Ο τρύγος στο Στείρι Βοιωτίας από το 1930

Στο Στείρι πριν από το 1960, η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν η βασικότερη απασχόληση των αγροτών.

Οι περιοχές του Σκόμπου , της Καταβόθρας , της Κοιλάδας του Οσίου Λουκά κ.α. ήταν γεμάτες αμπέλια. Προπολεμικά μάλιστα η καλλιέργεια αμπελιού έφτανε μέχρι το χώρο που βρίσκεται σήμερα το Δημοτικό σχολείο.

Το μισό χωριό είχε σαν κύρια απασχόληση αυτή τη καλλιέργεια.

Ο γεωργός χρειαζόταν ένα μήνα για το σκάψιμο και 15 – 20 μέρες για το τρύγο. Φυσικά χρειαζόταν και χρόνο για κλάδεμα, ξελάκομα, ξεφύλλισμα κ.τ.λ.

Οι καιρικές συνθήκες πολλές φορές επιδείνωναν τη κατάσταση.

Μερικές φορές υπήρχαν και τελείως απρόβλεπτες καταστάσεις.

Το 1947 – 48 μεγάλα σμήνη από ακρίδες ΄΄έπεφταν ΄΄ στ΄ αμπέλια και κατέστρεφαν τα φύλλα.

Τα σταφύλια έμεναν γυμνά στον ήλιο και ξεραίνονταν.

Έτρεχαν οι Στειριώτες στο βουνό, έκοβαν κλαδιά από έλατο και τα έβαζαν γύρω από τα σκόλια ώστε να προστατεύσουν τα σταφύλια από τον ήλιο.

Για 2 – 3 χρόνια ταλαιπωρήθηκαν πολύ για να προστατεύσουν τη σοδειά τους…

Με όπλο όμως την εργατικότητα και το πείσμα προσπαθούσαν να επιβιώσουν μια και δεν υπήρχε εναλλακτική λύση.

Μεγάλοι παραγωγοί κρασιού τότε ήταν οι Μουχτέοι(1), οι Μπελλέοι, οι Τρακέοι οι Σπαρέοι , οι Παστρέοι και οι Τσιμικέοι. Καλλιεργούσαν από 20 – 25 στρέμματα περίπου η κάθε οικογένεια.

Το στύψιμο των σταφυλιών γινόταν στο χωράφι.

Χρησιμοποιούσαν μία ξύλινη κάδη και με ξύλινο εργαλείο που ήταν πλατύ στο μπροστινό μέρος , χτυπούσαν τα σταφύλια μέχρι να πολτοποιηθούν. Μετά έριχναν το μούστο σε ΄΄γιδιές΄΄(2) και τον μετέφεραν στο πατητήρι ή απ΄ευθείας στα βαρέλια.

Όλη η διαδικασία γινόταν με γοργούς ρυθμούς. Συγγενείς και φίλοι βοηθούσαν.

Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος!

Το κολατσιό γινόταν βιαστικά. Καμιά ρέγκα, λίγες ελιές….

και για το βράδυ…

– Ο βέτε νε Σπυρο- Σπάρογια μος κα νονί παλιοδή! (3)

Θα πάω στο Σπύρο – Σπάρο μήπως έχει καμιά παλιόγιδα

– Νουκ βέτε νε Μένη μος κα νονί κα Μπακουρόγιανη

Δεν πας στο Μένιο μήπως έχει γίδα από το κοπάδι του Μπακουρόγιαννου;

ΣΤΟΜΙΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙΟΥ ΤΟ 1930.  ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗ ΠΕΤΡΑ ΤΡΥΠΗΜΕΝΗ ΜΕ ΠΑΡΑΜΙΝΑ.(ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΗΤΗΡΙ ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ ΤΟΥ Λ. ΤΡΟΚΑ.)

Αργότερα , γύρω στο ’45 – 46 άρχισαν να φτιάχνουν ξύλινα πλαίσια με διαστάσεις 1χ2μ περίπου. Η μία πλευρά στένευε και κατέληγε σε στόμιο. Εκεί τοποθετούσαν ένα ξύλινο ΄΄χτένι΄΄για να κρατά τα στέμφυλα.

Στο πλαίσιο αυτό έριχναν τα σταφύλια και τα πατούσαν με τα πόδια μέχρι να πολτοποιηθούν.

Ο μούστος έμπαινε στα βαρέλια. Τα βαρέλια ήταν 500κοσάρια, 1000άρια και ακόμη μεγαλύτερα. Πολλές φορές οι παραγωγοί καλούσαν τον βαρελά να φτιάξει τα βαρέλια μέσα στο ΄΄κατώι΄΄, καθώς οι πόρτες ήταν μικρές και δεν τα χωρούσαν.

Φυσικά τα βαρέλια αυτά παρέμεναν στο υπόγειο μέχρι να χαλάσουν.

Η διάθεση του προϊόντος δεν ήταν εύκολη. Πολλές φορές τα βαρέλια και το πατητήρι ήταν γεμάτα , υπήρχαν και άλλα σταφύλια και έμπορας δεν φαινόταν.

Οι πιο αγχώδεις έβγαιναν στο δρόμο προς το Μπέργουρα και περίμεναν μήπως έρθει κάποιο φορτηγό…

Στις καλές περιπτώσεις ο μούστος πουλιόταν σε εμπόρους από το Δίστομο αλλά και από άλλες περιοχές.

Αργότερα έκαναν εμπόριο και Στειριώτες. Ο Σκαρμούτσος με το Τσαντίλα και ο Μήτσος Μπακούρος με τον Ντότση (4).

Η διαδικασία είχε και τις σχετικές περιπέτειες…

Παναγιώτης :  Θυμάμαι μια φορά ήρθε ο Σταθάς να πάρει το κρασί των Τρακέων.

Πλησίασε με το αυτοκίνητο στο σπίτι και άρχισε να γεμίζει τα βαρέλια. Όταν σχεδόν είχε συμπληρώσει το φορτίο, κόπηκαν τα φρένα και το φορτηγό κυλώντας τρελά, έφτασε στο σπίτι του Αγγλαμόγιανου(5) όπου έγειρε και χύθηκε όλο το κρασί.

Ευτυχώς που δεν ανέβαινε άνθρωπος ή κάποιο ζώο στο δρόμο…

Κώστας: Μια φορά στη περίοδο του τρύγου ο αδελφός μου ο Λουκάς με τον Φαρούκ (6) είχαν κάτσει για μεζέ στον γερο – Μπέλλο(7). Τούς πλησίασε ο Πετράν με λερωμένα ρούχα από το τρύγο.

Κάτσε να πάρεις μεζέ του είπαν.

Κάθισε ο Πετράν.

Αφού έφαγε αρκετά, σηκώθηκε έβαλε το χέρι στη τσέπη του, έβγαλε ένα δίφραγκο και έκανε να το δώσει στο γερο – Μπέλλο.

Ίκ, νουκ ντούα παρά του φώναξε ο πάντα γαλαντόμος Θ.Μπέλλος…

Φύγε ! Δεν θέλω λεφτά!

Γιάννης: Προς το τέλος του ’50 άρχισε να γίνεται δύσκολη η πώληση του κρασιού.΄΄Δεν τραβιώταν΄΄.

Οι Στειριώτες άρχισαν να ανησυχούν.

Στην αρχή

–          Τσου – μπού , οτε μάρινι νονί;

Τι γίνεται , θα το πάρει κανένας(το κρασί).

–          Τσόβε μουστερί;

Βρήκες αγοραστή;

Και αργότερα…

–          Τσι η ντούαμ βρέστατ΄;

–          Τι τα θέλουμε τα αμπέλια;

–          Νουκ ε μέρ νονί βέρεν.

Δεν το παίρνει κανείς το κρασί!

–          Μπαρούτ τε μπένεν

Μπαρούτι(σκόνη) να γίνουν!!!

Δεν άργησε πολύ . Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 τα αμπέλια προσβλήθηκαν από φυλλοξήρα και καταστράφηκαν όλες οι καλλιέργειες.

Τότε οι Στειριώτες μονολογούσαν…

–          Μυρ τε ψώνιμ’

Καλά να πάθουμε

–          Ου γχίγκρεμ.

Φαγωθήκαμε!

Για μερικά χρόνια τα χωριό έμεινε χωρίς αμπέλια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισαν να φυτεύουν μια νέα ποικιλία που άντεχε περισσότερο στη φυλλοξήρα.

Με τις πρώτες παραγωγές άρχισαν τα σχόλια:

–          Νουκ μπένιεν τε μύρα ρούς

Δεν κάνουν καλά σταφύλια

–  Κου τι τσός ατώ βρέστατ, βάν… 

   Πού να τα βρεις τα παλιά αμπέλια, χάθηκαν…

Αλλά η οικονομία του χωριού δεν βασιζόταν πλέον στη παραγωγή σταφυλιών.

Οι εταιρίες εξόρυξης βωξίτη και το Αλουμίνιο της Ελλάδας έδιναν πιο εύκολο μεροκάματο. Οι καλλιέργειες αμπελιού έμειναν μόνο ΄΄για να έχουμε το δικό μας κρασί ’’.

Από τα μέσα του 1990 όμως και καθώς τα εισοδήματα από τη απασχόληση στις εταιρίες άρχισε να συρρικνώνεται, αρκετοί Στειριώτες αύξησαν τις καλλιέργειες και βελτίωσαν τη ποιότητα του προϊόντος.

Σήμερα λειτουργούν στο χωριό, το οινοποιείο – τσιπουράδικο του Γεωργίου Χήνα, το  οινοποιείοτου Ηλία Τσεκούρα και το τσιπουράδικο του Σίμου Μπέλλου.

Επίσης πολλές οικογένειες διαθέτουν ΄΄σπιτικό΄΄ κρασί προς πώληση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Οικογένειες Παπαγεωργίου Δημήτριου, Μπέλλου Λεονάρδου, Τράκη Γεωργίου  Σπάρου Δημητρίου , Πάστρα Ιωάννη και Τσιμίκου Γεωργίου.

(2) Δέρμα κατσίκας επεξεργασμένο, με μεγάλο στόμιο.

(3) Τη εποχή του τρύγου καταναλώνονταν και οι τελευταίες διαθέσιμες γίδες οι οποίες βέβαια ήταν χαμηλότερης ποιότητας από αυτές της αρχής του καλοκαιριού.

Νοστιμότερες όμως ήταν οι γίδες του Μπακουρόγιαννου μια και εκτρέφονταν στη Σκαριτσά .

(4) Γιώργος και Δημήτρης Μπέλλος – Δημήτρης Μπακούρος και Νίκος Ματθαίου.

(5) Στο σημερινό σπίτι του Λουκά Μάρκου στο παλιοπήγαδο.

(6) Κώστας Παπαδημητρίου και Πέτρος Τράκης,μέλη της τοπικής ορχήστρας του ’60. Ο πρώτος έπαιζε βιολί και τραγουδούσε, ο δεύτερος έπαιζε σαντούρι.

(7) Αθανάσιος Μπέλλος . Διατηρούσε ταβέρνα στο χωριό και η φήμη του σαν μάστορας του ψησίματος έφτανε τουλάχιστον μέχρι την Αθήνα. Διετέλεσε και πρόεδρος της κοινότητας για σειρά ετών.

Η διάθεση του προϊόντος δεν ήταν εύκολη. Πολλές φορές τα βαρέλια και το πατητήρι ήταν γεμάτα , υπήρχαν και άλλα σταφύλια και έμπορας δεν φαινόταν.

Οι πιο αγχώδεις έβγαιναν στο δρόμο προς Δίστομο και περίμεναν μήπως έρθει κάποιο φορτηγό..

Mε πληροφορίες από Στείριδα – el Steiri

Σχετικά