Οι κκ Νίκος Ανδρουλάκης και Παύλος Γερουλάνος είναι οι δύο υποψηφιότητες που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά ανανέωσης και αναγκαίας διεύρυνσης για τον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Την Πέμπτη εξέπνευσε η προθεσμία για την κατάθεση των υποψηφιοτήτων για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, με τον αριθμό των υποψηφίων να ανέρχεται τελικά στους έξι, πρόκειται δηλαδή για τους Γιώργο Παπανδρέου, Νίκο Ανδρουλάκη, ο Ανδρέα Λοβέρδο, ο Παύλο Γερουλάνο, ο Παύλο Χρηστίδη και ο Χάρη Καστανίδη.
Από την κατάθεση των υπογραφών στην ΕΔΕΚΑΠ, αναμφισβήτητα ξεχώρισαν οι υπογραφές που κατέθεσε ο ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης, καθώς υπέβαλλε 20.000 μελών και φίλων της παράταξης, ενώ ήταν ο μόνος εκ των διεκδικητών της ηγεσίας που συγκέντρωσε πάνω από 100 υπογραφές, συγκεκριμένα, 110, από μέλη της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Κινήματος.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης
Φυσικά, στο επίκεντρο βρέθηκε και η υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, οποίος μετά από ένα παρασκήνιο αναφορικά με το αν θα διεκδικήσει την ηγεσία, κατέθεσε και ο ίδιος 20.000 υπογραφές μελών και φίλων του κινήματος, αλλά και 82 υπογραφές από μέλη της ΚΠΕ.
Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι, ποιος εκ των έξι υποψηφίων δύναται όχι απλά να εκλεγεί, αλλά να επαναφέρει την Κεντροαριστερά σε παίκτη – κλειδί των πολιτικών εξελίξεων.
Το ζητούμενο για το Κίνημα Αλλαγής είναι να αποκτήσει έναν σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα εφάμιλλο με αυτόν της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία έχει καταγράψει σημαντικές νίκες το τελευταίο διάστημα σε Γερμανία, Ιταλία, Νορβηγία, ενώ παράλληλα πρέπει να διεισδύσει στον χώρο που άλλοτε κυριαρχούσε το κραταιό ΠΑΣΟΚ, τον χώρο του Κέντρου.
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής έχασε μέσα σε περίπου μια δεκαετία 2.000.000 ψηφοφόρους, οι οποίοι προφανώς δεν «εξαφανίστηκαν», αλλά έχουν επιλέξει είτε να ψηφίσουν είτε και να μετακινηθούν οργανωτικά σε ένα από τα δύο κόμματα του σημερινού διπόλου, δηλαδή στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ποιοι λοιπόν από τους έξι υποψήφιους έχουν τη δυναμική να «επαναπατρίσουν» ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων που εγκατέλειψαν την Κεντροαριστέρα τα τελευταία χρόνια, φέρνοντας έναν αέρα ανανέωσης και προοπτικής, μακριά από συνθήματα, πρακτικές τσιτάτα του παρελθόντος, ενώ συνάμα διαθέτουν πολιτική εμπειρία; Δύο εκ των υποψηφίων έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά: ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Παύλος Γερουλάνος.
Από την μία, η υποψηφιότητα του Νίκου Ανδρουλάκη έχει όλα τα χαρακτηριστικά που αποζητά ο χώρος του Κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας. Είναι ευρωπαϊστής, με μεγάλη εμπειρία πλέον σε αυτό που ονομάζεται «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» λόγω της θητείας του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με αναφορές σε πολιτικές και θέσεις που παραπέμπουν στο αναγεννημένο γερμανικό SPD του Όλαφ Σολτς. Επιπλέον, δεν χαρακτηρίζεται από πολιτική φθορά, ενώ ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών προέρχεται από τη νέα γενιά, κοινό το οποίο συνολικά το Κίνημα Αλλαγής δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να προσελκύσει μαζικά.
Από την άλλη, ο Παύλος Γερουλάνος είναι ένας πολιτικός με ήπιο ύφος, αλλά και ήθος. Από το 2012 και μετά που βρίσκεται εκτός Κοινοβουλίου και υπουργικών σχημάτων, έχει επιλέξει να παρεμβαίνει επιλεκτικά, ενώ ουδέποτε επιδίωξε να διεκδικήσει κομματικές θέσεις ή να ανταλλάξει τις όποιες διαφωνίες του με κομματικά οφίτσια. Οι ιδεολογικές του αναφορές είναι αμιγώς σοσιαλιστικές, κάτι που σημαίνει πως μια ενδεχόμενη εκλογή του θα προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα στον χώρο που βρίσκεται στα αριστερά του ΚΙΝΑΛ, ενώ ουκ ολίγες φορές έχει καταφερθεί εναντίον της κυβέρνησης της ΝΔ για τις πολιτικές της επιλογές.
Από εκεί και πέρα, αν εξαιρέσουμε την υποψηφιότητα του Παύλου Χρηστίδη που προέρχεται από τη νέα γενιά μεν, αλλά δεν διαθέτει κοινοβουλευτική εμπειρία δε, βλέπουμε υποψηφιότητες προερχόμενες από το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, από μια εποχή που έχει παρέλθει. Προσωπικότητες που έχουν δοκιμαστεί, έχουν προσφέρει και δεν έχουν να επιδείξουν κάτι καινούργιο, κάτι που θα μπορούσε να συγκινήσει τις παλαιές μάζες του χώρου του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Στη νέα εκλογική διαδικασία στο ΚΙΝΑΛ, το ζητούμενο δεν είναι να δούμε ποιος υποψήφιος διαθέτει τον ισχυρότερο μηχανισμό μέσα στα στενά πλαίσια ενός κόμματος του 6-8%, αλλά να αναδειχθεί μια ηγεσία που θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Και για να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά, ο νέος πρόεδρος πρέπει να αποτελεί έμπνευση για το μέλλον και όχι απλά μια νοσταλγία για το παρελθόν.