Συναντηθήκαμε τυχαία στο διαδίκτυο. Είχαμε διαφορετική γνώμη πάνω σ΄ ένα θέμα. Δώσαμε ραντεβού να ανταλλάξουμε απόψεις από κοντά. Ένιωθα αμήχανα, πρωτόγνωρα. Πώς θα της φανώ; Τι να φορέσω;
Ένας κόμπος έσφιγγε το στομάχι μου. Η σκέψη μου θολή. Απόλυτο κενό. Προσπάθησα να ηρεμήσω με χαλαρό τρέξιμο. Είχα 4 μέρες μέχρι το Σάββατο. Έπρεπε να αγοράσω καινούρια ρούχα, να πάρω άρωμα, να χάσω κιλά. Οποιαδήποτε προσπάθεια αυτοβελτίωσης, μάταιη. Ακούμπησα την κιθάρα μου. Ένταση, σκέψεις, ορμή, μου γέννησαν νέο κομμάτι. Να της το αφιερώσω; Δείλιαζα.
Πήγα στο ζαχαροπλαστείο για παγωτό. Παγωτό χωνάκι, βανίλια. Έγλειφα το παγωτό και λυνόταν η γλώσσα μου. Την σκεφτόμουν χαμογελαστή, αεράτη, γλυκύτατη. Αισθανόμουν ανάλαφρα. Ταξίδευα μαζί της στα παιδικά μου χρόνια. Παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, χαρτιά. Της ακούμπησα τα δάχτυλα. Είχα πασαλειφτεί από τη βανίλια αλλά μου άρεσε. Ήθελα να την φιλήσω.
Περπατήσαμε μαζί στη γειτονιά όπου μεγάλωσα. Της έδειξα το πατρικό μου σπίτι, το σχολείο μου, το κουρείο όπου μας πήγαινε συχνά ο παππούς μου για κούρεμα. Δίπλα ακριβώς έμενε η θεία μου η Βαγγελιώ. Ανύπαντρη αλλά προκομμένη. Το σπίτι της ήταν πεντακάθαρο. Πάντοτε μας έδινε χρήματα για να αγοράσουμε ό,τι επιθυμούσαμε.
- Θεία – θεία, τι θέλεις να σου φέρουμε;
- Πάρτε μου παγωτό χωνάκι φράουλα. Μου αρέσει η φράουλα…
Απολάμβανε το παγωτό και μας αφηγούνταν ιστορίες. Ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια στη Σμύρνη, μετά στη θήβα και κατόπιν στη Νέα Ιωνία. Ιστορίες για τους έρωτές της, για τις απιστίες της, για την κοινωνική της δράση…
- Θεία, θεία…πρέπει να φύγω. Έχω ραντεβού με μία κοπέλα. Θα τα πούμε το ερχόμενο Σάββατο
- Καλά να περάσετε.. Μη ξεχάσεις να την κεράσεις παγωτό χωνάκι – μου έλεγε- και το χαμόγελό της περίσσευε. Το παγωτό σπάει την αμηχανία, φρεσκάρει το νου, δροσίζει την σκέψη…
Λάζαρος Ι. Κόλλιας
Εκπαιδευτικός