Η κίνηση της Φώφης Γεννηματά να ζητήσει την επίσπευση της διαδικασίας θέτει τους τέσσερις υποψηφίους σε εκλογική ετοιμότητα – Τέλη Νοεμβρίου ο πρώτος γύρος, έως τα μέσα Δεκεμβρίου η νέα ηγεσία – Ο προβληματισμός για τον εγκλωβισμό ανάμεσα σε Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ και η αγωνία να εκπέμψουν ένα διαφορετικό στίγμα
Μέσα στην εβδομάδα θα συνεδριάσει η Επιτροπή Δεοντολογίας, Καταστατικού και Πιστοποίησης (ΕΔΕΚΑΠ) του Κινήματος Αλλαγής. Υπό άλλες συνθήκες, μια τέτοια διαδικασία θα αφορούσε μόνο τα μέλη της – που είναι έντεκα, εκ των οποίων τα τέσσερα αναφέρονται στον ευρωβουλευτή Νίκο Ανδρουλάκη. Ομως, μετά από την κίνηση της κυρίας Φώφης Γεννηματά να ζητήσει την επίσπευση της εκλογής του αρχηγού του κόμματος, η συνεδρίαση αυτής της κομματικής επιτροπής, που θα κανονίσει τα διαδικαστικά της υπόθεσης, ενδιαφέρει ολόκληρη την πολιτική σκηνή: οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ και η συζήτηση περί συνεργασιών, έστω και προσχηματικά, θα έχει αντίκρισμα και στην κάλπη.
Εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν -κρατήστε το αυτό-, ο πρώτος γύρος θα διεξαχθεί στα τέλη Νοεμβρίου και ο -αναπόφευκτος- δεύτερος γύρος έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Το ενδεχόμενο να βρισκόμαστε εκείνη την περίοδο σε φάση κορύφωσης της πανδημίας θεωρείται ως υπαρκτό απ’ όλες τις πλευρές – αλλά κανείς υποψήφιος δεν θέλει να αναλάβει το βάρος της υποστήριξης μιας αναβολής, μια και θα κατηγορηθεί για… ηττοπάθεια.
Αν δεν έχει αλλάξει έως τότε δραματικά κάτι με την πορεία του κορωνοϊού, είναι προφανές ότι η συμμετοχή θα είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με το 2017 – ενώ οι διοργανωτές θα βρεθούν μπροστά σε προβλήματα του τύπου «πώς θα ψηφίσουν οι ανεμβολίαστοι;», για τα οποία κανένα κόμμα δεν είναι προετοιμασμένο. Ωστόσο, κυρίαρχη είναι η αίσθηση ότι αυτή τη φορά τα διαδικαστικά προβλήματα έως την ψηφοφορία θα είναι λιγότερα από τα «υπαρξιακά» που ενδέχεται να προκύψουν από την κάλπη του Νοεμβρίου – καθώς δεν θεωρείται βέβαιη η συνοχή του κόμματος με κάθε αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, όποιος επικρατήσει θα έχει στη διάθεσή του 4-5 μήνες μέχρι να αρχίσει να κινείται ο τροχός των εθνικών εκλογών: ακόμα και κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι από τον Ιούνιο του 2022 και μετά, κάθε μέρα θα μας φέρνει πιο κοντά στο ραντεβού με την κάλπη.
Σε ό,τι αφορά τους υποψηφίους του ΚΙΝ.ΑΛ., στο επιτελείο του κ. Χάρη Καστανίδη εκτιμούν ότι από τον Νοέμβριο και μετά, όποτε βρεθεί παράθυρο ευκαιρίας σε σχέση με την πανδημία, θα οδηγηθούμε σε εκλογές, στο επιτελείο της κυρίας Γεννηματά βλέπουν εκλογές από τον Μάιο του 2022 και μετά, στο επιτελείο του κ. Ανδρουλάκη από το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς, ενώ ο κ. Ανδρέας Λοβέρδος δεν αποκλείει ακόμα και την εξάντληση της τετραετίας, με το σκεπτικό ότι «αυτή τη στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει αντίπαλο, ούτε στο Κέντρο, ούτε στην Αριστερά», προβάλλοντας τη δική του υποψηφιότητα.
Οι δημοσκοπήσεις
Το καλοκαίρι τελείωσε τραυματικά για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τις μεγάλες φωτιές και τον ανασχηματισμό που ακολούθησε με το «ναυάγιο Αποστολάκη». Ωστόσο, οι πρώτες δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου έδειξαν ότι παρά τις όποιες απώλειες, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να κυριαρχεί απέναντι στον κ. Αλέξη Τσίπρα – και ο πρωθυπουργός επρόκειτο να παρουσιάσει ένα φιλόδοξο πακέτο παροχών και στήριξης στην καθιερωμένη ομιλία του στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Το Κίνημα Αλλαγής μπαίνει στη διαδικασία της εκλογής προέδρου σε μια συγκυρία κατά την οποία οι δύο αντίπαλοί του -η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ- έχουν απώλειες, τις οποίες ωστόσο αδυνατεί να εισπράξει. Αντίθετα, εμφανίζεται καθηλωμένο δημοσκοπικά στα ποσοστά του 2019.
Το ΚΙΝ.ΑΛ. στριμώχνεται εκλογικά τόσο από τη διείσδυση του κ. Μητσοτάκη στο Κέντρο, όσο και από τη «μετανάστευση» στελεχών και ψηφοφόρων στον ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που μοιραία ενοχοποιεί κάθε κίνηση της κυρίας Γεννηματά, που ερμηνεύεται από τους εσωκομματικούς της αντιπάλους είτε ως «δώρο» προς τον κ. Μητσοτάκη, είτε ως «προσκόλληση» στον κ. Τσίπρα. Η κίνηση της προέδρου του κόμματος να επισπεύσει τις διαδικασίες ήταν ξεκάθαρη απάντηση στις υπόγειες κατηγορίες ότι είχε επιλέξει το «τρενάρισμα» της εκλογής επειδή έβλεπε ότι το αίτημα της ανανέωσης κυριαρχεί στις διαθέσεις εκείνων που προβλέπεται ότι θα πάνε να ψηφίσουν για τον επόμενο πρόεδρο του κόμματος.
«Πάμε όσο γίνεται πιο γρήγορα στις κάλπες, να κερδίσουμε και να προχωρήσουμε μπροστά», είπε η κυρία Γεννηματά για να στείλει το μήνυμα στη σύσκεψη της περασμένης Παρασκευής, μέσω της οποίας δρομολογήθηκε η επίσπευση της εκλογής. Το επιτελείο της προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ. αναγνωρίζει ότι το αίτημα της ανανέωσης είναι υπαρκτό – αλλά δεν πιστεύει ότι προσωποποιείται σε κάποιον υποψήφιο: «Αν εξαιρέσεις τους φανατικούς κάθε υποψηφίου -όλοι διαθέτουν τέτοιους-, οι περισσότεροι θα σκεφτούν εντέλει “με ποιον θα πάμε καλύτερα στις εθνικές εκλογές” και θεωρώ ότι θα καταλήξουν στη Φώφη», λέει στενός της συνεργάτης.
Μάλιστα, η κυρία Γεννηματά προετοιμάζεται να μιλήσει η ίδια για ανανέωση στο κόμμα, ενώ προβάλλει το γεγονός ότι δίνει ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, όπως ο κ. Μανώλης Χριστοδουλάκης και ο κ. Παύλος Χρηστίδης Η κυρία Γεννηματά ξεκαθαρίζει ότι θα επιμείνει σε έναν διμέτωπο – απέναντι και στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο επιμένει στο «προοδευτικό πρόσημο». Είναι χαρακτηριστικό ότι στην επέτειο της 3ης του Σεπτέμβρη επέλεξε να αναρτήσει μια φωτογραφία, στην οποία εμφανίζεται δίπλα στον κ. Γιώργο Παπανδρέου.
Ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος -λόγω και του επωνύμου του- έχει απήχηση στους πολίτες που αναμένεται ότι θα λάβουν μέρος στην ψηφοφορία, έχει επισήμως επιλέξει για άλλη μία φορά την ουδετερότητα. Ωστόσο, είναι φανερό ότι οι πολιτικές σχέσεις του με την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής είναι σε καλό επίπεδο. Εφόσον επανεκλεγεί, η κυρία Γεννηματά θα ξεκαθαρίσει ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. μόνον με «βασικό ρόλο» θα μπορούσε να μετάσχει στο προβλεπτό μέλλον σε ένα κυβερνητικό σχήμα. Οπου ως «βασικός ρόλος» εννοείται ότι θα πρέπει να μπορεί να επιβάλει πολιτικές – πράγμα που σημαίνει ότι με το σημερινό μέγεθος του κόμματος δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, είτε με τη Ν.Δ. είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Διπλές εκλογές
Βέβαια, όπως σημειώνουν στελέχη της Ν.Δ., οι επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές, θα είναι διπλές – και δεν πρόκειται να τεθεί θέμα κυβέρνησης συνεργασίας, μια και τη δεύτερη φορά θα εφαρμοστεί ο εκλογικός νόμος Θεοδωρικάκου που, υπό προϋποθέσεις, δίνει αυτοδυναμία ακόμα και αν το πρώτο κόμμα λάβει 36,5%-37%, ενώ η Ν.Δ. δημοσκοπικά καταγράφεται πολύ πιο ψηλά σε αυτή τη συγκυρία. Εχει ενδιαφέρον ότι οι υπόλοιποι υποψήφιοι πρόεδροι του ΚΙΝ.ΑΛ. αρνούνται να τοποθετηθούν για το ζήτημα των συνεργασιών – που είναι ένα «ανοικτό τραύμα» για τον ευρύτερο χώρο του ΠΑΣΟΚ από την εποχή της σύμπραξης του κ. Βαγγέλη Βενιζέλου με τον κ. Αντώνη Σαμαρά. Την ίδια στιγμή, οι υποψήφιοι πρόεδροι δεν ομονοούν ούτε στα διαδικαστικά της εκλογής: ο κ. Ανδρουλάκης ζητά -κατά τα πρότυπα της εκλογής του 2017, όταν 212.000 πολίτες είχαν εμφανιστεί στα εκλογικά κέντρα που είχαν στηθεί σε όλη την Ελλάδα- να αναλάβουν ως «εγγυητές» της διαδικασίας πρόσωπα κύρους, όπως συνέβη τότε με τον καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο.
Η Χαριλάου Τρικούπη δεν κάνει αποδεκτό οτιδήποτε σχετικό και παραπέμπει στο καταστατικό του ΚΙΝ.ΑΛ., το οποίο πράγματι προβλέπει ότι αρμόδια για τις εκλογικές διαδικασίες στο κόμμα είναι η Επιτροπή Δεοντολογίας. «Ας τοποθετήσει στην επιτροπή όποιο πρόσωπο κύρους επιθυμεί», έλεγαν συνεργάτες της κυρίας Γεννηματά – για να απαντήσουν στελέχη της πλευράς Ανδρουλάκη «μα, το καταστατικό δεν το τηρήσαμε σε όλα τα υπόλοιπα, εδώ θα κολλήσουμε;» – ενώ ο κ. Καστανίδης ζητεί να υπάρξει συνάντηση μεταξύ των υποψηφίων. «Ενα κόμμα είμαστε και θέλουμε να το μεγαλώσουμε, δεν πρέπει να μπορούμε να συνεννοηθούμε για ένα κοινό πλαίσιο;», αναρωτιέται.
Ο ευρωβουλευτής -και πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ- λέει από την πλευρά του ότι η εκλογή προέδρου «πρέπει να γίνει γεγονός, ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή των πολιτών και να έχει όφελος το κόμμα», ενώ ζητά ντιμπέιτ με όλους τους υποψηφίους.
Ο κ. Ανδρουλάκης είχε έρθει δεύτερος, μετά την κυρία Γεννηματά στην εκλογή του 2017 , που «γέννησε» το Κίνημα Αλλαγής. Και σε εκείνη την αναμέτρηση είχε προτάξει την ανανέωση – πράγμα μάλλον αυτονόητο, από τη στιγμή που είναι ο μικρότερος σε ηλικία μεταξύ των υποψηφίων.
Θεωρείται πολύ ισχυρός εσωκομματικά, παρά το γεγονός ότι η «βάση» του είναι στις Βρυξέλλες, στην Ευρωβουλή, όπου έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες που έχουν (και) ελληνικό ενδιαφέρον. Από την πλευρά του, ο κ. Λοβέρδος ξεκίνησε πρώτος τον προεκλογικό αγώνα, όταν οι υπόλοιποι δεν ασχολούνταν καν με το ζήτημα – και κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό, διαπιστώνει ότι αν και στην αρχή ήταν οργανωτικά ανύπαρκτος, τώρα έχει καταφέρει να βρεθεί σε ένα επίπεδο «ανάλογο του Νίκου και της Φώφης», που μάλιστα είναι πανελλαδικό, ενώ επισημαίνει ότι εξακολουθεί να υποδέχεται στελέχη που το 2017 είχαν υποστηρίξει άλλους υποψηφίους.
Ο κ. Λοβέρδος είχε στείλει επιστολή στην κυρία Γεννηματά ζητώντας τον καθορισμό ημερομηνίας για την εκλογή προέδρου, κίνηση που προκάλεσε την απάντηση της προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ. με την αναγγελία της επίσπευσης.
Εχοντας υπηρετήσει ως υπουργός με τέσσερις διαφορετικούς πρωθυπουργούς, ο κ. Λοβέρδος -ο οποίος πρώτευσε άνετα στον βόρειο τομέα της Β1 Αθήνας με το ψηφοδέλτιο του ΚΙΝ.ΑΛ. στις εκλογές του 2019- έχει επενδύσει πολιτικά στην «επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ». Τονίζει ότι εφόσον νικήσει στην εσωκομματική εκλογή του Νοεμβρίου, θα είναι «αυτομάτως και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ», για να συμπληρώσει ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εισηγηθεί στο συνέδριο που θα ακολουθήσει την επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ, προκαλώντας από την πρώτη στιγμή την έντονη αντίδραση της Χαριλάου Τρικούπη, στελέχη της οποίας διερωτώνται αν «ο Λοβέρδος εννοεί ότι θέλει να… σώσει το ΠΑΣΟΚ από τη Γεννηματά».
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο κ. Λοβέρδος βρίσκει στήριξη στον χώρο του λεγόμενου «βενιζελικού ΠΑΣΟΚ», ειδικά στο κομμάτι που αυτό τέμνεται με το ρεύμα των «εκσυγχρονιστών», που κυριάρχησαν στη δεκαετία 1995-2005.
Στόχος ο δεύτερος γύρος
Το βασικό στοίχημα του κ. Λοβέρδου στην εκλογή του Νοεμβρίου είναι να μπει στον δεύτερο γύρο – μια και εκτιμά ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα υπερισχύσει της κυρίας Γεννηματά, τόσο λόγω της «επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ», όσο και λόγω της ανάγκης ανανέωσης «για να μεγαλώσει το κόμμα».
Ο κ. Καστανίδης, ο οποίος προσέρχεται στην εκλογική διαδικασία ως αουτσάιντερ και «χωρίς κανένα άγχος», όπως δηλώνει ο ίδιος -με την εκτίμηση ότι οι πολίτες που τον ακολουθούν δεν θα ψήφιζαν καν εάν δεν ήταν υποψήφιος-, θα επιδιώξει την πολιτικοποίηση της διαδικασίας, ελπίζοντας ότι οι υπόλοιποι υποψήφιοι θα ανταποκριθούν.
Ο ίδιος θέτει ως βασικό θέμα συζήτησης για τις πολιτικές του κόμματος το ορόσημο της Πρωτοχρονιάς του 2023 όταν, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται έως τώρα, η Ευρώπη θα επιστρέψει στη δημοσιονομική ορθοδοξία. Μάλιστα, σημειώνει ότι το «αδελφό» SPD, που δείχνει να ξεπερνά το τραύμα της πολύχρονης συγκυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ και να προηγείται σταθερά στην εκλογική κούρσα για τη νέα Μπούντενσταγκ, δεν έχει μέχρι στιγμής αλλάξει το παραμικρό στις γερμανικές δεσμεύσεις για επαναφορά σε ένα «στενό» δημοσιονομικό πλαίσιο. «Αν δεν αλλάξει αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα κινδυνεύει με δεύτερη χρεοκοπία μέσα σε 15 χρόνια», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται ότι κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα επανέλθει αναγκαστικά σε ένα αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο -ενώ και πηγές της Τραπέζης της Ελλάδος τονίζουν ότι είναι πολύ νωρίς για μία τέτοια συζήτηση, παρά το γεγονός ότι -όπως αναφέρουν- οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία της Ευρώπης έχουν ουσιαστικά προεξοφληθεί.
Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά αβέβαιο κατά πόσον τα κρίσιμα αυτά ζητήματα θα απασχολήσουν την προεκλογική μάχη στο Κίνημα Αλλαγής. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι όλα τα επιτελεία των υποψηφίων παραδέχονται ότι η πανδημία -που έχει αναγκάσει τα υπόλοιπα κόμματα να αναβάλουν τις μαζικές συναθροίσεις- θα έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για το κατά πόσον θα πραγματοποιηθεί τελικά η εκλογή, αλλά ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να το πει δημοσίως για να μην αντιμετωπίσει κατηγορία περί ηττοπάθειας…