Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη
Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 3 Απριλίου του 1770, όταν γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας.
Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους. Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους κατακτητές.
Το 1780, ήταν 10 ετών, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους, ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του. Στα 17 του έγινε οπλαρχηγός του Λεονταρίου και στα 20 του νυμφεύτηκε την κόρη του τοπικού προεστού Αικατερίνη Καρούσου. Το 1806, κατά τη διάρκεια του μεγάλου διωγμού των κλεφτών από τους κατακτητές, κατόρθωσε να διασωθεί και να καταφύγει στη Ζάκυνθο, όπου κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό κι έφθασε μέχρι το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις αρχές του 1821 αποβιβάστηκε στη Μάνη για να λάβει μέρος στον επικείμενο Αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου του 1821 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Αμέσως μετά έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.
Στη μάχη των Δερβενακίων (26 – 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων. Η ίδια, όμως, κυβέρνηση θα τον φυλακίσει στην Ύδρα, κατά τη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων των ετών 1823 και 1824, όπου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Θα τον απελευθερώσει τον Μάιο του 1825, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).
Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.
Οι τελευταίες στιγμές του θρυλικού Γέρου του Μοριά
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Ο λόγιος Γιάννης Βλαχογιάννης στην «Ιστορική Ανθολογία» του περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του θρυλικού Γέρου του Μοριά:
Το βράδυ της 3ης Φεβρουαρίου, ο ήρωας της Επανάστασης, παραβρέθηκε σε έναν χορό στο παλάτι του βασιλιά Όθωνα και ήταν πολύ ευδιάθετος. Λένε, μάλιστα, ότι ζήτησε από τον Βασιλιά να πει στους μουσικούς να παίξουν ελληνικούς χορούς. Χαρούμενος ο Γέρος χόρευε με τις κυρίες των τιμών. Κάποια στιγμή μάλιστα, όπως λέγεται, ο Αναγνώστης Δεληγιάννης του είχε πει χλευαστικά: «Την ετσαλάκωσες Στρατηγέ», δηλαδή μέθυσες… «Όχι βρε άρχοντα, του αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης, αλλά να, θέλω στα στερνά μου να γλεντήσω».
Μοιραίο το γλέντι
Ο Κολοκοτρώνης φεύγοντας από το γλέντι, γύρω στα μεσάνυχτα, επέστρεψε στο σπίτι όπου ζούσε με τον γιο του Γενναίο, (στη σημερινή οδό Κολοκοτρώνη), αλλά μόλις ξάπλωσε έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο (αποπληξία έγραφαν τότε). Η γυναίκα που τον φρόντιζε μόλις στις 3:00 τα ξημερώματα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Κολοκοτρώνης δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια. Ή τελευταία του κουβέντα (λέγεται ότι) ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: «…σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις».
Στις 6:00 το πρωί ο Γέρος του Μοριά εξέπνευσε. Ειδοποιήθηκαν αμέσως τα παιδιά του, οι συγγενείς, οι φίλοι και οι συμπολεμιστές του. Οι Αθηναίοι μόλις άκουσαν τη φήμη ότι ο Κολοκοτρώνης είχε αρρωστήσει, άφησαν τις δουλειές τους και έτρεξαν στο σπίτι του, να μάθουν κάτι περισσότερο.
Η Κυβέρνηση κήρυξε τριήμερο εθνικό πένθος. Την ημέρα της κηδείας ο θρυλικός Γέρος του Μοριά έβγαινε για τελευταία φορά από το σπίτι του μέσα στο φέρετρο. Τον νεκρό τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στα φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία. Στο ένα του πλάγιο έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Ή πομπή κατέβηκε από την οδό Έρμου, και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγ. Ειρήνης, όπου έψάλη ή νεκρώσιμος ακολουθία. Γύρω από το φέρετρο κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη παραστέκονταν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσωρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλλας, ο Υποστράτηγος Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. Επίσης ακολουθούσε πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός, πού όταν ή κεφαλή της πομπής έμπαινε στην εκκλησία, ή ουρά ήταν στην αρχή της Ερμού!
Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κωνσταντίνος Οικονόμου των έξ’ Οικονόμων. Έπειτα ή πομπή, περνώντας ξανά από το παλάτι, έφτασε στο Α’ Νεκροταφείο.
Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.
Τα οστά του Κολοκοτρώνη ευρίσκονται στην Τρίπολη από το 1930. Πριν, ευρίσκοντο στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για τη μεταφορά τους στην Τρίπολη – κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων – , συνοδεύοντας μάλιστα o ίδιος τη διακομιδή τους.