Σε μια εξαιρετικά σημαντική μέρα έχει εξελιχθεί η 8η Νοεμβρίου για τις ΗΠΑ, καθώς σήμερα διεξάγονται οι ενδιάμεσες εκλογές, που για πρώτη φορά θα επηρεάσουν και την εξωτερική αμερικανική πολιτική σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Στο επικρατέστερο σενάριο, οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι κατέχουν την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, φέρονται να χάνουν την πρωτοκαθεδρία στη Βουλή των Αντιπροσώπων (που αριθμεί 435 έδρες), ενώ μάχη στήθος με στήθος αναμένεται να δοθεί σε μια σειρά από αμφίρροπες πολιτείες, στις οποίες θα κριθούν οριστικά οι νέοι συσχετισμοί στη Γερουσία. Αν το «κόκκινο» τσουνάμι διαμαρτυρίας για τον πληθωρισμό, την εγκληματικότητα και το μεταναστευτικό κορυφωθεί, οι Ρεπουμπλικάνοι θα επικρατήσουν και στα δύο σώματα, εμφανίζοντας, μάλιστα, ανοδική τάση τις τελευταίες ημέρες, ενώ ισχνό φαντάζει το ενδεχόμενο οι Δημοκρατικοί να εξασφαλίσουν μια διετή παράταση της πλειοψηφίας των σωμάτων, διατηρώντας, δηλαδή τον έλεγχο αμφότερων, όπως ισχύει σήμερα.
Η «αντεπίθεση» των Ρεπουμπλικάνων
Όλα δείχνουν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι ετοιμάζονται να έχουν ένα θετικό αποτέλεσμα ιδίως στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου τα προγνωστικά δείχνουν ότι θα μπορέσουν να πάρουν την πλειοψηφία. Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στη Γερουσία όπου όλοι συμφωνούν ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα το αποτέλεσμα.
Σε κυβερνητικό επίπεδο, σε αυτές τις εκλογές θα εκλεγούν 36 κυβερνήτες. Σε ορισμένες Πολιτείες αναμένονται αλλαγές: η Μασαχουσέτη και το Μέριλαντ αναμένεται να επιστρέψουν στους Δημοκρατικούς. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν αρκετές πιθανότητες να κερδίσουν τη Νεβάδα, το Γουισκόνσιν και ίσως το Όρεγκον, σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Μίσιγκαν και την Πενσυλβανία οι υποψήφιοί τους ήταν μάλλον αδύναμοι. Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικάνοι θα έχουν και θετικά αποτελέσματα: ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις αναμένεται να έχει μια άνετη νίκη, την ώρα που θεωρείται και πιθανώς υποψήφιος για την προεδρία. Και, όπως όλα δείχνουν, οι Ρεπουμπλικάνοι θα επανεκλέξουν τους κυβερνήτες στο Τέξας και την Τζόρτζια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι πλάι στους 36 κυβερνήτες θα γίνει και εκλογή 27 secretaries of State. Το αξίωμα αυτό, ισοδύναμο ενός Πολιτειακού «υπουργού Εσωτερικών» έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτοί οι αξιωματούχοι έχουν την ευθύνη για την επικύρωση των εκλογών. Εάν εκεί εκλεγούν «αρνητές» (deniers), δηλαδή με απόψεις κοντινές σε αυτές του Ντόναλντ Τραμπ, τότε αυτό θα παίξει ρόλο εάν έχουμε μια μάχη Τραμπ – Μπάιντεν το 2024 και ο Τραμπ δοκιμάσει πάλι μια γραμμή αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων.
Παράλληλα, έχουν σημασία και οι εκλογές που γίνονται για τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Για παράδειγμα, στο Γουισκόνσιν, μια πολιτεία με Δημοκρατικό κυβερνήτη και που έχει ψηφίσει τους Δημοκρατικούς σε προεδρικές εκλογές, οι Ρεπουμπλικάνοι είναι αρκετά κοντά στο να αποκτήσουν στην πολιτειακή Βουλή και την Πολιτειακή Γερουσία πλειοψηφίες δύο τρίτων που σημαίνει ότι θα μπορούν να ξεπεράσουν τυχόν βέτο του κυβερνήτη, σε περίπτωση που δεν εκλεγεί ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων, Τιμ Μίτσελς.
Τον τελευταίο καιρό, τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία, καθώς μπορούν να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις σε ζητήματα όπως είναι οι αμβλώσεις, η οπλοκατοχή και βεβαίως τα εκλογικά δικαιώματα.
Η στάση του Μπάιντεν
Σε μια προσπάθεια να κινητοποιήσει τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, ο Τζο Μπάιντεν έχει παρουσιάσει τις εκλογές της 8η Νοεμβρίου ως μια μάχη για τη Δημοκρατία. Αφορμή ήταν το πρόσφατο περιστατικό της επίθεσης στην οικία της Πρόεδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, που οδήγησε στον σοβαρό τραυματισμό του συζύγου της, και η οποία επίθεση αποδόθηκε ακριβώς στο τοξικό κλίμα που διαμόρφωσε η αμφισβήτηση από τον Ντόναλντ Τραμπ του αποτελέσματος των εκλογών του 2020, αμφισβήτηση που οδήγησε και στα πρωτοφανή έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου 2021.
Ο Μπάιντεν κάλεσε τους ψηφοφόρους να εκλέξουν αυτούς που δεν θα αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα των εκλογών και που θα υπερασπιστούν τη Δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι μια ανατροπή του συσχετισμού ουσιαστικά θα ευνοήσει τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, παρά την απήχηση που έχουν τόσο τα ζητήματα δημοκρατίας, όπως και τα ζητήματα της υπεράσπισης των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, αυτό δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη βαρύτητα που έχει η ανησυχία των ψηφοφόρων για τις εκλογές.
Η «σκιά» του Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι υποψήφιος σε κάποια εκλογική μάχη σε αυτές τις εκλογές. Δεν έχει καν ανακοινώσει επισήμως ότι θα είναι υποψήφιος το 2024. Ωστόσο, η σκιά του είναι βαριά. Άλλωστε, παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματός του, που σε ποσοστό 64% ζητούν ο τέως Πρόεδρος να συνεχίσει να έχει σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της κατεύθυνσης της παράταξης.
Και ένας μεγάλος αριθμός των Ρεπουμπλικάνων που διεκδικούν κάποιου είδους ομοσπονδιακό ή Πολιτειακό αξίωμα σε αυτές τις εκλογές είναι οπαδοί του. Σύμφωνα με μια μέτρηση ανάμεσα στους 552 υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων, που διεκδικούν στις 8 Νοεμβρίου να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα, οι 199 αρνούνται τη νομιμοποίηση των εκλογών του 2020 και ασπάζονται το αφήγημα του Τραμπ.
Ωστόσο, αρκετοί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ανησυχούν μήπως και ορισμένες επιλογές υποψηφίων που είχαν μεγάλη υποστήριξη από τον Τραμπ στο τέλος κάνουν μεγαλύτερη ζημιά, π.χ. το πρώην αστέρι του ποδοσφαίρου Χέρσελ Γουόκερ στην Πολιτεία της Τζόρτζια που μάλλον δεν θα καταφέρει να πετύχει την ανατροπή.
Ο Τραμπ στις ομιλίες του έχει ανεβάσει τον τόνο σε σχέση με ενδεχόμενη υποψηφιότητά του και υπάρχουν πληροφορίες ότι ιδίως εάν οι Ρεπουμπλικάνοι τα πάνε καλά στις ενδιάμεσες εκλογές, θα ανακοινώσει μέσα στον Νοέμβριο την υποψηφιότητά του.
Τι είναι οι ενδιάμεσες εκλογές
Στις ενδιάμεσες εκλογές ορίζεται το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων (η θητεία εκεί είναι διετής) και το ένα τρίτο της Γερουσίας (οι γερουσιαστές εκλέγονται για εξαετή θητεία). Πάντα συμπίπτουν με τις εκλογές που ορίζουν τους κυβερνήτες των πολιτειών, αλλά και με τις εκλογές για τα Πολιτειακά νομοθετικά σώματα.
Το βασικό επίδικο των εκλογών για τη Βουλή και τη Γερουσία, που συναποτελούν το Κογκρέσο των ΗΠΑ, είναι ο έλεγχος ουσιαστικά της νομοθετικής διαδικασίας. Οι προτάσεις νόμων ξεκινούν πρώτα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και στη συνέχεια συζητιούνται και επικυρώνονται από τη Γερουσία, πριν πάρουν την υπογραφή του προέδρου και γίνουν νόμοι.
Τα δύο σώματα έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγεται από έναν αριθμό στενών μονοεδρικών περιφερειών που κατανέμονται ανάλογα με τον πληθυσμό. Σε αυτές τις εκλογές εκτιμάται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν έως και τρεις έδρες από τη γεωγραφική ανακατανομή των βουλευτικών εδρών.
Από την άλλη, η Γερουσία αποτελείται από δύο γερουσιαστές ανά Πολιτεία, που εκλέγονται για εξαετή θητεία, ανεξαρτήτως του πληθυσμού της. Αυτό εξηγεί και γιατί μπορούμε να δούμε διαφορετικές τάσεις ως προς τα αποτελέσματα στα δύο σώματα.