Η φωνή της λεβεντιάς, το «παρών» του φιλότιμου
Το μάθαμε πια απ’ έξω. Σε πόσες γλώσσες και με πόσους τρόπους το έχουμε πη ως τώρα… «Όχι» στα περσικά, «όχι» στα τουρκικά, «όχι» στα ιταλικά, «όχι» στα γερμανικά. Από το «μολών λαβέ» ως τον τελευταίο Αυτοκράτορα που με το «όχι» στα χείλη έπεσε στις επάλξεις της Βασιλεύουσας, κι’ απ’ αυτόν ως το «όχι» του 1940, η χώρα αυτή με ποικίλα λεκτικά σχήματα αρνείται να παραδώση τα ιερά της. Η τριψήφια άρνηση της 28 Οκτωβρίου είναι η πιο λακωνική απ’ όσες αντήχησαν. Τρία γράμματα, μια ιστορία.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το «όχι» του γιορτάζει το έθνος σήμερα. Δεν είναι η άρνηση που πηγάζει από κρίση πολιτική. Δεν είναι ένα «όχι» του εμπορίου. Δεν είναι έντοκη κατάθεση αίματος στη διπλωματική Τράπεζα για να διαφυλάξω και ν’ αυξήσω τα κεφάλαιά μου. Δεν το παζαρέψαμε. Δεν είπαμε ποτέ σού δίνω τόσα κιλά αίμα, τόσες ανθρώπινες ψυχές, τόσα κομμένα πόδια και χέρια, για να μου δώσης ανταλλάγματα αντάξια με την προσφορά μου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είπαμε «όχι», κι’ ό,τι θέλει ας γίνη: Ξέραμε δε πολύ καλά εκείνο που επρόκειτο να γίνη. Αυτό δα έλειψε, ν’ αμφιβάλλουμε για την έκβαση μιας μάχης όπου αναμετρούσαν τις δυνάμεις τους οκτώ εκατομμύρια —ούτε σωστά οκτώ εκατομμύρια είμασταν τότε— άοπλοι και δυο πάνοπλες και πανίσχυρες δικτατορίες. Με μαθηματική ακρίβεια η συντριβή. Μια εκπυρσοκρότηση, μια λάμψη, κι’ ύστερα το γονάτισμα. Δεν μπορούσε να γίνη διαφορετικά. Το ξέραμε, το περιμέναμε. Όπως ήξερε τη μοίρα του το Βυζάντιο, όπως την ήξεραν το Σούλι, το Κούγκι, το Μεσολόγγι. Το βρόντησαν όμως κι’ εκείνα όπως το βροντήσαμε εμείς. Η φωνή της λεβεντιάς, το «παρών» του φιλότιμου. Ένας λαός που προτιμά να γίνη πυροτέχνημα παρά να προδώση τα ιερά του. Φωτιά στο σπίτι. Καλύτερα καμένο παρά μαγαρισμένο. Το κάψαμε χωρίς να τόχουμε ασφαλίσει.
Δεν είναι οι πατρίδες εμπορικές επιχειρήσεις —Ελλάς Α.Ε.— για να ρυθμίζης την κάθε πράξη υπολογίζοντας μέχρι πεντάρας το δούναι και το λαβείν σου. Ένας έλεγχος με κριτήριο ωμά πολιτικό θάβγαζε σκάρτο το ’40.
Αλλά ποιος είπε ότι κάναμε πολιτική; Κάναμε χρέος. Ευλάβεια στην παράδοση, συνέπεια προς την ιστορία.
Η ευγένεια υποχρεώνει λένε· και το λένε με την έννοια ότι επιβάλλει υποχρεώσεις στον ευγενή. Λιγώτερο τάχα υποχρεώνει η ιστορία; Όταν έχης πίσω σου τριών χιλιάδων ετών ιστορία δεν παραδίνεις την εστία σου για να σου την κάνουν οίκο ανοχής.
Μακάριοι οι χωρίς ιστορία λαοί: Αυτοί βλέπουν τον τόπο τους σαν μπακαλικάκι που μοναδικό λόγο υπάρξεως έχει το κέρδος. Πού τέτοια μακαριότητα εμείς, όταν ξέρουμε ότι τριάντα αιώνες αγρυπνούν, παρακολουθώντας και βαθμολογώντας την κάθε μας κίνηση.
Το ’40 δεν φοβάται τη βαθμολογία. Με το μέτωπο ψηλά ατενίζει τις σκιές των πατέρων. Νικητές στη νίκη μας, νικητές στη συντριβή μας. Ηττημένη η ύλη, νικήτρια η ψυχή.
Περήφανοι, αλλά με τη γεύση πικρή, υψώνουμε τη σημαία μας. Και διηγώντας τα να καμαρώνης και μαζί να κλαις. Πικρή η χολή που μας ποτίζουν αντί του μάννα που ζυμώσαμε με το αίμα και τις σάρκες μας.
Και μη πήτε ότι πλούσιοι πια από την πείρα μας, δεν την ξαναπατούμε. Σε κάτι τέτοια, τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Καμένοι, αδικημένοι, προδομένοι, το «όχι» μας πάλι θα βροντήξουμε, αν τυχόν η μοίρα θελήση ν’ αντιμετωπίσουμε συνθήκες ανάλογες μ’ εκείνες που πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια υπαγόρευσαν την κραυγή της αρνήσεως.
*Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου, η επέτειος του «Όχι», διά χειρός του μοναδικού Παύλου Παλαιολόγου. Το κείμενό του, που έφερε τον τίτλο «Με πικρή τη γεύση», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» πριν από 60 ολόκληρα χρόνια, την Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 1964.