Αφόρητη δυστυχία προκαλεί η σεξουαλική βία στους εφήβους
Το στιγματισμό του ψυχικού τους κόσμου για μια ολόκληρη ζωή προκαλεί η σεξουαλική βία στους εφήβους σύμφωνα με διαχρονική βρετανική μελέτη
Στη σεξουαλική βία οφείλεται σημαντικό μέρος των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι, με τα κορίτσια να είναι πιο ευάλωτα, αφού αντιμετωπίζουν τέτοια περιστατικά με πενταπλάσια συχνότητα απ΄ ότι τα αγόρια. Συγκεκριμένα, το 14-18,7% των ψυχολογικών προβλημάτων των κοριτσιών στην εφηβεία και το 3,7-10,5% των ψυχολογικών προβλημάτων στα αγόρια στην ηλικία των 17 ετών οφείλονται σε εμπειρίες σεξουαλικής βίας.
Τα δυσάρεστα συναισθήματα που κυριεύουν τους εφήβους μετά από το γεγονός της σεξουαλικής βίας διαρκούν τουλάχιστον για ένα χρόνο μετά και κλιμακώνονται, από την απελπισία και τους αυτοτραυματισμούς μέχρι την απόπειρα αυτοκτονίας όταν φτάσουν στα 17 τους. Και οι επιπτώσεις συνεχίζονται με μια σειρά από παράγοντες σύγχυσης που επικρατούν στο συναισθηματικό πεδίο των παιδιών αυτών.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, με θέμα την «επίδραση της σεξουαλικής βίας στην ψυχική υγεία της μέσης εφηβικής ηλικίας – μια μακροπρόθεσμη μελέτη στον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου», στην οποία μετείχαν πάνω από 10.000 έφηβοι, 5119 κορίτσια και 4852 αγόρια.
Ευρήματα
Κορίτσια και αγόρια που μετείχαν στη μελέτη ρωτήθηκαν για το είδος της σεξουαλικής βίας που υπέστησαν.
Το 20,4% των κοριτσιών και το 5,4% των αγοριών είχε υποστεί κάποιου είδους σεξουαλική βία, το 19,4% των κοριτσιών και το 5,2% των αγοριών είχε υποστεί ανεπιθύμητη σεξουαλική προσέγγιση και το 5,3% των κοριτσιών και το 1% των αγοριών είχε υποστεί σεξουαλική επίθεση.
Η μελέτη έδειξε πως η δυστυχία εξαιτίας της σεξουαλικής βίας που βίωναν τα κορίτσια ήταν διπλάσια σε σύγκριση με τα κορίτσια που δεν είχαν υποστεί σεξουαλική βία (έφτανε κατά μέσο όρο το 109% με εύρος από 51% – 168%). Στα αγόρια τα ποσοστά ήταν ακόμη υψηλότερα, φτάνοντας κατά μέσο όρο το 156%, δηλαδή δυόμισι φορές μεγαλύτερη από τα αγόρια που δεν είχαν υποστεί σεξουαλική βία, με το εύρος να κυμαίνεται από 59% – 253%.
Ο κίνδυνος για αυτοτραυματισμό των εφήβων μετά το επεισόδιο της σεξουαλικής βίας ήταν 79% για τα κορίτσια και 116% για τα αγόρια. Ο αυτοτραυματισμός αφορούσε κόψιμο, κάψιμο, μώλωπες, λήψη υπερβολικής δόσης, τράβηγμα των μαλλιών τους ή τραυματισμό του εαυτού τους με άλλους τρόπους.
Ο κίνδυνος για απόπειρα αυτοκτονίας ήταν 75% στα κορίτσια και 173% για τα αγόρια.
Στο υποθετικό σενάριο όπου δεν υπήρχε σεξουαλική βία, η συχνότητα της επιβάρυνσης της ψυχικής υγείας των εφήβων υγείας στην ηλικία των 17 ετών θα ήταν 3,7–10,5% χαμηλότερη στα αγόρια και 14,0–18,7% στα κορίτσια.
Όσον αφορά την απόπειρα αυτοκτονίας, θα έφτανε το 9,1% από 11% που μετρήθηκε στις περιπτώσεις σεξουαλικής βίας και το αίσθημα δυστυχίας θα έπεφτε στο 19,5% από 22,6% που μετρήθηκε.
Για τα αγόρια, η απόπειρα αυτοκτονίας θα έπεφτε στο 3,9% από 4,3% που καταγράφηκε και το αίσθημα αυξημένης δυστυχίας θα περιοριζόταν στο 9,8% από το 10,2% που καταγράφηκε.
Η μελέτη υπογραμμίζει τη μεγάλη επίπτωση που μπορούν να έχουν οι εμπειρίες σεξουαλικής βίας στην εφηβεία στην ψυχική υγεία, ειδικά για τα κορίτσια όπου η συχνότητα είναι πενταπλάσια, και επισημαίνει ότι η εξάλειψη τέτοιων εμπειριών σε αυτό το κρίσιμο αναπτυξιακό στάδιο, θα έφερνε σημαντική μείωση στα προβλήματα ψυχικής υγείας και θα μείωνε το χάσμα της ψυχικής ασθένειας στα δύο φύλα αυτής της ηλικίας.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης, μαζί με προηγούμενα στοιχεία, υπογραμμίζουν την ανάγκη να εξεταστεί πιο σοβαρά και άμεσα για την ψυχική υγεία των εφήβων ο συγκεκριμένος παράγοντας κινδύνου (η σεξουαλική βία) ώστε να χαραχθεί πολιτικής που αφενός θα οδηγήσει στον περιορισμό του φαινομένου, και αφετέρου, θα δώσει την κατάλληλη υποστήριξη στους εφήβους που έχουν πληγεί.