Σύμφωνα με εκπρόσωπο του Συλλόγου Προστασίας και Περίθαλψης Άγριας Ζωής ΑΝΙΜΑ, ο συνολικός αριθμός των ζώων που χάνονται σε μία πυρκαγιά, δεν μπορεί να εκτιμηθεί, διότι δε γίνεται καταγραφή και καταμέτρηση αλλά και δεν ξέρουμε πόσα ζώα διαβιούν σε μία περιοχή
Η κακή και λανθασμένη διαχείριση των δασικών εκτάσεων που επλήγησαν από μία πυρκαγιά, η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων στη χώρα μας γίνεται με την εμπλοκή εργολάβων και μηχανημάτων, αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη καταστροφή για την ελληνική φύση, τη χλωρίδα και την πανίδα της. Αυτό τόνισε στο ethnos.gr η εκπρόσωπος του Συλλόγου Προστασίας και Περίθαλψης Άγριας Ζωής ΑΝΙΜΑ, Μαρία Γανωτή, σημειώνοντας ότι η φύση για να αναγεννηθεί σωστά, χρειάζεται ησυχία και εμείς δεν την αφήνουμε να ησυχάσει.
Είναι δεδομένο ότι ένας μεγάλος αριθμός ζώων καίγεται σε μία φωτιά στα ελληνικά δάση, κυρίως όσα δεν έχουν τη δυνατότητα να απομακρυνθούν γρήγορα από τις εστίες, ωστόσο, το συνολικό μέγεθος αλλά και οι υπόλοιπες συνέπειες δεν μπορούν να εκτιμηθούν, διότι δεν γίνεται καταγραφή και καταμέτρηση αλλά και δεν γνωρίζουμε καν πόσα ζώα διαβιούν σε μια περιοχή.
Κατά την κ. Γανωτή, τρομακτικό είναι το μέγεθος της απώλειας της μικροπανίδας σε μία δασική πυρκαγιά (έντομα, μικρές σαύρες κτλ.), αφού δεν βρίσκουμε καν τα υπολείμματά της, ενώ οι πιο καταστροφικές πυρκαγιές για την πανίδα κάθε χρόνο είναι αυτές του Μαΐου και του Ιουνίου. Αυτό διότι τότε υπάρχουν πάρα πολλά νεογέννητα ή πολύ μικρά σε ηλικία ζωάκια, τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να απομακρυνθούν από τις φλόγες και χάνουν τη ζωή τους.
«Δεν αφήνουμε τη φύση στην ησυχία της»
Ειδικότερα και σύμφωνα με την εκπρόσωπο του ΑΝΙΜΑ, τα τελευταία χρόνια τα ξηροθερμικά καλοκαίρια και οι άνυδροι χειμώνες, που προκαλούνται από την αλλαγή του κλίματος, έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργείται πολύ ξηρή και άρα εύφλεκτη ύλη στα δάση και έτσι να ξεσπούν πιο συχνά μεγαφωτιές.
«Στην περιοχή της Μεσογείου πάντοτε ξεσπούσαν φωτιές και τα οικοσυστήματα είναι προσαρμοσμένα σε αυτές τις συνθήκες. Ωστόσο, πλέον έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρο σύστημα που δεν είναι ευνοϊκό για τα οικοσυστήματα και άρα τη χλωρίδα και την πανίδα. Το μεγάλο ζήτημα είναι τι γίνεται μετά από μία πυρκαγιά. Το σωστό είναι να αφήνουμε τη φύση στην ησυχία της αλλά, όπως φαίνεται, δεν το κάνουμε αυτό. Γίνεται κακή διαχείριση των καμένων δασικών εκτάσεων. Μετατρέπονται σε βοσκοτόπους και μπαίνουν μηχανήματα, τα οποία προκαλούν καταστροφή στους σπόρους. Η φύση δεν εξαφανίζεται εύκολα. Έχει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί και πρέπει να τη βοηθήσουμε σε αυτό, για να κρατήσουμε την πανίδα. Όπως έγινε, για παράδειγμα, στη Δαδιά όπου μετά τη φωτιά τοποθετήθηκαν τεχνητές φωλιές για τους μαυρόγυπες», αναφέρει η κ. Γανωτή.
Αλλάζουν μορφή τα ενδιαιτήματα
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Συλλόγου Προστασίας και Περίθαλψης Άγριας Ζωής ΑΝΙΜΑ, σε μία δασική πυρκαγιά χάνονται πιο εύκολα τα ζώα που δεν μπορούν να απομακρυνθούν γρήγορα, όπως είναι οι χελώνες και τα φίδια, καθώς και τα νεογέννητα ζωάκια της περιόδου Μάιος – Ιούνιος.
«Για παράδειγμα, μετά τη φωτιά στον Βαρνάβα βρήκαμε πολλά καμένα φίδια, χελώνες και σκαντζόχοιρους. Είναι σημαντικό να υπάρχει προστασία και των όμορων με τις καμένες περιοχές, διότι εκεί βρίσκουν καταφύγιο τα ζώα που χάνουν τις φωλιές τους σε μία πυρκαγιά», λέει η κ. Γανωτή.
Τέλος, κατά την ίδια, δεν μπορούμε να πούμε με ευκολία ότι τα ενδιαιτήματα χάνονται εξαιτίας των πυρκαγιών. Τα περισσότερα από αυτά συνεχίζουν να υφίστανται, έστω και με διαφορετική μορφή.
«Μετά τη μεγάλη φωτιά στην Πάρνηθα το 2007 πολλοί έλεγαν ότι χάθηκαν τα ελάφια από την περιοχή. Ωστόσο, τα ελάφια αυξήθηκαν, διότι δημιουργήθηκαν περισσότερα ξέφωτα με χορτάρι, όπου τα ελάφια βρίσκουν πιο εύκολα τροφή. Η αλλαγή του κλίματος μπορεί να προκαλέσει και αλλαγή της μορφής των ενδιαιτημάτων. Στη θέση του καμένου ελατοδάσους να αναπτυχθεί δάσος μαύρης πεύκης. Για παράδειγμα, στην Πάρνηθα μπορεί να μην ξαναδούμε ελατοδάσος. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να περιμένουμε να αλλάξουν και πάλι οι όροι του κλίματος. Πρέπει να προσαρμοστούμε και στο πλαίσιο αυτό να κάνουμε, ό,τι είναι καλύτερο για την πανίδα. Κυρίως να μην δημιουργούμε οχλήσεις στα καμένα δάση που αναγεννώνται σιγά-σιγά, όπως, για παράδειγμα, να απαγορεύουμε το κυνήγι και στις όμορες με τις καμένες περιοχές. Μπορούμε να βοηθήσουμε στην αναγέννηση της φύσης αλλά αυτό πρέπει να γίνει σωστά και κατόπιν μελετών», καταλήγει η εκπρόσωπος της ΑΝΙΜΑ.