Ο σπουδαίος ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος, γνωστός και ως «Μπαγιαντέρας» έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 18 Νοεμβρίου του 1985.
Ο Μήτσος (ή μπαρμπα-Μήτσος αργότερα) Γκόγκος χάρισε στο ελληνικό πεντάγραμμο μια σειρά από τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα, μοναδικά τραγούδια που έμελλε να είναι διαχρονικά και να μη βγουν ποτέ από το στόμα του Έλληνα.
Οι ευαίσθητοι και ρομαντικοί στίχοι του ύμνησαν προπολεμικά τον έρωτα όσο λίγοι, αν και όταν θα ερχόταν ο Β’ Παγκόσμιος και η Κατοχή, ο αριστερός Μπαγιαντέρας θα μετατρεπόταν σε πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη που θα υμνούσε τον αντιστασιακό αγώνα κατά του βάρβαρου κατακτητή!
Αφού πολέμησε γενναία στο αλβανικό μέτωπο, έγραψε αντιπολεμικά και επαναστατικά ρεμπέτικα τραγούδια, την ώρα που τυφλώνεται, δίνοντας στους στίχους του κάτι από τη σκοτεινιά και τα βάσανα της προσωπικής του οδύσσειας.
Ο Μπαγιαντέρας έζησε πραγματικά σκληρά χρόνια, τα οποία ακολουθήθηκαν από ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς ήταν δηλωμένος κομμουνιστής σε καιρούς χαλεπούς για τη χώρα μας.
Ο παλιός αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης ήταν μια έντονη προσωπικότητα που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η ατρόμητη ψυχή του θα τον μετέτρεπε σε φόβο και τρόμο των κουτσαβάκηδων της δεκαετίας του ’30, μιας και για να επιβιώσει στους κακόφημους τεκέδες του Πειραιά έπρεπε να γίνει εξίσου σκληρός με το σινάφι. Οι παλιοί ρεμπέτες το έλεγαν εξάλλου με καμάρι πόσες φορές καθάρισε ο Μήτσος για πάρτη τους σε καυγάδες και φασαρίες.
Απείθαρχος και αδάμαστος, δεν έχασε τον ιδιαίτερο τσαμπουκά του ούτε όταν τυφλώθηκε το 1941. Τα αντάρτικα που τραγουδούσε στην Κατοχή θα του έφερναν ξύλο με το τσουβάλι από τους Γερμανούς αλλά και τους δοσίλογους Έλληνες συνεργάτες τους, αν και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν σταμάτησε να τραγουδά για την ελευθερία ούτε στιγμή.
Γεννήθηκε το 1903 στο Χατζηκυριάκειο, στον Πειραιά, και ήταν το τελευταίο από τα 22 παιδιά του Γιάννη Γκόγκου, υπαξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πόρο, και της Αγγελικής από την Ύδρα.
Από μικρός ακολούθησε τον δρόμο των γραμμάτων και σπούδασε ηλεκτρολόγος. Δεν άσκησε, όμως, ποτέ το επάγγελμα, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του και της ενασχόλησής του με την ελευθέρα πάλη.
Με τη μουσική καταπιάστηκε από μικρός. Έως το 1920 έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα, μετά βιολί και από το 1924 άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το μπουζούκι το γνώρισε στη φυλακή, όταν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στο ναυτικό καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών, γιατί τροφοδοτούσε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες.
Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε απέκτησε το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας.
Λίγο πριν από τη δεκαετία του ’30 άρχισε να τριγυρνάει στα Πειραιώτικα στέκια, όπου σύχναζε ο εργατόκοσμος του λιμανιού. Έτσι απέκτησε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη. Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.
Τον Απρίλιο του 1941 τυφλώθηκε από γλαύκωμα και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε. Φίλοι και συνεργάτες άρχισαν να τον περιφρονούν κι εκείνος έκανε το παν για να τους αποδείξει την αξία του. Έτσι, δημιούργησε ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.
Όμως τα χρόνια της κατοχής που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και φτωχικά. Το πρωί πήγαινε στα συσσίτια για να εξασφαλίσει το γάλα των παιδιών του και τα βράδια έπαιζε σε διάφορα ταβερνάκια. Μετά τον πόλεμο, άρχισε και πάλι να γράφει, να δισκογραφεί και να εμφανίζεται σε μεγάλα μαγαζιά της τότε Αθήνας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα. Από τον Οκτώβριο του 1985 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και στις 18 Νοεμβρίου του 1985 άφησε την τελευταία του πνοή.
Πίσω του, άφησε παρακαταθήκη περίπου 100 τραγούδια:
«Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Χατζηκυριάκειο», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Νυχτερίδα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Αλάνι με φωνάζουν», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Μ’ έχεις μαγεμένο», «Έλα να μπερμπαντέψεις», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», «Το τραγούδι της αγάπης», «Η άνοιξις», «Με ξέχασες», «Το πέρασμα», «Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» και άλλα. Επιπλέον, στο ενεργητικό του περιλαμβάνεται και μια μέθοδος για την εκμάθηση του μπουζουκιού άνευ διδασκάλου.