβέρνησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο τρόπος φορολόγησης. Ένας από τους βασικότερους λόγους έγκειται στο ότι οι Τούρκοι ήθελαν να οργανώσουν ένα ασφαλές, αποτελεσματικό και δοκιμασμένο σύστημα φορολόγησης. Είχαν ανάγκη άμεσης εκμετάλλευσης των περιοχών που κατακτούσαν. Έτσι, το έτοιμο και οργανωμένο βυζαντινό σύστημα ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος για να πετύχουν τον σκοπό τους. Επίσης, ένας ακόμα βασικός λόγος που προτιμήθηκε αυτή η μεθοδολογία στη φορολόγηση ήταν ότι οι Οθωμανοί δεν διέθεταν γραφειοκρατικό σύστημα πάνω στο οποίο έπρεπε να βασιστεί η είσπραξη των φόρων. Αρχικά, οι Τούρκοι ηγεμόνες, ασκώντας μιαν εξαιρετικά συντηρητική πολιτική, υποχρεώθηκαν να καταφύγουν και να βασιστούν στο προσωπικό που υπήρχε αλλά και στην υιοθέτηση πολλών στοιχείων του βυζαντινού εισπρακτικού μηχανισμού ώστε να μην διαταράξουν τις συνήθειες των νέων τους υπηκόων.
Τουρκικές ιδιαιτερότητες
Ωστόσο, ενδιαφέρον έχουν και οι διαφορές που παρουσιάζονται στην πολιτική και κοινωνική οργάνωση των Οθωμανών σε σχέση με εκείνες των άλλων ισλαμικών κρατών. Αυτές οι διαφορές εστιάζονται κυρίως στην επιβίωση των προϊσλαμικών τουρκομανικών στοιχείων. Όταν τα τουρκικά φύλα εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, ήταν φορείς μιας παραδόσεως τόσο ισλαμικής όσο και νομαδικής. Η επίδραση του Ισλάμ, εντονότερη στους ηγεμόνες και στο αμεσότερο περιβάλλον τους, ήταν επιφανειακή και συχνά αποτελούσε απλό επίχρισμα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου η νομαδική παράδοση εξακολουθούσε να διέπει όλες τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εκφάνσεις της ζωής τους.
Οι δυο κυριότερες δραστηριότητες της τουρκικής νομαδικής οικονομίας ήταν η κτηνοτροφία και ο πόλεμος. Αυτές οι δραστηριότητες ήταν αλληλένδετες και βασίζονταν πάνω στη διαρκή ανάγκη αναζήτησης νέων βοσκοτόπων για τα ποίμνιά τους. Αυτό τους ωθούσε σε συχνές επιδρομές εναντίον γειτονικών αγροτικών πληθυσμών, των οποίων ο εξανδραποδισμός και η αρπαγή των περιουσιών επέφερε μεγάλα οφέλη. Η ισλαμική θρησκεία όχι μόνο δεν περιόρισε τον νομαδικό επεκτατισμό, αλλά του εμφύσησε μεγαλύτερη ορμή, προσδίδοντας ιερό χαρακτήρα στις επιδρομές των τουρκικών φύλων και ιδιαίτερα των Οθωμανών. Η γεωγραφική τους θέση στη μεθόριο του ισλαμικού και του χριστιανικού κόσμου διεύρυνε τους ορίζοντες των επιδιώξεών τους και οι επιδρομές τους προσελάμβαναν την αίγλη του ιερού πολέμου για την επέκταση της επικράτειας του Ισλάμ. Η ιδιότυπη αυτή σύζευξη του νομαδισμού και του ισλαμισμού καθόρισε την κατεύθυνση των κατακτήσεων και τον κατ’ εξοχήν στρατιωτικό και επεκτατικό χαρακτήρα του οθωμανικού κράτους.