Μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826) και τις επιτυχίες του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα, φαινόταν ότι η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά να αποτύχει. Με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, σχηματίστηκε η «Διοικητική Επιτροπή», εντεκαμελές σώμα που επωμίσθηκε την «ολικήν διακυβέρνησιν της Ελλάδος», με επικεφαλής τον Ανδρέα Ζαΐμη.
Την ίδια περίοδο, ο Γ. Καραϊσκάκης, μετά από συνεννόηση με τον Κολοκοτρώνη, ζητά να ηγηθεί εκστρατείας εναντίον του Κιουταχή. Ο Ζαΐμης, είχε υποστεί μεγάλη προσβολή από τον Καραϊσκάκη, όταν κατά τον εμφύλιο, οι άνδρες του «γιου της καλόγριας» μπήκαν στο αρχοντικό του στην Κερπινή των Καλαβρύτων και κρέμασαν τα εσώρουχα της συζύγου του στις κάννες των τουφεκιών τους, περιφέροντάς τα ως τρόπαια… Ωστόσο o Ζαΐμης που ήταν καλοκάγαθος χαρακτήρας, πείστηκε να δεχτεί την ανάθεση της αρχιστρατηγίας της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη. Έτσι, όταν ο Καραϊσκάκης κλήθηκε στο Μπούρτζι του Ναυπλίου, έδρα της «Διοικητικής Επιτροπής», άκουσε, μάλλον έκπληκτος, ότι του ανατίθεται η αρχιστρατηγία της Ρούμελης και τον Α. Ζαΐμη να του λέει: «Η πατρίς από μας γυρεύει σήμερα να μονοιάσουμε».
Ο Καραϊσκάκης αγκάλιασε τον Ζαΐμη, βαθιά συγκινημένος. Ο Υδραίος πλοιοκτήτης Βασίλης Βουδούρης (ή Μπουντούρης), που ήταν παρών, είπε: «Καραϊσκάκη, δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα το χρέος προς την πατρίδα, ο Θεός να σε φωτίσει να το κάνεις από δω κι εμπρός».
«Δεν τ’ αρνούμαι! Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι όταν πάλι θέλω γίνομαι διάβολος. Από δω και πέρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος», απάντησε ο Καραϊσκάκης. Κάποιοι ιστορικοί, αμφισβητούν ότι ο Καραϊσκάκης είπε αυτή τη φράση. Το σίγουρο είναι, είτε την είπε είτε όχι, ότι ως τον μυστηριώδη θάνατό του τον επόμενο χρόνο, έγινε άγγελος…
Α. Ζαΐμης
Από το Ναύπλιο ως τη Δόμβραινα
Στις 19 Ιουλίου 1826, ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε από το Ναύπλιο, με λιγότερους άνδρες απ’ όσους είχε όταν έφτασε στην πελοποννησιακή πόλη! Όπως γράφει ο Δ. Αινιάν στα Απομνημονεύματά του, ξεκίνησε με 200 άνδρες «και από αυτούς μερικοί έφυγαν καθ’ οδόν». Όσο για τα υπόλοιπα στρατεύματα; «…ενησχολούντο εις τον σταφιδοπόλεμον», κατά τον Δ. Αινιάν…
Σύντομα όμως, κατόρθωσε να συγκεντρώσει 3.500 άνδρες και να συγκροτήσει στρατόπεδο στην Ελευσίνα. Στις 3 Αυγούστου, ο Κιουταχής με 10.000 άνδρες και 26 πυροβόλα, έφτασε στην Αθήνα από τη Θήβα και ετοιμαζόταν να επιτεθεί κατά της Ακρόπολης. Στις 5 Αυγούστου, ο Καραϊσκάκης στρατοπέδευσε στο Χαϊδάρι και αναχαίτισε εχθρική επίθεση. Στις 8 Αυγούστου, οι ελληνικές δυνάμεις έχασαν πολλούς άνδρες εξαιτίας κακής τακτικής του Γάλλου φιλέλληνα, Φαβιέρου. Από εκείνη τη μέρα, άρχισε έντονη διαφωνία ανάμεσα στον Φαβιέρο και τον Καραϊσκάκη.
Στις 9 Αυγούστου, ο Καραϊσκάκης συναντήθηκε χωρίς να το γνωρίζει από πριν, μετά από πρωτοβουλία του ναυάρχου Δεριγνί, στη γαλλική ναυαρχίδα «Σειρήν», που βρισκόταν στον κόλπο της Ελευσίνας, με τους Κιουταχή και Ομέρ πασά. Αυτοί του πρότειναν να δηλώσει υποταγή με αντάλλαγμα «όλα τα βιλαέτια από την Αθήνα μέχρι την Άρτα». Αυτός όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Αφού έμεινε για λίγο καιρό στην Ελευσίνα, ο Καραϊσκάκης συνειδητοποίησε ότι για να μπορέσει να επικρατήσει, θα πρέπει να αυξήσει τους άνδρες και τους πόρους του στρατεύματός του και να διακόψει κάθε οδό ανεφοδιασμού του Κιουταχή. Έτσι, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης με 1.000 άνδρες θα παρέμενε στο στρατόπεδο της Ελευσίνας για να αναχαιτίζει τις επιδρομές των Τούρκων εναντίον των χωριών τους (Μέγαρα, Περαχώρα, Πίσσα, Κούντουρα, Τομάζι και Βόλια) και να παρενοχλεί τον Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 2.000 πεζών και 64 ιππέων, υπό τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη, θα επιχειρούσε βορειοδυτικά για να εκδιώξει τις τουρκικές φρουρές, να επαναφέρει τα προσκυνημένα χωριά στο ελληνικό «στρατόπεδο» και να αποκόψει τη βασική οδό τροφοδοσίας του Κιουταχή, καταλαμβάνοντας τις Θερμοπύλες.
Ξεκίνησε το πρωινό της 25ης Οκτωβρίου. Πέρασε από τα χωριά Καλύβια Κουντουριώτικα και Κούντουρα και μετά από πορεία 5 ωρών μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, έφτασε στην Κάζα. Στις 27 Οκτωβρίου, έφτασε στη Δόμβραινα όπου συγκρούστηκε με την τοπική τουρκική φρουρά (300 άνδρες περίπου). Όπως έγραφε ο Γερμανός φιλέλληνας Τράιμπερ που ακολουθούσε ως γιατρός τον Καραϊσκάκη: «Οι Τούρκοι διασκεδάζουν πυροβολώντας μας όταν περνάμε κοντά απ’ αυτούς. Οι δικοί μας μπαίνουν στη Δόμπραινα και κάνουν πολλές λεηλασίες. Έχουμε μόνο λίγους τραυματίες και δύο νεκρούς».
Ακολούθησαν επανειλημμένες προσπάθειες των Τούρκων να ανεφοδιάσουν και να ενισχύσουν τους πολιορκημένους στη Δόμβραινα. Τη νύχτα της 3ης Νοεμβρίου, έφτασαν από τη Λιβαδειά 1.500 εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί με επικεφαλής τον Μουσταφά ή Μουστα(φά)μπεη Κιαφεζέζη ο οποίος ήταν «ανήρ ωραίος, μετρίου αναστήματος, ανδρείος, δραστήριος και χριστιανομάχος», όπως γράφει ο Χ. Περραιβός. Οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις του Καραϊσκάκη, δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Αγώνας δρόμου Ελλήνων και Τουρκαλβανών να φτάσουν στην Αράχωβα
Στις 11 Νοεμβρίου σε μάχη κοντά στη Δόμβραινα, σκοτώθηκε ο Γιαννάκης Σουλτάνης, ένας από τους ικανότερους αρχηγούς της φρουράς του Μεσολογγίου. Ο θάνατός του στενοχώρησε πολύ τον Καραϊσκάκη. Στις 14 Νοεμβρίου, ο «γιος της καλόγριας» εγκατέλειψε τη Δόμβραινα καθώς κατάλαβε ότι ήταν ανώφελη η πολιορκία της. Άφησε εκεί 100 άνδρες με επικεφαλής το Νικολό Βαρβιτσιώτη και κατευθύνθηκε προς το Δίστομο όπου έφτασε στις 17 Νοεμβρίου. Εκεί τον περίμεναν πολλοί Σουλιώτες, οι οποίοι αρχικά είχαν αντιδράσει στον ορισμό του ως αρχιστράτηγου.
Ένα ελληνικό σώμα με επικεφαλής τον Μακεδόνα Αγγελή Γάτσο προσέγγισε την Αταλάντη, με σκοπό να χτυπήσει την τουρκική φρουρά που βρισκόταν εκεί. Ωστόσο, το σώμα αυτό διασκορπίστηκε από τον Μπουστάμπεη, ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στη Λιβαδειά. Εκεί, έκπληκτος έμαθε ότι ο Καραϊσκάκης είχε εγκαταλείψει τη Δόμβραινα και βρισκόταν στο Δίστομο. Ξεκίνησε λοιπόν, επικεφαλής 2.000 επίλεκτων Τουρκαλβανών πεζών και 200 ιππέων για να καταλάβει την Αράχωβα, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της γύρω περιοχής.
Αν κατόρθωνε να κυριεύσει την Αράχωβα, θα μπορούσε να βοηθήσει τους πολιορκημένους Τούρκους των Σαλώνων (Άμφισσας) αλλά και να «χτυπήσει» τους Έλληνες στο Δίστομο.
Οι υπόλοιποι επικεφαλής των Τουρκαλβανών, ήταν ο Καριοφίλμπεης, αδελφός του Μουστάμπεη, ο Ελμάζμπεης και ο Κεχαγιάς (προφανώς εδώ γραμματέας), του Κιουταχή.
Οι Τουρκαλβανοί διανυκτέρευσαν στο μοναστήρι της Ιερουσαλήμ (Αγιαρσαλή κατά τους χωρικούς της περιοχής), πάνω από τη Δαύλεια. Ένας διάκονος που γνώριζε αλβανικά, άκουσε τον Μουστάμπεη να λέει ότι την άλλη μέρα θα έφταναν στην Αράχωβα και ενημέρωσε τον ηγούμενο της μονής. Ο ηγούμενος ειδοποίησε τον Καραϊσκάκη με τον μοναχό Παφνούτιο Χαρίτο. Μόλις ο Καραϊσκάκης πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Τουρκαλβανών, κινήθηκε αστραπιαία. Έστειλε τον υπαρχηγό του Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα και τον Γεώργιο Βάγια, με 500 άνδρες, να καταλάβουν την Αράχωβα, να οχυρωθούν στα πιο ψηλά και γερά σπίτια και να εμποδίσουν τη διάβαση των εχθρών. Παράλληλα, τοποθέτησε καραούλια (σκοπιές) σε επίκαιρα σημεία για να τον ειδοποιήσουν για τις κινήσεις των Τουρκαλβανών. Ακόμα, έστειλε ταχυδρόμους στον Γεώργιο Δυοβουνιώτη που βρισκόταν στους Δελφούς και στους πολιορκητές των Σαλώνων, να σπεύσουν στην Αράχωβα. Το σχέδιο του Καραϊσκάκη, ήταν ευφυές. Ήθελε να αποκλείσει τους εχθρούς στην Αράχωβα, χωρίς να τους αφήσει να την καταλάβουν. Σχεδίαζε, να σχηματίσει γύρω τους κλοιό για να τους «χτυπά» απ’ όλες τις μεριές.
Μετά από ένα πραγματικό αγώνα δρόμου, ο Γρίβας με τους άνδρες του κατόρθωσε να φτάσει πρώτος στην Αράχωβα. Κατέλαβε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα πιο οχυρά σπίτια. Σχεδόν ταυτόχρονα, έφτασε και η εμπροσθοφυλακή των Τουρκαλβανών. Αμέσως ξεκίνησαν οι πρώτες συγκρούσεις.
Η μάχη της Αράχωβας
Οι Τουρκαλβανοί κινήθηκαν προς την Αράχωβα από δύο κατευθύνσεις. Το πεζικό, προχώρησε από μια στενή οδό που συνδέει τη μονή της Ιερουσαλήμ με την κωμόπολη. Το ιππικό, προχώρησε μέσα απ’ το Ζεμενό, απ’ όπου διέρχεται η Σχιστή Οδός της αρχαιότητας. Μόλις ο Καραϊσκάκης πληροφορήθηκε την πορεία τους, έστειλε τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο για να τους φράξει τον δρόμο απ’ τα ανατολικά προς το Ζεμενό.
Για 3 ώρες περίπου Έλληνες και Τουρκαλβανοί συγκρούονταν στην Αράχωβα. Υποχωρώντας προς τα δυτικά οι τελευταίοι, έπεσαν πάνω στους άνδρες των Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Γιαννούση. Το ευφυές σχέδιο του Καραϊσκάκη να περικυκλώσει τους εχθρούς, είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Μοναδική διέξοδος των Τουρκαλβανών, ήταν ο δρόμος προς τον Παρνασσό.
Έτσι, ο Μουστάμπεης εγκατέστησε τις δυνάμεις του σε δύο υψώματα κοντά στην Αράχωβα και καθώς ο Καραϊσκάκης πλησίαζε προς την κωμόπολη, έστειλε εναντίον του 500 άνδρες.
Παράλληλα, διέταξε 50 ιππείς, να προωθηθούν στο ύψωμα Καϋμένος Σταυρός, ανατολικά της Αράχωβας, για να παρακολουθεί και ν’ αναφέρει τις κινήσεις των ανδρών του Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης πλησιάζοντας προς την Αράχωβα, έστειλε 300 άνδρες με επικεφαλής τους Γιώτη Δαγκλή, Διαμάντη Ζέρβα και Χριστόφορο Περραιβό να καταλάβουν τα υψώματα της διάβασης Ζερβοσπηλιές, στην οδό πηγές Μάνας – Αράχωβα, ενώ ο ίδιος θα έκανε επίθεση κατά μέτωπο, με σκοπό να εξοντώσει τους εχθρούς που είχαν μείνει στην Αράχωβα.
Οι άνδρες του Καραϊσκάκη, έδιωξαν τους 50 ιππείς από το ύψωμα Καϋμένος Σταυρός και τους ανάγκασαν να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία του Μουστάμπεη. Καθώς προχωρούσαν όμως οι Έλληνες, δέχτηκαν επίθεση από 500 Τουρκαλβανούς και μέσα σε 15 λεπτά διασκορπίστηκαν.
Την κατάσταση έσωσε η παρέμβαση των Σουλιωτών, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Ζήκου Τζαβέλα και Γιαννούση Πανομάρα, που συγκράτησαν την ορμητική επίθεση των Τουρκαλβανών και τους έτρεψαν σε φυγή, σκοτώνοντας μάλιστα τον αρχηγό τους Οσμάν Αγά. Αλλά και οι Δαγκλής, Ζέρβας και Περραιβός, επιτέθηκαν εναντίον των ανδρών του Μουστάμπεη, αναγκάζοντάς τους να συμπτυχθούν.
Αμέσως μετά την αναδίπλωση των Τουρκαλβανών, ο Καραϊσκάκης με τους άνδρες του μπήκε στην Αράχωβα και εγκατέστησε το στρατηγείο του στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Μετά από μια θερμή προσευχή, διέταξε τη βελτίωση των θέσεων μάχης και τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας διαφυγής των εχθρών.
Εκείνες τις ώρες, οι Έλληνες βρήκαν κι έναν απρόσμενο σύμμαχο. Μια σφοδρή κακοκαιρία! Ο πολύ καλός καιρός που επικρατούσε ως τότε, μετατράπηκε σε χιονιά! Οι Τουρκαλβανοί αποκλεισμένοι, πέρασαν την παγερή νύχτα τρέμοντας από το κρύο και έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν τις σφοδρές χιονοπτώσεις. Οι Έλληνες, χρησιμοποιούσαν ως καταλύματα τα σπίτια των Αραχωβιτών επιστρέφοντας εκ περιτροπής στις θέσεις μάχης. Λόγω της ζέστης από τα’ αναμμένα τζάκια στα σπίτια και της κατανάλωσης κρασιού, οι περισσότεροι δεν γύριζαν στα ταμπούρια! Κι οι λιγοστοί που είχαν απόλυτη συναίσθηση του καθήκοντος, αδυνατούσαν να μείνουν για πολύ στις σκοπιές λόγω του τσουχτερού κρύου.
Μόνο ο Καραϊσκάκης άγρυπνος, προσπαθούσε να συμμαζέψει την κατάσταση, Οι Τουρκαλβανοί φοβήθηκαν να επιτεθούν, αν και έβλεπαν τις άδειες σκοπιές, γιατί νόμιζαν ότι οι Έλληνες ετοιμάζουν κάποιον αιφνιδιασμό. Ούτε να συνθηκολογήσουν όμως αποφάσισαν, προσδοκώντας βοήθεια από τον Κιουταχή. Η βοήθεια στάλθηκε από τον Κιουταχή αλλά δεν έφτασε ποτέ στον Μουστάμπεη. 800 (κατ’ άλλους 1.500) Τούρκοι με επικεφαλής τον Αβδουλάχ μπέη, εγκλωβίστηκαν από οπλαρχηγούς που είχε στείλει ο Καραϊσκάκης στη διάβαση του Ζεμενού. 100 νεκροί και 80 υποζύγια με τρόφιμα και πυρομαχικά, που έπεσαν σε ελληνικά χέρια, ήταν οι απώλειες των Τούρκων. Οι υπόλοιποι, τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Μόλις πληροφορήθηκε την εξέλιξη αυτή, ο Μουστάμπεης ζήτησε να συνθηκολογήσει.
Οι στρατιώτες του, έκαιγαν τα σαμάρια και τις σέλες των υποζυγίων τους για να ζεσταθούν, ενώ πολλοί είχαν αρχίσει να εμφανίζουν, από το δριμύ ψύχος και το χιόνι, σημάδια κρυοπαγημάτων σε χέρια και πόδια.
Οι όροι των Ελλήνων, δεν έγιναν δεκτοί από τον Μουστάμπεη και σε δύο ώρες περίπου, οι εγκλωβισμένοι Τουρκαλβανοί επιχείρησαν μια απέλπιδα προσπάθεια διαφυγής. Ήταν η νύχτα της 23ης προς 24η Νοεμβρίου. Ο Μουστάμπεης, μπροστάρης στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, τραυματίστηκε θανάσιμα από μια ελληνική βολίδα στο μέτωπο. Κατά μία εκδοχή αυτός που τον πυροβόλησε ήταν ο Αραχωβίτης αγωνιστής Στεργίου ή Στέργιος. Προαισθανόμενος το τέλος ο Μουστάμπεης, ζήτησε από τον αδελφό του Καριοφίλμπεη να του κόψει το κεφάλι και να το πάρει μαζί του κατά την εξόρμηση, για να μην τον αποκεφαλίσουν νεκρό οι Έλληνες και ατιμαστεί. Έπειτα απ’ αυτό, το εγχείρημα της εξόρμησης ματαιώθηκε και οι επικεφαλής των Τουρκαλβανών, που απέκρυψαν τον θάνατο του Μουστάμπεη, ζήτησαν εκ νέου συνθηκολόγηση, με μόνο όρο να φύγουν έχοντας μαζί τους όσα χρήματα υπήρχαν στα «κεμέρια» τους (κεμέρι: δερμάτινη ζώνη όπου φύλαγαν παλαιότερα τα χρήματά τους, συνήθως οι χωρικοί).
Και πάλι όμως οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούσαν, καθώς οι Έλληνες ζητούσαν και την παράδοση των Σαλώνων και της Λιβαδειάς. Γύρω στις 01.00, ο καιρός επιδεινώθηκε περισσότερο. Φυσούσαν παγωμένοι άνεμοι και χιόνιζε ασταμάτητα. Περίπου στις 04.00, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες ζεσταίνονταν στα σπίτια της Αράχωβας, 700 Γκέκηδες, χωρίς να ενημερώσουν τους υπόλοιπους, ξεκίνησαν να φεύγουν άτακτα, προκαλώντας σύγχυση και ταραχή στο στρατόπεδο των Τουρκαλβανών.
Βλέποντας όλα αυτά, οι Έλληνες άρχισαν να καταδιώκουν με μανία τους φυγάδες.
Το χιόνι βάφτηκε κόκκινο…
Έβγαλαν τα σπαθιά από τα θηκάρια και τα μαχαίρια, καθώς τα ντουφέκια είχαν αχρηστευτεί από το χιόνι και έσφαζαν όσους Τουρκαλβανούς μπορούσαν. Εκατοντάδες εχθροί άφησαν την τελευταία τους πνοή στη χιονισμένη Αράχωβα.
Παρά τη μανία των Ελλήνων, το κρύο ήταν τόσο δριμύ που δεν κατάφεραν να συνεχίσουν την καταδίωξη, πέρα από τις τελευταίες πλαγιές του Παρνασσού. 1.200 Τουρκαλβανοί, έφτασαν κατάκοποι στην κορυφή του βουνού. Από εκεί, έπρεπε να περπατήσουν άλλες 4 ώρες για να φτάσουν στη μονή Ιερουσαλήμ, κοντά στη Δαύλεια. Στην «πορεία του θανάτου», όπως εύστοχα τη χαρακτηρίζει ο Νίκος Γιαννόπουλος, οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους από τα τραύματα, την κούραση και τις χιονοστιβάδες. Μόνο 200, κι αυτοί με κρυοπαγήματα, έφτασαν στη μονή της Ιερουσαλήμ. Την άνοιξη του 1827, όταν έλιωσαν τα χιόνια στον Παρνασσό, οι ντόπιοι ανακάλυπταν τις παγωμένες σορούς των Τουρκαλβανών…
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Περραιβού: «Ολιγότατοι σχεδόν έμειναν αβλαβείς, διότι των μεν αι πόδες, των δε οι χείρες, άλλων οι οφθαλμοί και ετέρων οι ρίνες υπέφεραν ακρωτηριασμούς».
Αλλά και ο Γουσταύος Χέρτσβεργ, είναι εξίσου παραστατικός: «Ότι δε οι Τούρκοι κατά τη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου (εννοεί με το νέο ημερολόγιο), τόλμησαν να ζητήσωσι διέξοδο δια των φαράγγων του Παρνασσού εις το παρά την Δαυλίδα μοναστήριον Ιερουσαλήμ, ο στρατός αυτών και αυτοί οι αρχηγοί απώλοντο οικτρώς εν ταις αποκρήμνοις ατραποίς , εν μέσω βαθείας χιόνος και υπό τα ξίφη των καταδιωκόντων αυτούς Ελλήνων».
Την επόμενη μέρα ο Καραϊσκάκης, ακολούθησε τη διαδρομή των Τουρκαλβανών προς τη μονή της Ιερουσαλήμ. Σύντομα κατάλαβε τι είχε συμβεί και επέστρεψε στην Αράχωβα. Δακρυσμένος προσευχήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ευχαριστώντας τον Θεό.
Οι ελληνικές απώλειες στη μάχη της Αράχωβας ήταν πολύ μικρές.8 νεκροί και 9 τραυματίες.
Το μακάβριο τρόπαιο
Στη μάχη της Αράχωβας, σκοτώθηκαν επίσης ο Καριοφίλμπεης και ο κεχαγιάς του Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης, διέταξε να υψωθεί πυραμίδα με 300 κομμένα κεφάλια έξω από την Αράχωβα, σε ένα λόφο που φαίνεται κι από τους Δελφούς.
Στην πυραμίδα κατά τον Περραιβό, τοποθέτησε γλυπτή επιγραφή, όπου αναγράφονταν τα εξής: «ΤΡΟΠΑΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΑΝΕΓΕΡΘΕΝ ΚΑΤΑ ΤΟ 1826 ΕΤΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 24. ΕΝ ΑΡΑΧΩΒΑ».
Ο Αινιάν χαρακτηρίζει την πράξη «λείψανον της βαρβαρότητας των ηθών».
Πολλοί ιστορικοί επικρίνουν τον Καραϊσκάκη για την ενέργειά του αυτή.
Ας μην ξεχνάμε όμως τις τουρκικές θηριωδίες στο Μεσολόγγι που ήταν ακόμα νωπές και τις μακάβριες αποστολές κεφαλιών και αφτιών Ελλήνων από τον Ιμπραήμ και τον Κιουταχή στην Κωνσταντινούπολη…
Η νίκη της Αράχωβας ήταν πολύ σημαντική. «Ημέραν αναστάσεως της προ μικρού πεσούσης Στερεάς Ελλάδος», τη χαρακτηρίζει ο Παπαρρηγόπουλος.
Η νίκη αυτή γιορτάστηκε σε όλη την Ελλάδα και στην Αίγινα όπου βρισκόταν η κυβέρνηση τελέστηκε δοξολογία και ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε πανηγυρικό λόγο στον οποίο έπλεξε το εγκώμιο του Καραϊσκάκη, στον οποίο άλλωστε οφεολόταν ο ελληνικός θρίαμβος…
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών
Νίκος Γιαννόπουλος, «1821: ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», εκδ. HISTORICAL QUEST, 2016.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821».
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ».