13 Σεπτεμβρίου 1922: Η Σμύρνη καίγεται, καίγεται και ο ελληνικός πολιτισμός της Μικρασίας. Η καταστροφή αφήνει πίσω της χιλιάδες νεκρούς και οδηγεί πάνω από ένα εκατ. ανθρώπων στην προσφυγιά.
13 Σεπτεμβρίου 1922: Η πρώτη μέρα της καταστροφής της Σμύρνης (με το νέο ημερολόγιο). Διαβάζουμε από το άρθρο του ιστορικού Γεώργιου Σαρρή «97 χρόνια από τη σφαγή της Σμύρνης»: Τα τελευταία στρατεύµατα του Ελληνικού Στρατού έχουν εγκαταλείψει τα παράλια και οι πρώτοι οπλισµένοι Τούρκοι µπαίνουν στη Σµύρνη ως απελευθερωτές και αρχίζουν να κατακρεουργούν χιλιάδες Έλληνες Μικρασιάτες.
Διαβάστε επίσης: Μαρτυρία για τη Μικρασιατική Καταστροφή: Η ιστορία του Παναγιώτη Νικολαΐδη από τη Σμύρνη
Οι ελληνικές και οι αρµενικές συνοικίες της Σµύρνης παραδίδονται στις φλόγες και ο ανυπεράσπιστος πληθυσμός αναζητά απεγνωσµένα τρόπο διαφυγής προς τη θάλασσα.
Συγκλονιστικό κινηματογραφικό ντοκουμέντο του «British Pathe» από την καταστροφή της Σμύρνης
Τα πληρώµατα του συµµαχικού στόλου όµως που βρίσκονται στα ανοιχτά τηρούν στάση ουδετερότητας βάσει των εντολών που έχουν λάβει. Σµυρνιοί ικετεύοντας επιχειρούν να ανέβουν στα πλοία, αλλά οι ναύτες τους χτυπούν µε τον υποκόπανο των όπλων και τους ξαναρίχνουν στο νερό. Χριστιανοί καταφεύγουν σε εκκλησίες πιστεύοντας ότι µπορεί ο εχθρός να τους σεβαστεί, αλλά εκείνοι τις περιλούζουν µε εύφλεκτα υλικά και τις καίνε µαζί µε το ποίµνιο. Σφάζουν ασθενείς µέσα σε νοσοκοµεία και καίνε παιδιά µέσα σε σχολικές τάξεις.
Οι σφαγές θα κάνουν τον Αµερικανό πρόξενο στη Σµύρνη, George Horton, να γράψει πως «ένα από τα δυνατότερα συναισθήµατα που πήρα µαζί µου από τη Σµύρνη ήταν το συναίσθηµα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος».
Σπάνιο ερασιτεχνικό φιλμ από την καταστροφή της Σμύρνης
Συγκλονιστική είναι η µαρτυρία της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρµπασι: «Τη νύχτα οι τσέτες έκαναν επίθεση να αρπάξουν, να σφάξουν, να ατιµάσουν. ‘‘Βοήθεια! Βοήθεια!’’ φώναζε ο κόσµος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταµατούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαµε να πάµε προς νερού µας. Πήγαµε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαµε σε µια χαβούζα. Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας, σπαρταρούσαν κορµιά και µέσα ήταν γεµάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν µέσα. Τα κορµιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό».