Σαν σήμερα το 1943 η ηρωική μάχη της Πύλης στα Δερβενοχώρια

Αρχές του Οκτώβρη οι Ναζί κατακτητές θορυβημένοι από την συνθηκολόγηση των Ιταλών, ξεκινούν τις επιθέσεις με μια πρωτοφανέρωτη φασιστική βία ..

Ό κύκλος των επιχειρήσεων τής Ανατολικής Στερεάς, κλείνει με την τριήμερη και πολύνεκρη για τούς Γερμανούς, μάχη στα Δερβενοχώρια (16, 17, 18 Οκτωβρίου). Αυτή δεν βρίσκεται μέσα στον επιτελικό προγραμματισμό. Απρόοπτα ήρθε. Και γι’ αυτό, του κόστισε τού εχθρού.

Με τη γενική αισιοδοξία για σύντομο τέλος στον πόλεμο, πολύς ξένος κόσμος βρίσκεται στο μικρο οροπέδιο των Σκούρτων: Περαστικοί για το αντάρτικο, από την ’Αθήνα. Το τάγμα Παρνασσίδας με τούς τετρακόσιους αντάρτες του. Άλλοι τόσοι και παραπάνω άμαχοι, Ισραηλίτες τής Πρωτεύουσας πού φύγανε μετά την ιταλική διάλυση (γνωστά εμπορικά ονόματα, Κοέν, Λεβή, Μυωνή κά.)…



…Τήν πρώτη πληροφορία για την εχθρική επίθεση στον Ελικώνα την παίρνουν εδώ από τον λοχαγό Ντον, περαστικό για την Αθήνα. Το Σύνταγμα δίνει έτσι, μεγαλύτερη προσοχή για την αμυντική διάταξη στο οροπέδιο. Δυο στενά παρακλάδια από την εθνική οδό (Ελευσίνα – Θήβα – Λαμία) φτάνουν στα Δερβενοχώρια. Το ένα στα Κρώρα, το άλλο στην Πάνακτο. Στο καθένα προωθείται ένας λόχος του τάγματος Παρνασσίδας, με πολυβόλα. Ο τρίτος, μένει στα Κρώρα για εφεδρεία. Οι δύο λόχοι του τάγματος Αττικής (ο τρίτος βρίσκεται στα Γεράνεια) κρατούν θέσεις ανατολικότερα, στα μονοπάτια από Κακοσάλεσι, Μαλακάσα, Κιούρκα, Μενίδι. Από την κατεύθυνση τής Θήβας, υπάρχει αρκετό βάθος άβατο σε τροχό, ώστε να φτάσουν έγκαιρα πληροφορίες για εχθρικές κινήσεις. Έφιππες αντάρτικες δυνάμεις, κρατούν μια ημικυκλική γραμμή, πάνω από το δρόμο Ελευσίνας – Κάζας.

Ενας Συνταγματάρχης βρίσκεται στις 15 Οκτωβρίου, στα ΣΛ. τού αρβανίτικου 34ου Συντάγματος. Ο Αρβανίτης Γ. Ρήγος, από την Ελευσίνα. Δεν έχει καμιά σχέση με το ΕΑΜ ή τον ΕΛΑΣ. Συγκλονίστηκε όμως οταν πήρε ένα γράμμα κατωτέρων συναδέλφων του: Τέσσερις ταγματάρχες (Χρ. Δαλιάνης, I. Σταματάκης, Μ. Παπαζήσης, Σπ. Θηβαίος), ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Στ. Ξανθάκης, τρεις λοχαγοί (Γρηγοριάδης, Ζούσης, Μπαϊρακτάρης), δώδεκα υπολοχαγοί και ανθυπολοχαγοί, δεκαοχτώ μόνιμοι υπαξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής, του ζητούν να έρθει και ν’ αναλάβει την διοίκηση τους, το 34ο Σύνταγμα τού τόπου του. Με φαρδιές – πλατιές τις υπογραφές τους, όλοι.

Ρωτάει στην Αθήνα μερικούς στρατηγούς, ο παραλήπτης. (Δεν λείπουν οι περίφοβοι):
Τρελάθηκες; θα σε σφάξουν οι κομμουνισταί!
Μα πώς δε σφάζουν, τριάντα άλλους στρατιωτικούς;
Δεν ξέρω. Είσαι βέβαιος πώς είναι πραγματικές οι υπογραφές;

Εκείνος είναι βέβαιος. Από βδομάδες τον έχουν βεβαιώσει γνωστοί του Δερβενοχωρίτες για την πραγματική παρουσία και υπηρεσία, μονίμων αξιωματικών στα χωριά τους.
Στις 15 βρίσκεται στα Καβάσαλα, στο Σύνταγμα. Μαζί του και ο γέρος καπετάνιος τού Μακεδονικού Αγώνα, υπολοχαγός Μελέτης Πόγγας. Ολόκληρο τ’ απόγευμα, ο πολίτικος Ορέστης τον κατατοπίζει, τον βεβαιώνει πως δεν πρόκειται ν’ αναλάβει καμιά πολιτικά, υποχρέωση. Καμιά δέσμευση.

Από το πρωί τής ίδιας μέρας, ο καπετάνιος τής μονάδας βρίσκεται στην Πύλη. ’Έφθασε εκεί, ανειδοποίητα, ένα καραβάνι μουλάρια. Με 500 τουφέκια, 12 οπλοπολυβόλα, δυο μεγάλους όλμους και λίγα πυρομαχικά. Τα έστειλε ή Νομαρχιακή Εύβοιας, και τα προώθησαν οι τοπικές οργανώσεις των παραλιακών χωριών, τής Βοιωτίας. Τούς όλμους, τούς παίρνει το Σύνταγμα. Τα τουφέκια όμως, δεν είναι για θάψιμο. Πρέπει να κατανεμηθούν σ’ όλα τα χωριά τής Βοιωτίας, για τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Η κατανομή θα γίνει, μαζί με τον αρμόδιο αντιπρόσωπο τής Περιφερειακής Θήβας πού ειδοποιείται να έρθει.

ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ μάτι, κάτι είδε απ’ όλη την κίνηση εκείνων των ημερών στα Δερβενοχώρια. ’Όχι όλα όμως, κάτι μόνο, ένα μέρος απ’ όλα.

Ξένος πρέπει να ήταν. Περαστικός κατάσκοπος τού εχθρού. Στα Δερβενοχώρια, δε φύτρωσε το χορτάρι τής προδοσίας, σε όλη τη διάρκεια τού πολέμου. Σ’ αυτά, επιζούν ακόμα οι πατριαρχικές, ηρωικές αρβανίτικες παραδόσεις. Οι ίδιες, εκείνες πού σ’ άλλους αγώνες, ανέβασαν στα μεσούρανα, τούς Σουλιώτες και το Σούλι. Και τούτο εδώ το δερβένι, στους δρόμους από την Θήβα και Χαλκίδα για τον ισθμό τού Μοριά, έμενε άβατο για τούς Τούρκους. Έτσι ήσαν οι συμφωνίες. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας μια φορά το χρόνο ο καπετάνιος των Δερβενοχωρίων κατέβαινε στην Θήβα, για να δώσει το φόρο της χρονιάς στον Τούρκο Πασά. Και όπως αναφέρει η παράδοση, το πουγκί με τα γρόσια τα κρέμαγε στην μύτη του γιαταγανιού του σε ένδειξη παλικαριάς και ανυποταγής. Το ζύγωνε στα μούτρα του Πασά και τον ρωτούσε ξεκάθαρα.
– Τα Δερβενοχώρια κρατούν την μπέσα τους, το Δοβλέτι τη κρατεί;
– Και ο Πασάς, φυσικά απαντούσε “Ναι”.
Άπλωνε το χέρι του, ξεκρέμαγε από το γιαταγάνι το μεταξωτό μαντήλι με τα 100 γρόσια λέγοντας “άφεριμ”.

Δεν είναι Δερβενοχωρίτης ο προδότης. Αν ήταν, θα έδινε σωστές και όλες τις πληροφορίες. Ενώ ο περαστικός κατάσκοπος τις δίνει κολοβές, μισές παραλείποντας άλλες. Για να φέρουν έτσι, το αντίθετο αποτέλεσμα. Ένα ολέθριο για τον εχθρό αποτέλεσμα.
Ίσως να είδε μόνο περαστικούς Αθηναίους, μεμονωμένους περαστικούς αντάρτες από την Πύλη, και τους ένοπλους Πυλιώτες τής εφεδρικής ομάδας. Ίσως μόνο τούς πολυθόρυβους Εβραίους πού άρχισαν κι’ όλας το μικρεμπόριο τους.
Πολύ πιθανόν να είδε τα φορτώματα τού οπλισμού. Οι Πυλιώτες υποψιάζονται κάποιον υποπλοίαρχο τού Λιμενικού, ιδιοκτήτη αγροκτήματος κοντά στην Κάζα. Πού τού το είχαν καταπατήσει αυτοί και πέρασε από το χωριό τους, να διαμαρτυρηθεί.
Οπωσδήποτε όμως ο κατάσκοπος, δεν είδε τούς έξη αντάρτικους λόχους (τέσσερις τής Παρνασσίδας, δύο τής Αττικής). Πού ξέρουν την παρουσία και τις θέσεις τους, όλοι οι Δερβενοχωρίτες.
Ότι είδε, αυτό καταδίδει. Ότι δεν είδε, αυτό θα φέρει τον όλεθρο, στην επιδρομική δύναμη πού στέλνει ο δέκτης τής αναφοράς τού κατασκόπου: Ό φρούραρχος τής Ελευσίνας.

Τα μεσάνυχτα 15-16 Οκτωβρίου, ένας ενισχυμένος λόχος πεζικού από την φρουρά τού αεροδρομίου, ξεκινάει για την επιδρομή. Φτάνουν με αυτοκίνητα ανάμεσα Μάζι και Κάζα. Αποβιβάζονται και ανηφορίζουν. ’Έχουν — σίγουρα — και οδηγό προδότη. Οι Πυλιώτες πιστεύουν, κανέναν καμπήσιο ή χωροφύλακα πού είχε υπηρετήσει προπολεμικά στο σταθμό Πύλης. Μόνοι τους βέβαια, δε θα μπορούσαν να χωθούν σε ρεματιές με τα σκοτάδια και να βρεθούν πριν το φώτισμα στις «Πόρτες», πλησιάζοντας στο χωριό.

Ο λόχος βρίσκεται έτσι, πίσω από την ημικυκλική αντάρτικη διάταξη. Με την πρώτη πληροφορία — από τσομπανόπουλο (ο Περικλής Λύγκος) πού σκάριζε τα πρόβατά του στο δρόμο τους με τις φωνές του: Ίκενει βίιν Γερμανότ (φύγετε έρχονται Γερμανοί), κανείς δεν μπορεί να φανταστεί την πραγματικότητα.

Έφτασε στο σπίτι του Στέφα και άρχισε να κτυπάει την πόρτα φωνάζοντας με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει.
– Στέφ, Στέφ Βίιν Γερμανότ (Στέφα, Στέφα έρχονται Γερμανοί).
Στην πόρτα φάνηκε ο Στέφας αγουροξυπνημένος, τα μάτια του γυάλιζαν παράξενα, σχεδόν αγριεμένα.
Έγειρε το κεφάλι του αριστεροδεξιά για να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο τον απρόσμενο μεταμεσονύκτιο επισκέπτη και ρώτησε.
– Τσ Θέρετ ρε; Κούς βιέν; (Τι φωνάζεις ρε; Ποιος έρχεται;)
– Γερμανότ… βίιν Γερμανότ… (Γερμανοί… έρχονται Γερμανοί)
– Γκά κού Βίιν; (Από πού έρχονται).
– Γκά Πάστρα γκίτεν γκά πρόϊ (Από την Πάστρα ανεβαίνουν το ρέμα).

Το αναπάντεχο νέο διαδόθηκε σαν αστραπή μέσα στο χωριό.
Όλοι νομίζουν πώς την ίδια ώρα κι’ άλλοι λόχοι προχωρούν, από άλλες κατευθύνσεις, από παντού. Πώς να το βάλει το μυαλό τους, πώς ένας λόχος, μόνος του, μπήκε έτσι μέσα στη φάκα.

Στην Πύλη, έχουν μια μαχητική ομάδα με 12 τουφέκια.picture

ΣΤΕΦΑΣ ΜΑΛΙΑΤΣΗΣ

ΣΤΕΦΑΣ ΜΑΛΙΑΤΣΗΣ λέγεται ο αρχηγός της. Λοχίας στο στρατό. Τσομπάνης με 150 πρόβατα τώρα. Ένας απλός αθόρυβος χωρικός. Πού τώρα θα φανερωθεί άξιος πολέμαρχος, μα κι’ ο πιο τραγικός ήρωας στην Εθνική Αντίσταση.

Σιγά–σιγά άρχισαν να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι του χωριού στού Στέφα την αυλή και ένα ερώτημα πλανιέται στα πρόσωπα όλων.
– Τσ μπένεμ νάνι; Ντο ντιέγκεν κατούντιν Γερμανότ, ντό βράσεν ντιέλτ.( Τι γίνεται τώρα; Θα κάψουν το χωριό οι Γερμανοί, θα σκοτώσουν τα παιδιά).

Ο Στέφας έδωσε την απάντηση στο βουβό αυτό ερώτημα.
ΓΙΕΜΙ ΕΔΕ ΝΕΒΕ ΚΤΟΥ.
Μώς νιέ νούκ ντό χίιν νε κατούντ γκά ατά.
(ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΕΔΩ. Ούτε ένας δεν θα μπει στο χωριό από αυτούς).

Μπήκε μια στιγμή στο σπίτι και βγήκε με ένα μαύρο κοντογούνι στην πλάτη του και ένα όπλο στο χέρι.
– Ένει πασόε (Ελάτε μαζί μου) είπε στους συγκεντρωμένους κατοίκους.

Ή φωνή τού Στέφα κυριαρχεί μέσα στη σύγχυση και τον πανικό γυναικών και παιδιών από το απαίσιο μήνυμα για την εμφάνιση τού εχθρού:
— Όλοι στην αποθήκη, όλοι μ’ ένα ντουφέκι κοντά τους…
Με βήμα αποφασιστικό ο έφεδρος Λοχίας Στέφας Μαλλιάτσης έφτασε στην αποθήκη με τα όπλα, που είχαν μεταφερθεί την προηγούμενη μέρα στο χωριό.
Έσπασε την πόρτα της αποθήκης.
Εκατό χοντρόπετσα ροζιασμένα από την σκληρή βουνίσια ζωή χέρια οπλίστηκαν με λιανοτούφεκα και ένα οπλοπολυβόλο που αυτή την κρίσιμη στιγμή προσπαθούσαν να μάθουν τον χειρισμό του.
Οι εκατό οπλισμένοι Πυλιώτες αφού χωρίστηκαν σε ομάδες ξεκίνησαν για τα ταμπούρια με εντολή κανείς να μην ρίξει πριν τον Στέφα.

Οι πολλοί τρέχουν και πιάνουν θέσεις σ’ ακρινά σπίτια γύρω στον καπετάνιο τους πού εκεί ζει τις πιο δραματικές, τις πιο τραγικές στιγμές πού μπορεί να τύχουν σ’ άνθρωπο σε τούτον τον κόσμο.

Με το φώτισμα βλέπουν πια τον εχθρό να πλησιάζει. Μα βλέπουν και κάτι άλλο πού τούς παραλύει: Στο δρόμο τους, με το σκοτάδι, οι Γερμανοί πιάσανε τρία παιδιά τού χωριού πού «σκάριζαν» τα πρόβατά τους. Τώρα, τάχουν μπροστά – μπροστά από τούς ανιχνευτές τους. Για οδηγούς; Όχι, έχουν προδότη οδηγό αυτοί. Για προκάλυμμα, για ασπίδα, τα θέλουν!

Τι θα κάνουν τώρα οι Πυλιώτες, τι πρέπει να κάνουν; Και αν για όλους είναι δραματικό το δίλημμα, τι να πει κανείς για τον Στέφα πού ξεχωρίζει όμηρο τον μικρο του γιο, τον Γιώργο και τον ανεψιό του Σωτήρη…

Τούτη δα στιγμή, ξημερώνοντας 16 Οκτωβρίου, εδώ στην Πύλη, γράφεται ή πιο ηρωική όσο και τραγική σελίδα τής αντιστάσεως των Ελλήνων. Βλέπει το παιδί του και το ανίψι του ο καπετάνιος, στις μπούκες των τουφεκιών του, ακούει πίσω του κλάματα και φωνές άλλων παιδιών και μανάδων, βλέπει και τούς συμπολεμιστές του πού οι πιο κοντινοί, αμίλητοι κι’ αναποφάσιστοι τον κοιτούν στα μάτια περιμένοντας απ’ αυτόν, «το τί θα κάνουν»: Το παιδί του, ο εχθρός, ή Πατρίδα, το χωριό, το χρέος.

Έρποντας μέσα από τα βράχια ένας Πυλιώτης έφτασε στο ταμπούρι του Στέφα, και του λέει.
— Φύγε είσαι πατέρας θα τα καταφέρουμε μόνοι μας.
Αγρίεψε, τα μάτια του πέταξαν φλόγες, η ανάσα του έβραζε.
Το αρβανίτικο φιλότιμο, το χρέος στην πατρίδα και το χωριό του που αυτή την κρίσιμη στιγμή εμπιστεύθηκε την τύχη στα χέρια του, δεν του επέτρεπαν να κιοτεύσει.

Αργά υψώνει το βαρύ, το ασήκωτο τουφέκι του. Πόσο βαριά είναι κι’ όλα τ’ άλλα τουφέκια, πού έρχονται «επί σκοπόν»! ‘Όλοι οι δισταγμοί όμως σβήνουν με το βροντερό παράγγελμα τού τραγικού πατέρα:
Ποιες σφαίρες να βρήκαν τα παιδιά; Ποια χτύπησε τον Γιώργο Μαλιάτση; Τι ν’ απέγιναν με τη μάχη πού κόρωσε ύστερα από την πρώτη «μπαταριά»;

Ώρες αργότερα, τ’ απομεσήμερο, όταν θα λυγίσει ο εχθρός, θα το βρει, «το πρόλαβε» το παιδί του ο Στέφας. Μαζί με τον παπά τού Συντάγματος, τον Χρυσόστομο Πέπα. Πρόλαβε ο μικρός να δει για τελευταία φορά τον πατέρα του στις τελευταίες του στιγμές, πριν ξεψυχήσει. Πρόλαβε κι’ ο πατέρας να το στερνοφιλήσει ζωντανό. Και ύστερα, μπροστά ο Στέφας με το ζεστό ακόμα μικρο κορμί στην αγκαλιά του, πίσω ο παπάς κρατώντας το τουφέκι τού πολέμαρχου με λυγμούς και μουρμουριστούς νεκρώσιμους ψαλμούς, το φέρνουνε στην άμοιρη μητέρα….

Η ΦΩΤΙΑ από τα εκατό τουφέκια, αιφνιδιάζει τούς λύκους τού επιδρομικού λόχου.
Μα μόνο για λίγες στιγμές. Είναι όλοι τους νεαροί, άγρια θηρία τής χιτλερικής ζούγκλας (δέκα χρονών τούς βρήκαν οι άνθρωποφαγικές διδασκαλίες τού Γκέμπελς και τού Ρεμς). Ποιος δεν τα θυμάται εκείνα τα θηρία με την αγριάδα τής «ανώτερης φυλής»;
Είναι ένας λόχος, συγκροτημένος, οργανωμένος. Τα μυδράλια τους με την ασύλληπτη ταχυβολία κροταλίζουν, σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Αντίκρυ τους έχουν καμιά εκατοστή άνδρες, πού γρήγορα καταλαβαίνουν κι’ από τα μαύρα σκουτιά τους, πώς δεν είναι καν «παρτιζάνοι».
Την αισθάνονται αυτήν την υπεροχή τους οι ορμητικοί πολεμιστές τής Βέρμαχτ, την αντιλαμβάνεται ο λοχαγός τους και πολλαπλασιάζουν την ορμητικότητα τους. Ή αντίσταση τούς αποθηριώνει και αποκορυφώνει τα πολεμικά τους προτερήματα.
Αλλά οι Πυλιώτες μάχονται πραγματικά υπέρ βωμών και εστιών, μάχονται ηρωικά, πεισματικά, μάχονται ακατάβλητοι. Πατούν στα πρώτα σπίτια οι Γερμανοί, αλλά ή αντίστασης ούτε κάμπτεται ούτε χάνει το συντονισμό της. Σε κείνες τις τόσο τραγικές στιγμές, με το «φάσμα» τού σκοτωμένου Γιωργάκη μπροστά στα μάτια του διαρκώς, ο Στέφας φανερώνεται άφθαστος πολέμαρχος, τέτοιος πού κανείς δεν το είχε φανταστεί ως τότε, ούτε και ο ίδιος ακόμα.
Δίνει βροντερές διαταγές, όλοι τον ακούν και πειθαρχούν τυφλά σ’ αυτές, συντονίζει, εμψυχώνει, αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια ελιγμού τού Γερμανού λοχαγού αποτελεσματικά. Και είναι κατηγορηματικός στην απάντηση του, στα ερωτήματα μαχητών και άμαχων ανδρών και γυναικών τού χωριού του, πού κάθε στιγμή όπως περνάει, τούς φαίνεται ώρες ατέλειωτες.
— Στέφα, πού είναι οι αντάρτες;
— Στέφα αργούν, δε φαίνονται.
— Θα θρουν, σας λέω! θα τούς κλείσουν. Κανείς Γερμανός δεν θα φύγει.

Και αν κανείς άμαχος, καμιά γυναίκα, δείχνει πιο απελπισμένος, ή άγρια Φωνή τού καπετάνιου τον συνεφέρει.
— Βίνιεν, βίνιεν ρέε (έρχονται).

Δίκιο έχει ο αρχηγός των μαχόμενων στην Πύλη για την πεποίθηση του πώς έρχονται οι αντάρτες όπως τού μήνυσε ο Νάκιας πού έφθασε από το κοντινό χωριό, τα Καβάσαλα, οπού βρίσκεται ή διοίκησης τού Συντάγματος. Αλλά δεν έχουν άδικο κι’ εκείνοι πού αδημονούν για την αργοπορία.

Δεν μπορούν στο Σύνταγμα να υποθέσουν πώς έτσι στα καλά καθούμενα και στα στραβά, μπήκε ο εχθρός μέσα στη φάκα. Κάποιο σχέδιο πρέπει να έχει, κάτι να ετοιμάζει.
Οι άλλοι λόχοι κρατούν τις θέσεις τους, σύμφωνα με το δικό τους σχέδιο. Ό εφεδρικός τού Καλλία, παίρνει διαταγή να κινηθεί προς την Πύλη. Στις 2-3 ώρες πού χρειάστηκαν για να φτάσει, οι Πυλιώτες όχι μόνο σταμάτησαν τούς Γερμανούς, μα είχαν αρχίσει κι’ όλας να τούς απωθούν. Τώρα το πρόβλημα δεν είναι να αποκρουστεί ή εισβολή τους στην Πύλη, αλλά πώς να αποκλειστεί ή διαφυγή τους. Οι Πυλιώτες με τον Στέφα κατά μέτωπον, ο λόχος τής Παρνασσίδας από το πλευρό, ρίχνουν τούς Γερμανούς πίσω προς τις «Πόρτες» απ’ όπου ξεχύθηκαν το πρωί. Ο ταγματάρχης Δαλιάνης, μάζεψε κάπου 25 διάσπαρτους άνδρες και ανηφορίζουν κι’ αυτοί, να κλείσουν άλλη μια διάβαση διαφυγής προς το Μάζι.

Οι επιδρομείς κλείστηκαν από παντού, ή ηρεμία στις άλλες επικίνδυνες κατευθύνσεις συνεχίζεται ως το μεσημέρι και ως τ’ απόγευμα. ‘Όμως οι αποκλεισμένοι Γερμανοί πολεμούν ώρες ολόκληρες με λύσσα. Οι κόκκινες φωτοβολίδες τους στέλνουν το σήμα τού κινδύνου. Πού όμως; Κανείς δεν έμαθε ως το τέλος του.

Έγερνε πια ο ήλιος, όταν ή μάχη τής Πύλης τέλειωνε με την «παρέλαση» σαραντατριών από τούς επιδρομείς, μπροστά από έναν «εν στολή» συνταγματάρχη (τον Αρβανίτικης καταγωγής Συνταγματάρχη Γιώργο Ρήγο Διοικητή του 34 Συντάγματος του ΕΛΑΣ). Κουρελιασμένοι — οι θερινές στολές τους με τα κοντά παντελόνια είχαν καταξεσχισθεί στο κυνηγητό μέσα στα πουρνάρια και τις κοφτερές πέτρες — διψασμένοι με τη γλώσσα έξω, τραυματισμένοι, καταματωμένοι, πασαλειμμένοι στα αίματα, κουτσαίνοντας και βογκώντας, αυτοί είχαν μείνει ζωντανοί από τον «πρωινό λόχο». Ίσως να γλύτωσαν και πέντε – έξη ακόμα κρυμμένοι σε κανένα κάρκαλο. Ίσως αυτοί να ρίξανε αργά τη νύχτα δύο – τρεις ακόμα κόκκινες φωτοβολίδες, από ψηλά, πάνω από τις Πόρτες.

Οι άλλοι, όμως, οι πολλοί, ογδόντα, θα μείνουν για πάντα στους βοσκότοπους τού χωρίου πού πήγαιναν να κάψουν. Τα κόκκαλά τους, τα κρανία τους, σκορπισμένα από τούς τσάκαλους και τα όρνεα σε κάρκαλους και αετοφωλιές, χρόνια θα ασπρίζουν, ανάμεσα στις γκρίζες πέτρες, σε ράχες και πλαγιές τού Κιθαιρώνα.
Οι σαράντα τρεις παραδόθηκαν μόνο όταν σκοτώθηκαν όλοι οι βαθμοφόροι τους. Όλοι εκτός έναν δεκανέα, ξεπλατισμένο κι’ αυτόν από ριπή οπλοπολυβόλου.

picture

1948. Πηγαίνοντας για την εξορία. Νοδάρας Στ., Λίγγος Θανάσης, Νοδάρας Βασίλης, Μαλιάτσης Στέφας, Μάνθος Μπάτης. (από το περιοδικό Αυτονόη, Τεύχος 11 Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2007)

ΑΡΓΑ τη νύχτα, ένας γερμανομαθής Ισραηλίτης — σε εξοπλισμένους Ισραηλίτες έχουν αναθέσει τη φρούρηση των αιχμάλωτων — τούς διαβάζει δυο κείμενα πού έγραψε ο ίδιος, με όμοιο περιεχόμενο.
Έγγραφο τού Συντάγματος προς τον διοικητή τους, στην Ελευσίνα.
Αναφορά τους πού πρέπει να την υπογράψουν όλοι, για να φανεί πώς βρίσκονται ζωντανοί.
Και τα δύο λένε: Αν δεν ξεσπάσουν οι καταχτητές σε πυρπόληση των χωριών, τότε οι αιχμάλωτοι, «θα τύχουν μεταχειρίσεως κατά τούς νομους τού διεθνούς δικαίου». Διαφορετικά — αν κάψουν τα χωριά — τότε θα τουφεκιστούν.
Μόλις τούς το διαβάζει ο γερμανομαθής — στα Κρώρα, μέσα στην εκκλησία — οι αιχμάλωτοι με το σπασμένο ηθικό, ξεσπάν όλοι σε κλάματα γοερά.

Γιατί;
Γιατί ξέρουν πώς τα Δερβενοχώρια είναι καταδικασμένα από την διοίκηση τους. Και κλαίνε γοερά τη μαύρη μοίρα τους.

Ή Πύλη είχε εννέα άμαχους νεκρούς. Τα τρία παιδιά (δύο ξαδέρφια Μαλιάτσηδες και το γιο τού Ηρακλή Βλάχου ), δυο γυναίκες και τέσσερις άντρες. Ακόμα, και δύο πολεμιστές γέροντες. Τον Γ. Σταμάτη, πατέρα τραυματία αντάρτη. Κι’ άλλον έναν γέροντα, με το όνομα Γ. Νέος.

Οι αντάρτες είχαν έναν νεκρό. Τον Έκτορα, που τον θάψαμε έξω από τα Καβάσαλα.

Δεν αμφιβάλλουν στην διοίκηση των ανταρτών, για το τι θα γίνει την άλλη μέρα. Δύο θωρακισμένα περιπολικά πού φτάσανε από τη Θήβα στη «Γέφυρα Μητροπολίτη» — προς την Πύλη — δείχνουν πώς κι’ από κει (από τη Θήβα) θα έχουν τώρα επίθεση.
Σε τούτη την κατεύθυνση πιάνει θέσεις ένας λόχος τού 2ου τάγματος (Θήβας) πού βρέθηκε συμπτωματικά, ανάμεσα Πύλη και Χλεμποτσάρι. Στις άλλες, οι λόχοι κρατούν τις θέσεις τους (με το απλό αμυντικό σχέδιο) και περιμένουν στο πόδι όλοι, δύο ώρες νύχτα (πριν το φώτισμα).

Δεύτερος όλεθρος

Πάλι οι Γερμανοί δείχνουν περιφρόνηση άγνοιας, για τούς αντάρτες. Δεν ξέρουν τον καταποντισμό τού λόχου τους στην Πύλη; Ίσως να μην το ξέρουν ακόμα και δείχνουν πάλι αλόγιστη αυτοπεποίθηση. Για να το πληρώσουν πάλι, πολύ ακριβά.

Τέσσερα πελώρια φορτηγά αυτοκίνητα με 20 άνδρες το καθένα, ανηφορίζουν με αγκομαχητό τον στενό καρόδρομο, από την Ελευσίνα για τα Κρώρα. Αυτά αποτελούν την εμπροσθοφυλακή τής μιας φάλαγγας (άλλη μια κατευθύνετε προς την Πάνακτο και τρίτη στην Πύλη, από τα Θήβα). Έτσι ακάλυπτα άργοπροχωρούν τα φορτηγά, στον ανηφορικό καρόδρομο με τα πολλά «καγκέλια».

Οι αντάρτες έχουν προωθηθεί αρκετά, για να αιφνιδιάσουν τον εχθρό. Σε θέσεις αναγνωρισμένες, από μέρες. Όπου έχουν μετρημένες τις αποστάσεις — για τα πυρά τους — με τη μεζούρα, όπως λένε.
Σε μελετημένες θέσεις και αποστάσεις έχει τοποθετήσει τα πολυβόλα και τα ολμίδια του ο λοχαγός ’Αριστείδης (μόνιμος ανθυπασπιστής). Μα είναι και τυχερός. Το πρώτο – δεύτερο βλήμα από ολμίδιο, πετυχαίνει μέσα στο πρώτο αυτοκίνητο κάποιο κιβώτιο πυρομαχικών. Με την έκρηξη παίρνει φωτιά και ή μηχανή. Τα άλλα πέφτουν, τρακάρουν, επάνω στο πρώτο. Δύο ντεραπάρουν στην κακοτοπιά. Τα βλήματα των ολμιδίων πέφτουν συνέχεια, βροχή. Καπνοί σκεπάζουν μηχανές και ανθρώπους.

Πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και τουφέκια, ρίχνουν ασταμάτητα στον φλογοβόλο στόχο. Ζήτημα να γλύτωσαν 5-6, από τούς στοιβαγμένους στρατιώτες. Χρόνια θα μένουν στον τόπο εκείνον, τα τσαλακωμένα σιδερικά από τα τέσσερα φορτηγά.

Η ορμή των πολεμιστών τής Βέρμαχτ, δεν ανακόπτεται μ’ ένα πάθημα. Τώρα αρχίζει ή πραγματική μάχη, σε τούτη και στις δύο άλλες κατευθύνσεις. Με ενισχύσεις πού καταφθάνουν ολοταχώς, μετά το δεύτερο πάθημα. Οι κορυφογραμμές πού περιβάλλουν το μικρο οροπέδιο βάλλονται καταιγιστικά από βλήματα πυροβολικού και όλμων, πού οι εκρήξεις τους σηκώνουν ολημερίς πίδακες σκόνης. Τα ασταμάτητα πυρά των μυδράλιων κυριαρχούν, σκεπάζουν τα πυρά των ‘Ελλήνων με τα ιταλικά οπλοπολυβόλα, πού ή ταχυβολία τους σε σύγκριση με τα γερμανικά, φαίνεται απελπιστική.

Το απομεσήμερο ή κατάστασις στον τομέα των Κρώρων γίνεται κρίσιμη. Τραυματίζεται ο λοχαγός Μεσολογγίτης, τα πυρά τού εχθρού εξακολουθούν πάντα ασταμάτητα, ή πίεσης του όλο και αυξάνει. Αποστέλλονται ενισχύσεις από τμήματα πού κρατούν άλλον τομέα, προς το Κακοσάλεσι, όπου δεν εκδηλώνεται επίθεσης. ’Αλλα θέλουν ώρες να φθάσουν. Και εν τω μεταξύ στα Κρώρα οι αντάρτες κάμπτονται.

Πριν φθάσουν οι ενισχύσεις κινούνται προς τα εκεί ο Βερμαΐος, ο πολιτικός τού τάγματος Παρνασσίδας Διαμαντής, και ο επιτελής του Δυοβουνιώτης. Και φτάνουν στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν υπάρχει κίνδυνος να μεταβληθεί ή κάμψης σε φυγή. Οι πρώτοι «φυγάδες» πέφτοντας επάνω τους, σταματάν σαστισμένοι.
Με λίγες κουβέντες τους και περισσότερο με το φιλότιμο, ακολουθούν τούς καπεταναίους. Νά πιάσουν νέες θέσεις κάπου, να κρατήσουν τη ράχη, μπροστά από τα Κρώρα.
Δεν είχαν υποχωρήσει όλοι. Ό λοχαγός ‘Αριστείδης έμενε ψύχραιμος κι’ απτόητος στη θέση του. Φτάνει πρώτη — από το τάγμα ’Αττικής — ή διμοιρία των Ρώσων. Με το σούρουπο, ο εχθρός σταματάει την πίεση του. Με το νύχτωμα, φτάνει κι’ ο λόχος τού Λαοκράτη (ανθυπίλαρχος Κ. Κοντός).

Στον τομέα Καβάσαλα – Πάνακτος, ο Παπαζήσης με δύο λόχους (Καλλία και Μίλτου Παπαθανασίου) κρατάει τις θέσεις του. Κι’ ας σκάζουν ασταμάτητα στην κορυφογραμμή, οβίδες και βλήματα όλμων. Το πάθημα των αυτοκινήτων του στα Κρώρα, ο εχθρός το αποδίδει ίσως σε νάρκες. Γι’ αυτό και δε φάνηκαν θωρακισμένα τη δεύτερη μέρα τής μάχης, σε τούτον τον τομέα.

Στην κατεύθυνση μπροστά από την Πύλη, το εχθρικό τάγμα από την Θήβα, κάμπτει το δειλινό την αντίσταση τού εκεί λόχου και λίγων εφεδρικών ομάδων από τα πεδινά χωριά. Οι Πυλιώτες — με όλο τους το δίκιο — απασχολούνται με το άδειασμα των σπιτιών τους. Νά κρύψουν τα υπάρχοντα τους, έξω, μακριά. Ακόμα, βοηθούν να απομακρυνθούν και τα όπλα πού είχαν στείλει από την Εύβοια.
Την δουλειά αυτή την έχει αναλάβει ο περαστικός Λευτέρης Αποστόλου. Ό παλιός, πρώτος γραμματέας τής Κεντρικής τού ΕΑΜ (είχε δραπετεύσει από τις φυλακές, με την ιταλική διάλυση). Με κινητοποίηση στα χωριά πού δε φάνηκε εχθρός (Λιάτανη, Κλειδί, Κακοσάλεσι) μεταφέρεται και σιγουρεύεται, όλος εκείνος ο οπλισμός.

Στο σούρουπο υποχωρεί ο λόχος τής Θήβας πού είχε πιάσει θέσεις μπροστά από την Πύλη. Με την ελπίδα πώς δε θα προχωρήσει τη νύχτα ο εχθρός.
Μα οι Γερμανοί, έχουν λυσσάξει για να κάψουν την Πύλη. Προχωρούν στο σκοτάδι, μπαίνουν μέσα στο χωριό, βάζουν φωτιά από δέκα μεριές και φεύγουν — νύχτα — σε δύο ώρες. Δεν τούς προφταίνει στην αντεπίθεση του, ο καπετάνιος τού τάγματος Αττικής, ο ατρόμητος Θεοχάρης. Φλόγες φωτίζουν όλη τη νύχτα τον τόπο όπου χάθηκε ο εχθρικός λόχος.

Μεγάλο έρχεται το πάθημα των Γερμανών, με τούς διακόσιους νεκρούς τους, σε δύο μέρες. Και μεγάλη αντίστοιχα, ή επιτυχία εκείνων πού τούς δώσανε τα χτυπήματα. Με την τακτική τους, πρέπει τώρα ν’ αποσυρθούν τη νύχτα οι αντάρτες. Να μην αγκιστρωθούν και αφανιστούν, στον τόσο επικίνδυνο χώρο. (Με τις ανεξάντλητες εφεδρείες τού εχθρού, στις κοντινές βάσεις του. Και στην Αθήνα ακόμα, μπορεί να υπολογίζει).
Μα δε φεύγουν, θα πολεμήσουν όσο το μπορούν, για να δώσουν όσο μπορούν περισσότερο χρόνο στους Δερβενοχωρίτες. Νά βγάλουν ότι έχουν και δεν έχουν από τα σπίτια τους. Πού θα τα βγάλουν όλα, μέχρι και τα άδεια κρασοβάρελα, τα έτοιμα για τον μούστο. (Ο τρύγος στο υψόμετρο 700, γίνεται τέλος ’Οκτωβρίου).

Δεν κατορθώνουν να κρατηθούν ολόκληρη την τρίτη μέρα, 18 ’Οκτωβρίου. Τη μισή όμως, ως τ’ απομεσήμερο, κρατούν τις θέσεις τους.
Τα Κρώρα έχουν πάλι για κύριο αντικειμενικό σκοπό οι Γερμανοί. Κορώνει από εκρήξεις οβίδων και όλμων ο τόπος, μπροστά στη ράχη και πίσω στις πλαγιές τού Μεγάλου Βουνού. Οι σπασμένες πέτρες τινάζονται, γίνονται κι’ αυτές βλήματα. Τραυματίζονται σοβαρά, πάνω από 25 αντάρτες. Κάνουν την εμφάνιση τους και τρία εχθρικά αεροπλάνα.

Το μεσημέρι πια το Σύνταγμα, τ’ αποφασίζει για υποχώρηση. Και από τα Κρώρα και από την Πάνακτο.
Ζεματισμένος τώρα ο εχθρός από τα προηγούμενα παθήματά του, δε δοκιμάζει καν την καταδίωξη. Περιορίζεται στην πυρπόληση των χωριών: Στα Κρώρα σχεδόν όλα τα σπίτια. Στα Σκούτρα και την Πάνακτο, τα λιγότερα. Στην Πύλη, κι’ εκεί τα περισσότερα. Και στα Καβάσαλα, κανένα. Δεν τα είχαν στον κατάλογο πού πήρανε από τη Θήβα και Ελευσίνα. Γιατί τα Καβάσαλα δεν ήταν ξεχωριστή κοινότητα (αλλά οικισμός, στην Πάνακτο). Κι’ αφού δεν ήταν το χωριό στον κατάλογο το άφησαν άθικτο!

Μόνο 24 ώρες μείνανε στα χωριά. Χωρίς να προχωρήσουν παραπέρα. Ούτε και σε δύο μεγάλες Ιταλικές σκηνές (από την Αράχωβα) πού τις είχε στη μίνες στην πλαγιά τού Μεγάλου Βουνού, το 5ο Τάγμα. Για αναρρωτήριο και αποθήκη τροφίμων. Τις άφησαν άθικτες.

Για τις ζημιές τους, θα αναφέρουν οι Γερμανοί στις εκθέσεις τους:

«ΜΑΧΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ ΑΝΤΑΡΤΩΝ»: …
…Εκεί, αντιθέτως, όπου διαπιστώνουν ότι υπάρχει αδυναμία οι αντάρτες ενεργούν μεγάλες και καλώς προετοιμασμένες επιθέσεις. Δι αυτού τού τρόπου επέτυχαν εις δύο περιπτώσεις εις τα Καλάβρυτα και τα Σκούρτα, παρά τις Θήβας να απομονώσουν ανά μίαν ιδικήν μας μονάδα και να τις εξουδετερώσουν…»
.

Τη νύχτα τής 18ης, το 1ο τάγμα ’Αττικής αποσύρεται στον δασωμένο ορεινό όγκο τής Πάρνηθας. Το 5ο Παρνασσίδας, παίρνει το δρόμο τού γυρισμού, πίσω στην περιοχή του. Με δρομολόγιο δίπλα από την Υλίκη και Παραλίμνη, προς την Λοκρίδα.
Μαθαίνουν την κίνηση εκείνη οι Γερμανοί, αλλά με κάποια καθυστέρηση Προσπαθούν να το αποκόψουν. Μα δεν καταφέρνουν τίποτα. Ο Παπαζήσης περνάει όλες τις κακοτοπιές έγκαιρα, πριν φτάσουν οι μηχανοκίνητες φάλαγγες. Γιατί αυτές κινούνται στα τυφλά ενώ τούς αντάρτες τούς βοηθούν με τις πληροφορίες τους, τούς καλύπτουν οργανώσεις αλλά και όλος ο λαός, σε όλα τα χωριά τής διαδρομής.
Mε τις καθυστερημένες πληροφορίες για το 5ο Τάγμα, ο εχθρός δε φαντάζεται πώς το άλλο έμεινε στην Πάρνηθα. Δεν το ενοχλεί κανείς, ούτε καν με αεροπορικές αναγνωρίσεις. Αργότερα και σιγά-σιγά θα αντιληφθούν πώς δεν εννοεί ν’ απομακρυνθεί από τη βάση του, τούτο το τάγμα.

Τούτη ή τριήμερη μάχη, έχει ξεχωριστή σημασία και για έναν ακόμη λόγο : Ό αχός από το εχθρικό πυροβολικό, φτάνει στην Ελευσίνα και τον Ασπρόπυργο, φτάνει και στον Σκαραμαγκά κι’ ως τις δυτικές παρυφές τής Αθήνας. Και τη μαθαίνουν, τις ίδιες ή τις κατοπινές ώρες, εκείνοι πού πάντα αγωνίζονται στην αδούλωτη Πρωτεύουσα.
Σ’ όλο το τριήμερο, βρίσκονται σε συναγερμό οι ΕΑΜικές βάσεις τής Θήβας, Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Κακοσάλεσι. Ιδιαίτερα οι κοντινές στο οροπέδιο, τής Θήβας, Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Κακοσάλεσι. Ιδιαίτερα οι κοντινές στο οροπέδιο της Θήβας. Τούς 25 τραυματισμένους αντάρτες, αυτές τούς αναλαμβάνουν. Και τούς μεταφέρουν, χωρίς καμιά απώλεια, μακριά από τον τόπο τής μάχης, στην Εύβοια. Με βάρκες από την αγωνιστική Αρτάκη και από την νότια ακτή τού Ευβοϊκού.

Ύστερα από 36 ολόκληρα χρόνια η πατρίδα θυμήθηκε και έστησε στο πεδίο της μάχης κάποιο μνημείο και έτσι ο μεγάλος αιμοδότης της μάχης, ο ήρωας Στέφας Μαλλιάτσης λίγους μόνο μήνες πριν το θάνατό του (7-Ιουνίου 1978) θα διαβάσει συλλαβιστά την ένδειξη που είναι γραμμένη στην μαρμάρινη πλάκα.

ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΟΙ ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΓΡΑΨΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΕΝΔΟΞΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1940–1944)
ΣΤΙΣ 16–10–1943 ΣΥΣΣΩΜΟΙ ΟΙ ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟ ΣΤΕΦΑ ΜΑΛΛΙΑΤΣΗ ΕΞΟΝΤΩΣΑΝ ΕΝΑ ΣΙΔΗΡΟΦΡΑΚΤΟ ΛΟΧΟ ΤΗΣ ΒΕΡΜΑΧΤ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΝ ΝΑ ΚΑΨΕΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ.
ΝΕΚΡΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ. 100
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ 43
ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΧΗ:
ΝΕΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΤΩΝ 18
ΚΩΝΣΤΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΤΩΝ 50
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΤΩΝ 70
ΕΚΤΟΡΑΣ ΕΤΩΝ 25

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΟΠΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΑΣΑΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΣΑΝ ΑΣΠΙΔΑ ΕΠΕΣΑΝ:
ΜΑΛΛΙΑΤΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (ΓΙΟΣ ΑΡΧΗΓΟΥ) ΕΤΩΝ 18
ΜΑΛΛΙΑΤΣΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΕΤΩΝ 20
ΛΥΓΚΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΕΤΩΝ 18
ΒΛΑΧΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΤΩΝ 18
ΝΤΑΡΔΑΣ ΝΩΝΤΑΣ ΕΤΩΝ 53

ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ:
ΓΚΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΤΩΝ 75
ΚΟΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΑΝΑΠΗΡΟΣ) ΕΤΩΝ 44
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΤΩΝ 70
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΩΝ 70
ΣΤΥΛΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΑΣΗΜΩ ΕΤΩΝ 70.


Στους «εξουδετερωμένους» των γερμανικών εκθέσεων, περιλαμβάνονται και οι 43 αιχμάλωτοι τής Πύλης.
Σκοτώνονται όλοι. Και μάλιστα — όπως δεν πρέπει να γίνει φασαρία τη νύχτα τής υποχώρησης — όχι με τουφέκι, αλλά με μαχαίρι. Σκληρός ο πόλεμος. Φρικτός ο ανταρτοπόλεμος.

Δε θα λείψουν οι επικριτές και κατήγοροι, για την αντάρτικη απανθρωπιά. Σύγχρονοι ή μεταπολεμικοί. Μα εκείνοι πού τον ζούνε τον αντιστασιακό πόλεμο, ο λαός τής περιοχής, οι Αρβανίτες, έχουν διαφορετική γνώμη. Τούς ευχαριστεί, τούς ενθουσιάζει κι’ αυτό ακόμα το εχθρικό πάθημα. Για τον τόπο τής θανατώσεως και ταφής τους – πάνω από το Κακοσάλεσι — τραγουδούν σε πλαγιές βουνών και σε χωριά. Και σε καφενεία όμως, πίνοντας, ικανοποιημένοι και ενθουσιασμένοι:
Στα Βούντιμα στις αχλαδιές,
ειν’ ένα πηγαδάκι.
Οι αντάρτες πίνουνε νερό
και οι Γερμανοί φαρμάκι.
Γεια σου Ορέστη γεια σου,
εσύ και τα παιδιά σου.

Πηγή: 1)Η αφήγηση του Φώτη Βερμαίου (ο επιτελάρχης του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας), για τη Μάχη της Πύλης από τον 7ο τόμο του έργου του “Βρετανοί-Το αντάρτικο-Απελευθέρωση”….

Σχετικά