Η ασύγκριτη ποδοσφαιρική του «μαγεία», σε συνδυασμό με την απέχθεια που ένιωθε για τους ισχυρούς του κόσμου, μετέτρεψαν τον Μαραντόνα από έναν «θεό» της μπάλας, σε «Άγιο» των φτωχών.
Στις 25 Νοεμβρίου 2020, όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο πλανήτης βυθίστηκε σε ένα πρωτόγνωρο πένθος. Οι απώλειες σπουδαίων αθλητών και καλλιτεχνών, είναι λογικό να προκαλούν τέτοια συναισθήματα σε όσους τους θαύμασαν στα γήπεδα, στα θέατρα ή στους κινηματογράφους.
Ο θρήνος που συνόδευσε την απώλεια του Μαραντόνα και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δεν είχαν προηγούμενο. Επρόκειτο ίσως για τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή που πάτησε στα ποδοσφαιρικά γήπεδα του κόσμου. Η διαφορά του με όλους τους άλλους γίγαντες του αθλήματος ήταν, πως δεν ξεδίπλωσε τις μοναδικές του ικανότητες με τις φανέλες ομάδων-Κολοσσών.
Ο Μαραντόνα κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με την εθνική Αργεντινής, την εποχή που υπήρχαν πολύ πιο σπουδαίες ομάδες, όπως η Δυτική Γερμανία, η Αγγλία και η Γαλλία. Στην Ευρώπη έκανε «θαύματα» με την άσημη Νάπολι, τον φτωχό «κομπάρσο» των πλουσίων ομάδων του ιταλικού Βορρά, τις οποίες και εκθρόνισε.
Όμως, η λατρεία που έτρεφαν προς το πρόσωπο του εκατομμύρια άνθρωποι, δεν ήταν αμιγώς ποδοσφαιρική. Ήταν σαφέστατα και πολιτική. Ο Αργεντίνος «μάγος» του ποδοσφαίρου δεν δίστασε ποτέ να τα βάλει με τις ελίτ και να βρεθεί δημόσια στο πλευρό των καταπιεσμένων, έχοντας βιώσει και ο ίδιος από μικρό παιδί το τι σημαίνει φτώχεια.
Αυτή τη πλευρά του Μαραντόνα, την επαναστατική, την εξηγεί με απλά λόγια ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας, Εντουάρντο Γκαλεάνο.
«Κανένας καταξιωμένος ποδοσφαιριστής δεν είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου. Το έκανε ο πιο διάσημος και δημοφιλής όλων των εποχών, υπερασπιζόμενος τους λιγότερο διάσημους και λιγότερο δημοφιλείς παίκτες».
Η ασύγκριτη ποδοσφαιρική του «μαγεία», σε συνδυασμό με την έμφυτη απέχθεια που ένιωθε για τους ισχυρούς αυτού του κόσμου, μετέτρεψαν τον Μαραντόνα από έναν «θεό» της μπάλας, σε «Άγιο» των φτωχών. Οι αφίσες και οι εικόνες του έβρισκαν πάντα θέση στα σπίτια των φτωχογειτονιών του Μπουένος Άιρες, της Νάπολη και σε κάθε γωνία του πλανήτη που υπήρχαν άνθρωποι που λάτρευαν το παιχνίδι.
Ήταν, όμως, ο Μαραντόνα στη πραγματικότητα «Άγιος»; Σε καμία περίπτωση. Ήταν άνθρωπος και μάλιστα με απίστευτα πάθη. Τον τίτλο του «Αγίου» για τον εαυτό του, τον απεχθάνονταν και ο ίδιος. Πιθανότατα, αυτή η «θνητή» του πλευρά, να έπαιξε ρόλο στη γιγάντωση του μύθου του.
«Τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα τον λάτρευαν όχι μόνο για τα υπέροχα ακροβατικά του, αλλά και γιατί ήταν ένας τρωτός θεός, αμαρτωλός, ο πιο ανθρώπινος των θεών. Μπορούσες εύκολα να αναγνωρίσεις στο πρόσωπό του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες συρρικνωμένες, ή τουλάχιστον τις αρσενικές αδυναμίες: ήταν γυναικάς, κοιλιόδουλος, πότης, απατεώνας, ψεύτης, φανφαρόνος, ανεύθυνος», εξηγεί και πάλι ο Εντ.Γκαλεάνο.
Μπορεί ο Μαραντόνα να μην είχε κάποια ώριμη πολιτική σκέψη ή ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητα, όμως, διέθετε το έμφυτο μίσος για τη τάξη των καταπιεστών που τον οδήγησε στο να διαλέξει «στρατόπεδο». Θα ήταν πάντα με τους «κολασμένους» αυτής της Γης και ποτέ με εκείνους που προκαλούν τη «κόλαση». Στο πλευρό του Φιντέλ Κάστρο και αργότερα του Ούγκο Τσάβες και του Έβο Μοράλες. Απέναντι στον Τζορτς Μπους, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ.
Η σχέση ζωής με τον Φιντέλ Κάστρο
Η ύπαρξη της Σοσιαλιστικής Κούβας, λίγα μόλις μίλια από τις ακτές των ΗΠΑ, ήταν και συνεχίζει να παραμένει ένα «καρφί» στα πλευρά της υπερδύναμης. Εξήντα χρόνια τώρα, έχουν επιβάλλει ένα δολοφονικό εμπάργκο εναντίον του νησιού της Καραϊβικής, ενώ επί δεκαετίας προσπαθούν να ανατρέψουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη Σοσιαλιστική εξουσία.
Έτσι, η απόφαση του Μαραντόνα να επισκεφτεί την Κούβα και να συναντηθεί με τον ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, Φιντέλ Κάστρο, λίγους μόλις μήνες μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς όλες τις πλευρές. Ήταν η απαρχή μίας βαθιάς και αληθινής φιλίας. Πέθαναν την ίδια ημέρα, με τέσσερα χρόνια διαφορά. Ήταν και αυτό ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας που τους ένωνε.
Οι δυο τους μίλησαν για ολόκληρες ώρες για την Κούβα, την επανάσταση, την κατάσταση στη Λατινική Αμερική και τον ιμπεριαλισμό. Μα κυρίως για τον Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, τον μεγάλο αργεντίνο επαναστάτη, τον «μοναδικό εθνικό ήρωα» που έχει δηλώσει ότι αναγνωρίζει ο Ντιέγκο.
Ο «Τσε» θα γίνει τατουάζ στο μπράτσο του. «Ήταν μια πρόκληση. Ένα συναίσθημα. Θέλησα να πω ότι αυτός δεν ήταν τρομοκράτης, όπως λένε στην πατρίδα μου. Εκεί λένε ότι είναι τρομοκράτης, εξαιτίας των ιδεών του. (…) Μη με κοροϊδεύετε. Οι τρομοκράτες είναι άλλοι. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί που σήμερα έχουν τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, που έχουν κλιματισμό, που τρώνε και πίνουν κάθε μέρα ό,τι θέλουν», είπε για το τατουάζ του. Αργότερα, στο αριστερό του πόδι θα προστεθεί και η εικόνα του Φιντέλ.
Η σχέση του Μαραντόνα με τον Κάστρο έγινε ακόμα πιο στενή το 2000. Όταν ο 40χρονος -τότε- πρώην «μάγος» του ποδοσφαίρου έπρεπε οπωσδήποτε να ξεπεράσει τον εθισμό του στα ναρκωτικά. Όταν όλοι του έκλειναν τις πόρτες, η μικρή Κούβα ήταν αυτή που τον καλοδέχθηκε.
«Η Κούβα μού άνοιξε τις πόρτες της, όταν οι κλινικές στην Αργεντινή μού τις έκλειναν κατάμουτρα διότι δεν ήθελαν να κατηγορηθούν για τον θάνατο του Μαραντόνα», είπε λίγο αργότερα ο Ντιέγκο. Ξεκινώντας από τα μέσα του 2001, όταν πραγματοποιήθηκε το πρώτο στάδιο της θεραπείας σε ειδική κλινική στην Αβάνα και ανά διαστήματα μέχρι το 2005, ο Μαραντόνα επισκέφθηκε τρεις φορές την Κούβα προκειμένου να λάβει ιατρικές υπηρεσίες.
Όταν πέθανε ο Κάστρο, ο Ντιέγκο τον αποχαιρέτησε με σπαραγμό, με ένα συγκλονιστικό γράμμα που έδωσε στη δημοσιότητα, αποκαλώντας τον «δεύτερο πατέρα» και δηλώνοντας την οδύνη του για τον χαμό του. Όπως, άλλωστε, είχε πει «το ότι ζω οφείλεται στον Φιντέλ και τον Θεό».
Με τους «Μπολιβοριανούς»
Τη δεκαετία του 2000, άνοιξε ένας νέος δρόμος για τους λαούς ορισμένων χωρών της Λατινικής Αμερικής, με τη λεγόμενη «Μπολιβοριανή Επανάσταση». Μία σειρά από αριστερούς Σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, κέρδισαν τις εκλογές στις χώρες τους, έχοντας ένα πρόγραμμα κρατικοποιήσεων, ενίσχυσης των φτωχών που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και με σαφή αντιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Πρώτος και καλύτερος σε αυτή τη λίστα των λατινοαμερικάνων ηγετών, ήταν στη Βενεζουέλα ο Ούγκο Τσάβες. Στάθηκε ανοιχτά στο πλευρό του, χωρίς «ναι μεν, αλλά», δηλώνοντας «τσαβίστας». Όταν συνάντησε στις αρχές τις δεκαετίας του 2000 τον ηγέτη της Βενεζουέλας, ο Μαραντόνα θα δήλωνε: «Ήρθα να συναντήσω έναν σπουδαίο άνθρωπο και εν τέλει συνάντησα έναν γίγαντα».
Έκτοτε θα βρεθεί πολλές φορές στο πλευρό του. Και ο Τσάβες, με τη σειρά του, ανταποδίδει την αποθέωση του Ντιέγκο, φωνάζοντας σε ανοιχτή πολιτική συγκέντρωση «Ζήτω ο σοσιαλισμός, ζήτω η πατρίδα, ζήτω ο αθλητισμός, ζήτω ο Μαραντόνα».
Ο θάνατος του Τσάβες, δεν κλόνισε τη πίστη του στη «Μπολιβοριανή Επανάσταση». Στήριξε τον διάδοχο του Νίκολας Μαδούρο, σε κάθε ξενοκίνητη προσπάθεια ανατροπής του, ακόμα και όταν βρίσκονταν στο «μάτι» ολόκληρου του πλανήτη.
Παράλληλα, ήταν φίλος και οπαδός του ηγέτη της Βολιβίας, Έβο Μοράλες, αλλά και του αρχηγού των Σαντινίστας, Ντάνιελ Ορτέγα στη Νικαράγουα.
Αντιμπεριαλιστής
Η Σοσιαλιστική Κούβα και η «Μπολιβοριανές Επαναστάσεις» σε Βενεζουέλα και Βολιβία, εξόργιζαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, ήταν λογικό και ο Μαραντονά να εκφράζει δημόσια την απέχθεια του προς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
«Όταν όλοι υπερασπίζονται τις ΗΠΑ, εγώ υπερασπίζομαι την Κούβα. Δεν με νοιάζει αν αυτό προκαλεί. Θα ήταν πολύ εύκολο να υποστηρίξω τους Αμερικανούς» είχε πει μεταξύ άλλων στο ντοκιμαντέρ του Εμίρ Κουστουρίτσα, «Μαραντόνα».
Επιτέθηκε στον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, χαρακτηρίζοντας τον «σκουπίδι», αλλά και κατά του Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο και αποκάλεσε «καρτούν». Φυσικά, στον τελευταίο τα «έσυρε» και για τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της Βενεζουέλας που επιχείρησε, οι οποίες έφτασαν ακόμα και στα πρόθυρα της εκδήλωσης πραξικοπήματος σε βάρος του Μαδούρο, αλλά και για την επιστροφή του σκληρού εμπάργκο σε βάρος της Κούβας.
«Οι σερίφηδες του πλανήτη είναι αυτοί οι Αμερικανοί που πιστεύουν ότι μπορούν να μας ποδοπατούν επειδή έχουν την πιο ισχυρή βόμβα στον κόσμο. Όχι, όχι. Αυτός ο τύραννος πρόεδρος εμάς δεν μπορεί να μας αγοράσει», είχε πει.
Την ίδια στιγμή, στάθηκε πολλές φορές στο πλευρό του Παλαιστινιακού λαού, καταδικάζοντας την πολιτική του Ισραήλ.
Εναντίον του Βατικανού
Το 2000, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ΙΙ, θα συναντούσε τον Μαραντόνα. Μόνο που η επίσκεψη δεν πήγε όσο καλά θα υπολόγιζαν οι άνθρωποι του Βατικανού.
Αποχωρώντας από τη συνάντηση, ο Ντιέγκο θα πει: «Περίμενα να βρω αγίους και είδα χρυσά ταβάνια, χρυσούς πολυελαίους και κουρτίνες. Και μετά άκουσα τον Πάπα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχούσε για τα φτωχά παιδιά. Τότε πούλα τις στέγες φίλε, κάνε κάτι!»
Οι επιθέσεις του Μαραντόνα εναντίον του πιο αμφιλεγόμενου Πάπα της σύγχρονης ιστορίας, θα συνεχίζονταν και μερικούς μήνες αργότερα, όταν σε τηλεοπτική του συνέντευξη θα τον χαρακτήριζε «που___γιο».
Τον είχαν στο μάτι
Όπως γράφτηκε και παραπάνω, ο Μαραντόνα έτρεφε αυτό το μίσος εναντίον των ισχυρών της Γης. Και δεν είχε κανένα πρόβλημα να το δείξει. Είχε ταραγμένες σχέσεις ακόμα και με την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA).
Αν απλά δεν άνοιγε το στόμα του και αρκούνταν μονάχα στα ποδοσφαιρικά του επιτεύγματα, τότε, ενδεχομένως, να είχε κερδίσει ακόμα περισσότερα χρήματα από αυτά που είχε ήδη βγάλει. Μπορεί να περπατούσε στα «κόκκινα χαλιά» της παγκόσμιας άρχουσας τάξης.
Όμως, αυτή η αντιφατική προσωπικότητα, προτιμούσε να καπνίσει ένα πούρο με τον Φιντέλ Κάστρο και πιει ρούμι με τον Ούγκο Τσάβες. Όπως έγραψε και ο Εντουάρντο Γκαλεάνο «Ο μηχανισμός της εξουσίας τον είχε στο μάτι. Αυτός τους τα έσουρνε έξω από τα δόντια· αυτή η συμπεριφορά έχει το τίμημά της, η τιμή πληρώνεται τοις μετρητοίς και χωρίς έκπτωση».