ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ
ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΥΠ. ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «MOG» ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Εκφράζουμε την έντονη διαμαρτυρία μας για τη διαδικτυακή ημερίδα με θέμα: «Το MOG ως αντικείμενο μελέτης: Ιστοριογραφία, Τραυματική Μνήμη, Δημόσια Ιστορία, Ιστορική Εκπαίδευση», την οποία διοργανώνουν το Εργαστήριο Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και το χρηματοδοτούμενο από το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών πρόγραμμα MOG («Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα») του Freie Universität Berlin. Το εν λόγω πρόγραμμα έχει επανειλημμένως καταγγελθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών περιόδου 1940-1945, την Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, την Πανελλήνια Οργάνωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Ενώσεις Θυμάτων Γερμανικής Κατοχής και σημαντικές προσωπικότητες της επιστημονικής και κοινωνικής ζωής, ενώ έχει απασχολήσει τη Βουλή των Ελλήνων μέσα από επικριτικές προς το πρόγραμμα ερωτήσεις και άλλες παρεμβάσεις βουλευτών, τουλάχιστον, τεσσάρων πολιτικών κομμάτων.
Σύμφωνα με την πρόσκληση της ημερίδας, σκοπός της είναι «η επιστημονική αποτίμηση, επιβεβαιωτική ή κριτική, της εγκυρότητας και της λειτουργικότητας του εκπαιδευτικού προγράμματος «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα» (MOG) του Freie Universität Berlin και ειδικότερα, οι επιστημολογικές, ιστοριογραφικές, διδακτικές παιδαγωγικές παραδοχές και παράμετροί του, με γνώμονα την ενδεχόμενη εφαρμογή του στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα». Όμως, όπως επανειλημμένα έχουν επισημάνει τόσο το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα όσο και γνωστοί ιστορικοί και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι οι πρωτοβουλίες αυτές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπηρετούν την προκλητικά αδιάλλακτη στάση του γερμανικού κράτους απέναντι στις νόμιμες, απαράγραπτες και ισχυρά τεκμηριωμένες ελληνικές αξιώσεις για τα ανείπωτα δεινά που υπέστη η χώρα μας και ο λαός της από το Γ΄ Ράιχ και τους φασίστες συμμάχους του, όπως αυτές εκφράστηκαν με την ιστορική απόφαση της Βουλής (17.4.2019), τις Ρηματικές Διακοινώσεις της Ελληνικής προς τη Γερμανική Κυβέρνηση (1966, 1995, 2019, 2020) και την παρέμβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη δίκη μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας για την υπόθεση του Διστόμου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (2011). Αυτό φαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι τα «εκπαιδευτικά» αυτά προγράμματα και άλλες πρωτοβουλίες διείσδυσης στην ελληνική νεολαία χρηματοδοτούνται από το γερμανικό κράτος και, μάλιστα, από το (γερμανικό) Υπουργείο Εξωτερικών!..
Υπενθυμίζουμε ότι η ημερίδα αυτή λαμβάνει χώρα την ώρα που η Γερμανία, καταπατώντας την ίδια της την υπογραφή στη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953 και, με τη διαχρονική ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων, επιχειρεί να αποδράσει από την ηθική και οικονομική ομηρεία του ναζιστικού παρελθόντος με στρατηγικές που απωθούν, εξασθενίζουν ή ακόμη και «εκκαθαρίζουν σιωπηλά» τις φρικιαστικές μνήμες του πολέμου, ώστε να απεκδυθεί της ευθύνης της για την ηθική και υλική αποκατάσταση του ελληνικού λαού, που υπέφερε και μάτωσε από το Γ’ Ράιχ όσο ελάχιστοι λαοί.
Στη προσπάθεια αυτή των γερμανικών κυβερνήσεων να σωφρονίσουν τις «μη ορθές πολιτικά» μνήμες από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε να αποφύγουν τις πρακτικές επιπτώσεις των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που προκάλεσε το Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, εντάσσεται και η παραπλανητική, κατά τη γνώμη μας, δραστηριότητα διαφόρων ιδρυμάτων «διαχείρισης της μνήμης» (sic), που, ενώ αναγνωρίζουν την ανάγκη να διδαχθεί η σύγχρονη Γερμανία από τα εγκλήματα των ναζί, θεωρούν πως, τάχα, είναι πλέον «πολύ αργά» για την υλική αποκατάσταση των θυμάτων τους και ότι «με τις αποζημιώσεις θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας»! Αυτό το νόημα έχει επί της ουσίας η δήλωση του εκπροσώπου του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών Ράινερ Μπρόιλ στις 4.6.2019, αμέσως μετά την επίδοση της ελληνικής ρηματικής διακοίνωσης, σύμφωνα με την οποία αν και το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων έχει κλείσει, αυτό «δεν αποκλείει το να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, προκειμένου να δημιουργήσουμε μια κοινή “κουλτούρα αναμνήσεων” ώστε να συντελεστούν εμφανή δείγματα συμφιλίωσης». Πρόκειται για μία ξεκάθαρη και κυνική ομολογία της γερμανικής κυβέρνησης για το ρόλο και τον χαρακτήρα των πρωτοβουλιών ψευδεπίγραφης «συμφιλίωσης» χωρίς δικαιοσύνη!
Συστατικό, επίσης, στοιχείο όλης αυτής της επιχείρησης «ανώδυνης για την Ο.Δ.Γ. επεξεργασίας της μνήμης» είναι ότι στηρίζεται σε επιλεκτικά, αντιφατικά, αποσπασματικά, μεροληπτικά και χωρίς συνοχή ιστορικά «σενάρια» ώστε να χαθεί η συνολική εικόνα μέσα στα επιμέρους. Το ακόμα πιο επίφοβο είναι ότι τα προγράμματα αυτά επιχειρούν μεθοδευμένα να καταστήσουν τους μαθητές συμπαραγωγούς της διαστρέβλωσης της Ιστορίας, δια της «κατασκευής» από τους ίδιους υποτιθέμενων δικών τους «σεναρίων», χωρίς τον γνωστικό έλεγχο αποδεκτών από την επιστημονική κοινότητα ιστορικών εργασιών, αλλά μόνο με βάση τις προσαρμοσμένες στα σενάρια αυτά «υποδείξεις» των εν λόγω προγραμμάτων. Γι’ αυτό και έχει δημιουργηθεί ένα σώμα όψιμων ιστορικών «μαρτυριών», το οποίο επικαλείται τεχνικές της προφορικής ιστορίας, χωρίς όμως να αξιοποιεί τις ασφαλιστικές της δικλείδες, ώστε να εξασφαλιστεί στην παραγωγή των μαρτυριών αυτών, εγκυρότητα, αντικειμενικότητα, ευρύτητα και στήριξη στην επιστημονική γνώση της περιόδου. Ο κίνδυνος της απο–ιστορικοποίησης και της αποπολιτικοποίησης είναι περισσότερο από ορατός.
Έχουμε επισημάνει επίσης την υπεροψία και την επιστημονική απερισκεψία, αν όχι υστεροβουλία, του συγκεκριμένου προγράμματος του ‘Freie Universität Berlin’ με την χρηματοδότηση του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη ο πλούσιος όγκος σημαντικών τεκμηρίων, γραπτών και προφορικών ερευνών και μαρτυριών, που έχουν ήδη καταγραφεί στην Ελλάδα από το 1945 μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για ντοκουμέντα του ελληνικού και του γερμανικού κράτους αλλά και για «βιωματικές εμπειρίες και αφηγήσεις» θυμάτων και αγωνιστών σε όλες τις Περιφέρειες και στην κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπως επίσης και για επιστημονικές μελέτες από ιστορικούς, οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και αρχαιολόγους της μεταπολεμικής γενιάς της Ελλάδας. Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα γιατί δεν αξιοποιήθηκε όλο αυτό το ιστορικό κεκτημένο στο πλαίσιο των Σχολικών Προγραμμάτων Σπουδών με ελληνική κρατική χρηματοδότηση, αλλά βρέθηκε η επιλήψιμη γερμανική «λύση»; Και μάλιστα, όταν «όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, βλέποντας τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη Γερμανία, η γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστη στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα», όπως παραδέχεται ο επικεφαλής του MOG, καθηγητής Νίκος Αποστολόπουλος, σε συνέντευξή του στη Deutsche Welle.
Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην πρόσκληση, «η ημερίδα αποβλέπει στη διεργασία της τραυματικής μνήμης της περιόδου της Κατοχής και στην προώθηση του γνωστικού κεφαλαίου για τον αγώνα του ελληνικού λαού όπως και για τις ηθικές και οικονομικές οφειλές της Γερμανίας, παράγοντες που διαδραματίζουν καθοριστική σημασία για την απονομή ιστορικής δικαιοσύνης, χωρίς την οποία δεν είναι εφικτή η συμφιλίωση». Υπενθυμίζουμε, όμως, ότι το ζήτημα της «απονομής ιστορικής δικαιοσύνης, χωρίς την οποία δεν είναι εφικτή η συμφιλίωση», όπως ομολογούν οι διοργανωτές της ημερίδας, ήρθε ξανά στο προσκήνιο μετά και τις τελευταίες αποφάσεις των ιταλικών δικαστηρίων που δικαιώνουν τα θύματα του Γ’ Ράιχ και υποχρεώνουν το γερμανικό κράτος να τα αποζημιώσει, έστω κι αν αυτό προσπαθεί να οχυρωθεί πίσω από τη διαβόητη «ετεροδικία». Γι’ αυτό και η ακαδημαϊκή κοινότητα, πλην των ελάχιστων πρόθυμων να εξυπηρετήσουν αυτά τα σχέδια, δεν πρέπει να προσφέρει κανένα άλλοθι «επεξεργασμένης μνήμης» σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η Ελληνική Δημοκρατία, μετά την απόρριψη όλων των ελληνικών ρηματικών διακοινώσεων από τη γερμανική κυβέρνηση, οφείλει να προσφύγει, χωρίς άλλη καθυστέρηση, στα αρμόδια διεθνή δικαιοδοτικά όργανα προκειμένου να διεκδικήσει τις απαράγραπτες αξιώσεις μας, υλοποιώντας την ιστορική απόφαση της ολομέλειας της Βουλής στις 17/4/2019. Ταυτόχρονα οφείλει να άρει όλα τα απαράδεκτα εσωτερικά νομικά εμπόδια που καταργούν τη διάκριση των εξουσιών και στερούν τα θύματα από το δικαίωμά της προσφυγής στο φυσικό τους δικαστή! Και, φυσικά, η ελληνική κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψει στη γερμανική κυβέρνηση να θέσει υπό τον έλεγχό της την Ιστορία της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα.
Όσο δεν αποδίδεται Δικαιοσύνη για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όσο δεν τιμωρούνται οι θύτες και δεν αποζημιώνονται τα θύματα, ανοίγει ο δρόμος για την επανάληψη αυτών των εγκλημάτων. Ο αγώνας για Μνήμη και Δικαιοσύνη ενώνει τον ελληνικό λαό και λειτουργεί ως γέφυρα Ειρήνης, πραγματικής Φιλίας και Δημοκρατίας μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού λαού αλλά και όλων των λαών της Ευρώπης.