«Φωτιές» άναψε στην κυβέρνηση μια φράση του υπουργού Άμυνας, Νίκου Δένδια, από το βήμα της Βουλής στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου του υπουργείου του.
Απαντώντας στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος αναφερόμενος στις νέες προκλήσεις της Τουρκίας είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι απάντησε «μέσω διπλωματικών κύκλων, στέλνοντας λάθος μήνυμα στους εταίρους μας», ο υπουργός Άμυνας «άδειασε κανονικά και με το νόμο» τον συνάδελφό του στο υπουργείο Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη, λέγοντας ότι «η κυβέρνηση έχει δώσει σαφή απάντηση στην άλλη πλευρά του Αιγαίου» και προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχει Η παραμικρή πιθανότητα να μην εκτελέσουν οι Ένοπλες Δυνάμεις το συνταγματικό τους καθήκον για προστασία της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Δεν έχουμε δικαίωμα διαπραγμάτευσης επ’ αυτών. Αν διαπραγματεύεται κανείς επ’ αυτών είναι το υπουργείο Εξωτερικών και όχι το Άμυνας. Εμείς προστατεύουμε, δεν διαπραγματευόμαστε».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ν. Δένδιας μοιάζει να παίρνει αποστάσεις από την στρατηγική της κυβέρνησης σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: λίγες ώρες πριν και στη διάρκεια συζήτησης στο πλαίσιο του DEFEA 2025, ο υπουργός Άμυνας, σχολιάζοντας το ενδεχόμενο συμμετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή αμυντική αρχιτεκτονική, είχε σημειώσει με νόημα ότι «βεβαίως συνομιλούμε με τους Τούρκους, βεβαίως συναντιόμαστε με τους Τούρκους, αλλά δεν ξεχνάμε. Δεν μπορεί να μην μνημονεύουμε όταν συναντάμε μια χώρα ότι μας έχει εκδώσει απειλή πολέμου, να παριστάνουμε ότι αυτό δεν υπάρχει», προσθέτοντας, μάλιστα, ότι η πρόσκληση στην Τουρκία να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ReArm Europe θα ισοδυναμούσε με το «να προσκαλούσαμε το Αφγανιστάν για να συνεργαστούμε σε θέματα ισότητας των φύλων».
Ωστόσο, η διατύπωσή του από το βήμα της Βουλής («Δεν έχουμε δικαίωμα διαπραγμάτευσης επ’ αυτών. Αν διαπραγματεύεται κανείς επ’ αυτών είναι το υπουργείο Εξωτερικών και όχι το Άμυνας. Εμείς προστατεύουμε, δεν διαπραγματευόμαστε») δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας, καθώς η αιχμή για το υπουργείο Εξωτερικών είναι σαφέστατη. Μάλιστα, προβολικά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η διαφοροποίηση Δένδια αφορά και στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο και έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής της κυβέρνησης έναντι της Τουρκίας. Όσον αφορά, δε, στη συμμετοχή της Τουρκίας σε κοινά ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα, ο υπουργός Άμυνας ήταν επίσης σαφέστατος, λέγοντας ότι «δεν γίνεται να συμμετέχουν κράτη που δεν έχουν δημοκρατία, κράτος δικαίου και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα».
Η διακριτή στάση Δένδια έρχεται σε μια στιγμή που οι σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας δεν βρίσκονται και στο καλύτερο σημείο τους: όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, που είχε προγραμματιστεί για τον περασμένο Ιανουάριο, βρίσκεται «στον αέρα», παρότι η Αθήνα αφήνει να εννοηθεί ότι γίνονται ακόμα προσπάθειες για την πραγματοποίησή του και ότι ο Γ. Γεραπετρίτης θα συζητήσει το θέμα με τον Τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, στο περιθώριο της συνόδου των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ που θα πραγματοποιηθεί στην Αττάλεια στα μέσα του μήνα. Ωστόσο, μετά τις νέες δηλώσεις Ερντογάν για το Κυπριακό και την αμετακίνητη θέση της Άγκυρας για λύση δύο κρατών, το κλίμα έχει βαρύνει κι άλλο και ο διάλογος μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας μοιάζει να έχει τυπικό χαρακτήρα.
Στο εσωτερικό της ΝΔ υπάρχει προβληματισμός για το γεγονός ότι ο υπουργός Άμυνας, ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους «δελφίνους» της ηγεσίας του κόμματος, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφασίσει να αποσυρθεί, παίρνει μια τόσο διακριτή θέση για ένα τόσο μεγάλο ζήτημα, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο προβληματισμός αυτός, μάλιστα, μεγαλώνει όταν στην πολιτική «συνάρτηση» προστεθεί και η κριτική που δέχεται η κυβέρνηση για το θέμα από τα κόμματα στα δεξιά της ΝΔ, καθώς μπορεί με τη στάση του ο υπουργός Άμυνας να μοιάζει να απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο κοινό που έχει απομακρυνθεί από το κυβερνών κόμμα, ωστόσο, από την άλλη, εμμέσως ενισχύει τα «πυρά» που δέχεται εκ δεξιών η κυβέρνηση.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι ο Ν. Δένδιας αναφέρθηκε και στο ζήτημα των Τεμπών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο τελευταίος αυτή τη στιγμή, όπως έχει διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό, που θα είχε όφελος από την συγκάλυψη της υπόθεσης των Τεμπών – όσο κι αν ακούγεται όχι προφανές – είναι η κυβέρνηση. Για την κυβέρνηση το να χυθεί απόλυτο φως στην υπόθεση αυτή είναι σαφής όρος, μην πω πολιτικής κυριαρχίας, θα πω πολιτικής επιβίωσης. Η κυβέρνηση πρέπει να πείσει την ελληνική κοινωνία και αυτό πράττει ότι θα χυθεί απόλυτο φως, όσο κι αν αυτή η έκφραση θεωρείται συμβατική», προσθέτοντας με νόημα ότι «δηλώνω εξ ονόματος της κυβέρνησης το αυτονόητο έστω κι αν ακούγεται σύνηθες: Στην υπόθεση των Τεμπών, δηλαδή στην υπόθεση που η χώρα θρήνησε 57 νεκρούς, θα υπάρξει και απονομή Δικαιοσύνης και άπλετο φως χωρίς την παραμικρή υπόνοια συγκάλυψης».