Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών ο Μίκης Θεοδωράκης, μία από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας.
Συνθέτης, στιχουργός, ποιητής, πεζογράφος, πολιτικός, ακτιβιστής και αγέραστος αγωνιστής της ζωής και της δημοκρατίας, ο Μίκης συμπυκνώνει την ιστορία της Ελλάδας από την Κατοχή έως σήμερα.
Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το ΚΚΕ και τη Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983.
Είχε ασχοληθεί με όλα τα είδη της μουσικής, ενώ έχει συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι «Ζορμπάς» (1964), βασισμένο σε παραδοσιακή κρητική μουσική. Επίσης είχε ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.
Συνθέσεις του έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει γράψει μουσική για γνωστές ταινίες όπως οι: «Φαίδρα» (1962), «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), «Ζ» (1969) και «Σέρπικο» (1973). Το 1970, για τη μουσική στη ταινία «Ζ» τού απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, για την ταινία «State of Siege» και το 1975 για την ταινία «Serpico». Επίσης ήταν υποψήφιος για Γκράμι το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών «Ζορμπάς» και «Serpico» αντίστοιχα.
Το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση με στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1976), Γιώργος Σεφέρης (Νόμπελ 1963), Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979), ενώ το 2000 προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το 1953 νυμφεύθηκε τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα).
Η καλλιτεχνική διαδρομή του κορυφαίου συνθέτη
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Οι πρώτες συνθέσεις και τα πρώτα ποιήματα
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης.
Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή» και πήρε μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συνελήφθη για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίστηκε . Διέφυγε στην Αθήνα, όπου οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ και εκτελούσε χρέη διαφωτιστή στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, ενώ αγωνιζόταν και σαν διμοιρίτης τής Μεταξωτής Διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης κατά τα Δεκεμβριανά. Συγχρόνως σπούδαζε στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Εμφύλιος Πόλεμος
Μετά τα Δεκεμβριανά, καταδιώχθηκε από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζούσε παράνομα στην Αθήνα. Συνελήφθη στις μαζικές συλλήψεις στις 9-10 Ιουλίου 1947 και κατόπιν στάλθηκε εξόριστος με σχετική ελευθερία κινήσεων στην Ικαρία, όπου ήταν ο κομματικός υπεύθυνος του χωριού εξορίας, από όπου θα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να αποδράσει με τους άλλους εξόριστους υπό τον Βασίλη Ζάννο. Με τη γενικευμένη αμνηστία που έδωσε η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη περνάει στην παρανομία στην προσπάθεια συμμετοχής σε ένοπλες ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Αθηνών και βρέθηκε στην ομάδα του Παύλου Παπαμερκουρίου. Συνελήφθη ξανά στο σπίτι του πατέρα του, όπου βρήκε καταφύγιο όντας άρρωστος από πλευρίτιδα, αλλά στη συνέχεια στάλθηκε ξανά εξόριστος στην Ικαρία, αυτή τη φορά σε συνθήκες πειθαρχηµένης διαβίωσης για λίγους μήνες, όπου έγραψε το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» στη μνήμη του Βασίλη Ζάννου, που εκτελέστηκε το 1948. Έπειτα μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, όπου βασανίστηκε μέχρι παράλυσης.
Σύμφωνα με πηγές, μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, απολύθηκε ως ανάπηρος.
Σπουδές στο Παρίσι
Στα τέλη του 1949 στάλθηκε στα Χανιά, όπου και ανάρρωσε. Το 1950 όμως επέστρεψε στην Αθήνα, από όπου αποφοίτησε από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία. Στη συνέχεια υπηρέτησε το υπόλοιπο της θητείας σε Αλεξανδρούπολη, Αθήνα και Χανιά. Το 1950 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει λόγω των συνεχών προκλήσεων που αντιμετώπιζε, όμως γλίτωσε τον κίνδυνο και το 1951 απολύθηκε οριστικά από τον στρατό. Το 1954 μετανάστευσε με κρατική υποτροφία στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στο Conservatoire και σπούδασε με τον Ολιβιέ Μεσιάν, για σύντομο χρονικό διάστημα, μουσική ανάλυση, καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Εζέν Μπιγκό. Συνέθεσε μουσική για το μπαλέτο της Λουντμίλα Τσέρινα, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο. Το 1957 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνέθεσε πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά ο «Επιτάφιος», που άνοιξε έναν καινούριο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, όχι μόνο γιατί σηματοδοτούσε μία ουσιαστική αλλαγή στη μουσική φόρμα, αλλά γιατί πάντρευε τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και το ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο με το ελληνικό λαϊκό στοιχείο. Η πρώτη εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου (γράφτηκε το 1958) ηχογραφήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι.
Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε και, σχεδόν, ολοκλήρωσε το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη.
«Εντούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του “Μουσική για τις μάζες”, γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο για να το δεχτεί. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964». Το 1960, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική για τα «Επιφάνεια», σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνέθεσε δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρήκαν βαθύτατη απήχηση στην Ελλάδα. Ίδρυσε τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και έδωσε πολλές συναυλίες στη χώρα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τη συμφωνική μουσική.
Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύθηκε η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέχθηκε πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέχθηκε βουλευτής της ΕΔΑ και το 1964 απόκτησε διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Αλέξης Ζορμπάς» (Zorba the Greek).
Χρόνια της Δικτατορίας
Την 21η Απριλίου του 1967 πέρασε στην παρανομία και απηύθυνε την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Τον Μάιο του 1967 ίδρυσε μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ, και εκλέχθηκε πρόεδρός του.
Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1967. Ακολούθησαν η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Πολλά από τα καινούρια έργα του κατάφερε με διάφορους τρόπους να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τα τραγουδούσαν η Μαρία Φαραντούρη και η Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Στο εξωτερικό ξεσηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολίβιε, Ιβ Μοντάν και άλλοι, δημιουργήθηκαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και ταξιδεύει στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Στο εξωτερικό απηύθυνε νέο κάλεσμα για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Το 1972 επισκέφτηκε το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες και συναντήθηκε με τον Γιασέρ Αραφάτ, στον οποίο επέδωσε το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπάθησε να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά.