Επεισοδιακή ήταν η άφιξη του συζυγοκτόνου της Δάφνης στην Ευελπίδων το πρωί της Τρίτης – Του πέταξαν μπουκάλια και πήγαν να τον λιντσάρουν.
Ένταση επικράτησε στην Ευελπίδων, λίγο μετά τις 9 το πρωί της Τρίτης, όταν έφτασε ο συζυγοκτόνος της Δάφνης προκειμένου να απολογηθεί για το αποτρόπαιο έγκλημα.
Συγγενείς της δολοφονημένης 31χρονης περίμεναν τον 40χρονο τον γιούχαραν, του πέταξαν μπουκάλια με νερό, τον στρίμωξαν στον τοίχο και επιχείρησαν να τον χτυπήσουν. Στη συνέχεια, προσπάθησαν να μπουν μέσα στο δικαστικό κτίριο.
Απολογείται σήμερα ο συζυγοκτόνος
Υπενθυμίζεται ότι σε βάρος του 40χρονου άνδρα αλβανικής καταγωγής, ο εισαγγελέας έχει ασκήσει ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για παράνομη οπλοφορία – οπλοχρησία.
Μετά το πέρας της απολογίας ανακριτής και εισαγγελέας θα αποσυρθούν σε διάσκεψη για να αποφασίσουν εάν ο κατηγορούμενος θα προφυλακιστεί.
Χθες, ήρθαν στο «φως» ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το άγριο έγκλημα της Δάφνης από την κατάθεση του συζυγοκτόνου. Από την περιγραφή της στιγμής του εγκλήματος φαίνεται, μάλιστα, ότι η γυναίκα προσπάθησε να γλιτώσει τη ζωή της, αλλά ο 40χρόνος χρησιμοποίησε τη δύναμή του, για να την ακινητοποιήσει και να τη μαχαιρώσει στο λαιμό.
«[…] Πήγα στην κουζίνα πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι ένα μεγάλο καφέ που είχαμε και πήγα στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, καθώς όπως μου είχε πει ο πεθερός μου πριν από 15 ημέρες είχε σκεφτεί και είχε βγάλει τα κλειδιά από τις πόρτες, για να μην μπορεί να ξανακλειδωθεί μέσα.
Όταν μπήκα στο δωμάτιό της, κοιμόταν ανάσκελα και όρμηξα πάνω της. Την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Θυμάμαι ότι ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει και τότε εγώ της έκλεισα το στόμα. Πρόλαβε και να δαγκώσει. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάρφωσα άλλη μία φορά με τον ίδιο τρόπο. Με τα δυο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Όταν σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα πέταξα στο καλάθι…».
Όπως δείχνουν τα όσα λέει ο συζυγοκτόνος, ζήλευε παθολογικά τη σύζυγό του.
Xαρακτηριστικά είναι τα όσα περιέγραψε ο ίδιος ότι συνέβησαν μέσα στο σπίτι τη νύχτα που μια γειτόνισσα άκουσε τον καυγά και ειδοποίησε την Aστυνομία. Όπως αποδείχτηκε, οι αστυνομικοί πήγαν και έφυγαν χωρίς ούτε το κουδούνι να χτυπήσουν.
«[…] Στις 11 Ιουλίου μαλώσαμε πολύ άσχημα. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά και όταν μπήκα στο σπίτι, εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με την πόρτα κλειδωμένη. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και εκείνη αποκρίθηκε «ό,τι θέλω θα κάνω».
Αμέσως μετά της ζήτησα να ανοίξει τον εκτυπωτή που ήταν πάνω στο γραφείο του παιδιού, για να τυπώσει κάποια έγγραφα του μαγαζιού, εκείνη όμως παρέμενε κλειδωμένη μέσα στο δωμάτιο και αργούσε να μου ανοίξει. Μετά από πέντε λεπτά άνοιξε την πόρτα και άρχισε να μου φωνάζει, ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς το εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρισμένη, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χαστούκισε στο πρόσωπο, ενώ στη συνέχεια έκανα κι εγώ το ίδιο».