Το πείραμα της τετραήμερης σχολικής εβδομάδας επεκτείνεται σταδιακά ανά τον κόσμο, σε θολό τοπίο
Το πείραμα δεν είναι νέο. Έχει εφαρμοστεί κατά καιρούς σε σχολεία, κυρίως στις ΗΠΑ.
Και δη σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Η τετραήμερη σχολική εβδομάδα εφαρμόστηκε στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ανά την αμερικανική επικράτεια, σε διάφορες σχολικές περιφέρειες, κατά τη Μεγάλη Ύφεση του ‘30.
Κατά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ‘70.
Μέχρι και στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Ζητούμενο ήταν η μείωση των εξόδων.
Στην εποχή μετά την πανδημία COVID-19, όπου οι τρόποι και οι ρυθμός μάθησης έχουν υποστεί μετασχηματισμό, έχουν προστεθεί κι άλλα προβλήματα. Και φυσικά όχι μόνο στις ΗΠΑ.
Παγκοσμίως, χώρες και περιοχές πειραματίζονται με την τετραήμερη σχολική εβδομάδα, με διάφορα κίνητρα και για διαφορετικούς λόγους.
Κυμαίνονται από τη βελτίωση της ευεξίας μαθητών και εκπαιδευτικών και κατ’ επέκταση πιθανόν των σχολικών επιδόσεων, έως τη μείωση δαπανών.
Μεταπανδημικά, στους λόγους προστέθηκε κατά τόπους και η έλλειψη εκπαιδευτικών.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, στο φόντο πιλοτικών προγραμμάτων και με την τετραήμερη εργασία, η μείωση της σχολικής εβδομάδας κατά μια ημέρα αποτελεί όλο και περισσότερο θέμα συζήτησης, προβληματισμού και πειραματισμού.
Οι υποστηρικτές της ιδέας κάνουν λόγο για μείωση των επιπέδων άγχους στους μαθητές και των απουσιών, αυξημένη ικανοποίηση των εκπαιδευτικών, πιθανή εξοικονόμηση κόστους και πρόσθετο κίνητρο για προσλήψεις, προς αναπλήρωση των κενών.
Οι επικριτές εκφράζουν ανησυχίες για τον πιθανό αρνητικό αντίκτυπο στην εκπαίδευση, καθώς οι μεγαλύτερες σε διάρκεια σχολικές ημέρες μπορεί να οδηγήσουν σε κόπωση και μειωμένη προσοχή των μαθητών.
Στο μεσοδιάστημα, εφαρμόζονται διάφορα μοντέλα.
Όπως και στην αγορά εργασίας, πάντως, είναι ακόμη θολό εάν η τετραήμερη σχολική εβδομάδα θα εξελιχθεί σε μια νέα προσέγγιση ή σε βραχύβιο πειραματισμό.
Και δη εν μέσω αντικρουόμενων αποτελεσμάτων.
Σχολεία από τις ΗΠΑ έως την Πολωνία και την Αυστραλία εφαρμόζουν τετραήμερες σχολικές εβδομάδες, με διαφορετικές μεθόδους
«Κονταίνοντας» τη σχολική εβδομάδα… εξ ανάγκης
Ολοένα και περισσότερες σχολικές περιφέρειες στις ΗΠΑ μετακινούνται σε τετραήμερη εβδομάδα λειτουργίας, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Εκτείνονται σχεδόν στη μισή αμερικανική επικράτεια.
Σε ορισμένες πολιτείες μάλιστα εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα.
Στο Μιζούρι φτάνει το 30%. Στο Κολοράντο είναι στο 67%.
Το σύνηθες μοντέλο είναι επιμήκυνση της διάρκειας των σχολικών ημερών κατά τις τέσσερις ημέρες της εβδομάδας και ελεύθερη η πέμπτη ημέρα.
Μπορεί να είναι η Παρασκευή ή η Δευτέρα, με μπόνους ένα… long weekend.
Εν μέσω περιορισμένων κονδυλίων και οικονομικών δυσκολιών, η πρακτική αποτελεί επί της ουσίας ένα τρικ των σχολικών περιφερειών έναντι μιας σειράς νέων προκλήσεων.
Ζητούμενο εν προκειμένω είναι να μην επιβαρυνθούν τα νοικοκυριά με περαιτέρω φόρους προς εξασφάλιση πόρων για μισθολογικές αυξήσεις στους εκπαιδευτικούς.
Να μπει «φρένο» στις παραιτήσεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις ή ακόμη και απολύσεις εκπαιδευτικών και διοικητικού προσωπικού.
Να αποφευχθεί η ενοποίηση τάξεων και σχολείων, στο όνομα της περικοπής του κόστους σε βάρος των μαθητών.
Μελέτες δίνουν αντικρουόμενα στοιχεία για τα εκπαιδευτικά οφέλη και μειονεκτήματα αυτής της πρακτικής.
Η αύξηση πάντως του ενδιαφέροντος για την κάλυψη θέσεων εκπαιδευτικών στις εν λόγω περιοχές των ΗΠΑ έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον ειδικών και στην Αυστραλία, ως απάντηση στη συνεχιζόμενη έλλειψη εκπαιδευτικών.
Στην πολιτεία του Κουίνσλαντ, στο βορειοανατολικό άκρο της μακρινής ηπείρου, η τοπική κυβέρνηση μόλις έδωσε το «πράσινο φως» να εφαρμοστεί κατ’ επιλογήν η σύμπτυξη των ωρών διδασκαλίας στη διάρκεια της εβδομάδας, αρχής γενομένης από το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Ειδικοί ωστόσο τονίζουν ότι η πρακτική δεν συνιστά από μόνη της λύση.
Όπως άλλωστε καταδεικνύει η εμπειρία στις ΗΠΑ, χωρίς περαιτέρω μέριμνα, η στροφή στην τετραήμερη σχολική εβδομάδα μπορεί να οδηγήσει σε ένα ντόμινο προβλημάτων.
Και δη για τους εργαζόμενους γονείς, που δυσκολεύονται να πληρώσουν για τη φροντίδα των παιδιών τους κατά την πέμπτη εργάσιμη ημέρα, όταν αυτά δεν είναι στο σχολείο.
Μια υπό δοκιμή εναλλακτική
Από φέτος οι μαθητές στο Βότζισλαβ Σλάσκι, μια πόλη περίπου 50.000 κατοίκων στη νότια Πολωνία, έχουν μόνο τέσσερις ημέρες σχολικών μαθημάτων την εβδομάδα.
Το νέο πρόγραμμα -το οποίο συνοδεύεται από λιγότερα τεστ και νέα κριτήρια αξιολόγησης- ήταν μια πρωτοβουλία που προωθήθηκε από την τοπική κοινωνία των πολιτών και τελικά εγκρίθηκε από τις δημοτικές αρχές της πόλης.
Εφαρμόζεται πειραματικά σε τάξεις και στα 13 δημόσια δημοτικά σχολεία της.
Επί της ουσίας, η πέμπτη ημέρα δεν είναι εκτός σχολικών δραστηριοτήτων, αλλά αφιερώνεται σε εκπαιδευτικά προγράμματα, όπως εκπαιδευτικές επισκέψεις σε επιστημονικά κέντρα, μαθήματα χειροτεχνίας ή εκδρομές στη φύση.
«Πρόκειται για μια φανταστική ιδέα, που μας επιτρέπει να μεταδώσουμε τη γνώση με έναν ενδιαφέροντα και σύγχρονο τρόπο μέσω της εμπειρίας και της πρακτικής», λέει στην πολωνική εφημερίδα Gazeta Wyborcza η Γιάνα Κουλίνσκα, διευθύντρια ενός δημοτικού σχολείου στην περιοχή.
Αν και διευρυμένη σε πεδίο εφαρμογής, η νέα προσέγγιση είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο.
Έχει ως πηγή έμπνευσης κυρίως το γαλλικό παράδειγμα με τη μεταρρύθμιση του 2013, με αφιέρωση «μη παραδοσιακού» σχολικού χρόνου -ακόμη και μιας ολόκληρης ημέρας- σε δωρεάν εξωσχολικές δραστηριότητες ή ξεκούραση στο σπίτι στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Στο φόντο πάντως της υποχρηματοδότησης του δημόσιου τομέα, κυβερνητική έκθεση διαπίστωσε ότι πάνω από το ένα τέταρτο (27%) των μαθητών δεν έχουν το απαιτούμενο επίπεδο γαλλικών ή μαθηματικών όταν φτάνουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Νέα μελέτη του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ, σε 8.000 μαθητές ηλικίας 15 ετών σε 335 εκπαιδευτικά ιδρύματα σε όλη τη Γαλλία, αναφέρει υποβάθμιση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης στη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Από το 2019, η Γαλλία έχει υποχωρήσει από την 23η στην 25η θέση στην κατάταξη PISA.
Καταγράφεται σημαντική πτώση επιδόσεων στα μαθηματικά, την ανάγνωση, τη γραφή και τις φυσικές επιστήμες και αυξανόμενο χάσμα μεταξύ προνομιούχων και μη προνομιούχων μαθητών.