Πόσοι ήταν οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα; Τα αρχικά σημεία εγκατάστασης και οι προστριβές με τους ντόπιους – Ποιοι μεγάλοι δήμοι της Αθήνας και του Πειραιά δημιουργήθηκαν από την εγκατάσταση προσφύγων;
Η μικρασιατική καταστροφή είχε τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο ζούσε και άκμαζε για χιλιάδες χρόνια εγκαταλείφθηκαν οριστικά. Χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι, περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν ή καταστράφηκαν, ενώ και όσοι επιβίωσαν υποχρεώθηκαν, έχοντας μαζί τους μόνο τα ρούχα που φορούσαν και ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, να αναζητήσουν νέο τόπο κατοικίας. Αυτός ο τόπος ήταν για τους περισσότερους η Ελλάδα. Η χώρα μας όμως πριν εκατό χρόνια ήταν αδύνατο να μπορέσει να υποδεχθεί περισσότερους από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες. Θα δούμε σήμερα τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, τις αντιδράσεις των «ντόπιων» και τις περιοχές, κυρίως, της Αθήνας και του Πειραιά όπου εγκαταστάθηκαν.
Πόσοι ήταν οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920;
Παρά τις διάφορες απογραφές που έγιναν, ο αριθμός των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μεταξύ 1920 και 1928 δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Υπήρχαν δύο μεγάλα ρεύματα προσφύγων: το πρώτο μετά τη μικρασιατική καταστροφή και το δεύτερο μετά την ανταλλαγή πληθυσμών.
Σύμφωνα με στατιστική που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «L’ Etablissement des Refugies en Gréce», το οποίο η Κοινωνία των Εθνών κυκλοφόρησε στη Γενεύη το 1926, μέχρι το 1925 είχαν έρθει στην Ελλάδα 1.000.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και άλλοι 360.000 από τη Βουλγαρία, την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και τον Καύκασο. Η Γενική Απογραφή Πληθυσμού που διενεργήθηκε στις 15 και 16 Μαΐου 1928 δίνει πολύτιμα στοιχεία για τον αριθμό των προσφύγων. Σύμφωνα με αυτή, ο συνολικός αριθμός τους ήταν 1.221.845, αλλά καθώς πολλοί δεν είχαν απογραφεί, ο πραγματικός αριθμός τους υπολογίζεται σε 1,5 εκατομμύριο.
Αν και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας δέχθηκαν σημαντικό αριθμό προσφύγων. Στην Αθήνα, από τους 459.211 κατοίκους της το 1928, οι 129.380 ήταν πρόσφυγες. Στον Πειραιά, 101.185 από τους 251.659 κατοίκους του ήταν πρόσφυγες, ενώ στη Θεσσαλονίκη, οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 244.680 και 117.041. Στην Πάτρα, το ποσοστό των προσφύγων ήταν σχετικά χαμηλό (10,38%), καθώς μόνο 6.976 από τους 64.635 κατοίκους της το 1928 ήταν πρόσφυγες. Οι αντίστοιχοι αριθμοί στον Βόλο ήταν 47.892 και 13.773 (πρόσφυγες).
Μάλιστα στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας σημειώθηκαν συγκρούσεις με το γηγενές στοιχείο. Και άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις όμως δέχτηκαν πολλούς πρόσφυγες: Δράμα, Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Σέρρες, Κατερίνη, Γιαννιτσά. Υπολογίζεται ότι το 50% του πληθυσμού τους, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ήταν πρόσφυγες. Ακολουθούν: Λέσβος με 42,7%, Χίος με 33% κ.ά. Οι πόλεις της Πελοποννήσου δέχτηκαν μικρότερους αριθμούς προσφύγων: το Αίγιο 15,92%, η Καλαμάτα 9,48%, η Τρίπολη 3,9%, ο Πύργος 3,3% και η Αμαλιάδα 2%.
50.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Αίγυπτο μεταξύ 1923 και 1928 και τους ακολούθησαν αργότερα άλλες 68.000. Οι περισσότεροι Μικρασιάτες και Κωνσταντινουπολίτες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ενώ όσοι ήρθαν από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη προτίμησαν τη Θεσσαλονίκη. Σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν στο τέλος του 1929, 118 προσφυγικοί συνοικισμοί με 27.160 σπίτια που βρίσκονταν στις παρυφές των μεγαλύτερων ελληνικών πόλεων.
Οι δυσκολίες των προσφύγων κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα
Όπως αναφέραμε, σχεδόν όλοι οι πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα φέρνοντας ελάχιστα από τα κινητά αγαθά τους. Η πρώτη επαφή τους με τη μητέρα πατρίδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες στο λοιμοκαθαρτήριο του Κερατσινίου και το Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης. Οι ασθένειες και τα ψυχικά τραύματα κατέβαλαν τους ταλαιπωρημένους και υποσιτισμένους πρόσφυγες. Σύμφωνα με στοιχεία της ΚτΕ περίπου το 20% από αυτούς πέθαναν κατά τον πρώτο χρόνο της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.
Οι πρώτες πιεστικές ανάγκες των προσφύγων (διατροφή, στέγαση, ιατρική περίθαλψη), αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το κράτος, ιδιώτες και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα. Για την προσωρινή στέγασή τους χρησιμοποιήθηκαν σκηνές και ξύλινες παράγκες, καθώς και κάθε είδους διαθέσιμοι χώροι (στρατώνες, δημόσια κτίρια, θέατρα, αποθήκες, εγκαταλελειμμένα κτίρια). Πολύ σπάνια, εμφανίζονταν κάποιοι που είχαν τη δυνατότητα να νοικιάσουν σπίτι σε αστικές συνοικίες του κέντρου της Αθήνας: «Έγκριτος οικογένεια εκ Σμύρνης, ζητεί δύο δωμάτια επιπλωμένα, με χρήσιν κουζίνας» (από αγγελία σε εφημερίδα της εποχής).
Η εγκατάσταση των προσφύγων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά και τα επεισόδια με τους «ντόπιους»- Η Μακρόνησος των προσφύγων
Όπως αναφέρεται σε υπόμνημα του G.W. Rendel, αρμόδιου Γραμματέα του Foreign Office της 17ης Νοεμβρίου 1922, στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου 1922 τουλάχιστον 500.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία και όχι μόνο. Τα στοιχεία προέρχονται από την πρεσβεία της μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα και επιβεβαιώνονται από την οργάνωση «Save the Children Fund», τις βρετανικές αρχές και τους ίδιους τους πλοιάρχους που μετέφεραν πρόσφυγες σε ελληνικά λιμάνια.
Οι ίδιοι μάρτυρες συμφωνούν ότι μεταξύ των προσφύγων δεν υπήρχαν άνδρες μεταξύ 15-45 (ή 50 κατά μία εκδοχή) ετών. Όσοι δεν είχαν χάσει τη ζωή τους στη διάρκεια του πολέμου «αξιοποιήθηκαν» από τους Τούρκους σε καταναγκαστικά έργα… Αλλά και πολλές νέες γυναίκες κρατήθηκαν από τους Τούρκους και προωθήθηκαν στη συνέχεια σε σπίτια Μουσουλμάνων σε ολόκληρη την Τουρκία.
Διαφορετικά ήταν τα πράγματα για όσους έφταναν στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη: ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλοί νέοι άνδρες, ενώ πολλές οικογένειες μπόρεσαν να μεταφέρουν με τα κάρα τους αρκετά από τα υπάρχοντά τους, καθώς και πολλά από τα ζώα τους.
Όλοι επισημαίνουν την τραγική κατάσταση των προσφύγων, πρωταρχικά αιτήματα των οποίων ήταν η τροφή και η στέγη. Ο Πειραιάς ήταν ένα από τα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί πρόσφυγες, σε απαράδεκτες όμως συνθήκες. Κάποιοι έμεναν στις 400 μαούνες που υπήρχαν στο λιμάνι για φορτοεκφορτώσεις. Στις 23/09/1922, η «Εστία» έγραφε: «Καθημερινώς καταφθάνουν και νέοι πρόσφυγες εις τον Πειραιά. Η πρόχειρος εγκατάστασίς των γίνεται εις το ύπαιθρον. Ο Τινάνειος κήπος, οι αυλόγυροι των εκκλησιών Αγίας Τριάδος και Αγίου Νικολάου, τα υπόστεγα διαφόρων οδών κατέστησαν προσφυγικά ενδιαιτήματα. Αλλ’ έως πότε θα παραμένουν εις το ύπαιθρον; Προχθές, την ώρα της βροχής, μη έχοντες πού να σταθούν, έτρεχον εδώ κι εκεί σαν πουλιά τα οποία κυνηγούν αρπακτικά όρνεα».
Αναφορά για την εποχή εκείνη γίνεται και σε ένα «Ημερολόγιο» του 1926: «Η μεγάλη ανάγκη της στιγμής ήτο η στέγη. Υπήρχον πρόσφυγες εις τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όγκοι προσφύγων εις ερείπια αποθηκών, άλλαι μάζαι εις τας αποβάθρας, μέγας αριθμός εις την φιλόξενον γην του Λοιμοκαθαρτηρίου και λεγεώνες προσφύγων εις την ύπαιθρον». Aνάλογες εικόνες με αυτές του Πειραιά υπήρχαν και στη Θεσσαλονίκη. Ο H. Morgenthau, πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων που ιδρύθηκε σύντομα, συνειδητοποιεί το πρόβλημα με την πρώτη επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη: «Είδα στο λιμάνι ένα πλοίο με πρόσφυγες που αγκυροβολούσε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τέτοιο τραγικό θέαμα… Εφτά χιλιάδες άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι σ’ ένα πλοίο που κανονικά είχε χωρητικότητα δύο χιλιάδων. Ήταν στη θάλασσα τέσσερις μέρες. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουν. Δεν είχαν τρόφιμα. Δεν υπήρχαν τουαλέτες. Επί τέσσερις μέρες και νύχτες στέκονταν στο κατάστρωμα, κάτω απ’ τη φθινοπωρινή βροχή, μέσα στο κρύο της νύχτας και κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού. Έφτασαν στο λιμάνι κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, αποπνέοντας ανθρώπινη μιζέρια κι απελπισία».
Ανάλογη κατάσταση εντοπίζει ο Morgenthau και στην Αθήνα:
«Στην Αθήνα, τα Παλαιά Ανάκτορα χρησιμοποιήθηκαν ως κέντρο περίθαλψης προσφύγων. Μοιραζόταν από κει ψωμί καθημερινά, σε χιλιάδες ατόμων- και συντάσσονταν κατάλογοι με τα ονόματα των αγνοουμένων. Η όψη της πόλης άλλαξε μέσα σε λίγες μέρες. Οι δρόμοι γέμισαν κόσμο, μελαχρινές φυσιογνωμίες, κοστούμια γυναικών από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, υπεύθυνους πολίτες που πουλούσαν μικροαντικείμενα που είχαν φέρει μαζί τους. Πάνω στους λόφους της Αθήνας ξεφύτρωσαν σκηνές καμωμένες με τσουβάλια, και παράγκες φτιαγμένες με γκαζοντενεκέδες της Standard Oil. Οι ξυπόλυτοι πρόσφυγες φόρεσαν παπούτσια καμωμένα από λάστιχα αυτοκινήτων και ντύθηκαν με σάκους από αλεύρι. Κονσερβοκούτια χρησίμευαν για κατσαρόλες. Γυναίκες που είχαν γνωρίσει άνετη ζωή, φύλαγαν ουρά επί ώρες για ένα κομμάτι ψωμί. Άνθρωποι άλλοτε ευκατάστατοι γεύονταν την πικρή δημοκρατία της δυστυχίας».
Την 1η Νοεμβρίου 1922 δημοσιεύτηκε νόμος «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων». Επιτάχθηκαν τότε 8.000 ακίνητα, πολλά από τα οποία μέσα στις πόλεις. Η εγκατάσταση προσφύγων σε πλατείες, θέατρα, εκκλησίες και άλλους δημόσιους χώρους δημιούργησε πολλά προβλήματα στη λειτουργία της πόλης. Το κτίριο του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας χρησιμοποιήθηκε για τον ίδιο σκοπό. Εκεί, σε κάθε θεωρείο στεγαζόταν μια οικογένεια και εκατοντάδες άτομα στους διαδρόμους και τη σκηνή. Στους ίδιους χώρους στήνονταν φουφούδες όπου ψήνονταν φαγητά και οι οποίες διατηρήθηκαν ως το 1925.
Τα πρώτα κρατικά καταλύματα για τους πρόσφυγες ετοιμάστηκαν σχετικά σύντομα. Ήταν φτιαγμένα από ξύλινα πλαίσια και στέγες από γαλβανισμένο σίδερο. Εκεί ο πληθυσμός στεγάστηκε ομαδικά, ενώ σταδιακά οι πρόσφυγες άρχισαν να κατασκευάζουν τα δικά τους πλίθινα σπίτια.
Ως την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, οι περισσότεροι πρόσφυγες πίστευαν ότι θα επέστρεφαν στις εστίες τους. Τελικά οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν και συνειδητοποίησαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ πίσω στις χαμένες πατρίδες…
Όπως αναφέραμε, πολλοί γηγενείς Έλληνες συμπεριφέρονταν με πολύ άσχημο τρόπο στους πρόσφυγες. Δεν αρκούνταν μόνο σε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, όπως «πρόσφηγκες», «τουρκόσποροι», «γιαουρτοβαφτισμένοι» κ.ά., αλλά προχωρούσαν και σε πράξεις βίας. Στις 21/01/1923 η εφημερίδα «Εστία» δημοσιεύει την εξής είδηση:
«Χθες απόγευμα ο υποδηματοποιός Β. Βλάχος επετέθη κατά της πρόσφυγος Μ. Ζαγούρα και δια περιστρόφου την ετραυμάτισεν εις το στήθος σοβαρώς. Εκ της ενεργηθείσης ανακρίσεως εξηκριβώθη ότι ο φονεύς επιροβόλησε την άτυχη διότι είχεν εγκατασταθεί εις την οικίαν του».
Τον Ιανουάριο του 1923 παρατηρήθηκε έξαρση επιδημικών ασθενειών, ιδιαίτερα μεταξύ των προσφύγων, στις ελληνικές πόλεις. Έκτακτα υγειονομικά μέτρα επιβλήθηκαν παντού, συνθήκες καραντίνας ίσχυσαν σε όλα τα λιμάνια και η Ελλάδα έκλεισε προσωρινά τις «πύλες» της σε πρόσφυγες που έρχονταν από τον Πόντο.
Έτσι όμως, πολλοί πρόσφυγες που βρίσκονταν πάνω σε καράβια στο Αιγαίο με κρούσματα τύφου και ευλογιάς βρίσκονταν σε απόγνωση. Τα καράβια πήγαιναν από λιμάνι σε λιμάνι προσπαθώντας να αποβιβάσουν τους επιβάτες και στέλνοντας απεγνωσμένα σήματα: «Έχουμε 3.000 πρόσφυγες στο πλοίο. Δεν έχουμε φαγητό. Δεν έχουμε νερό. Έχουμε ευλογιά και τύφο». Τα πλοία που ήταν επιταγμένα από την ελληνική κυβέρνηση για τη μεταφορά προσφύγων, πήραν τελικά άδεια να αποβιβάσουν τους Πόντιους πρόσφυγες στη Μακρόνησο… Εκεί οργανώθηκε υγειονομικός σταθμός από τον αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό και την οργάνωση «Near East Relief». Η Ε. Lovejoy, από την οργάνωση «Certain Samaritans» γράφει: «Η Μακρόνησος ένας φιλόξενος γυμνός βράχος, 7 μίλια μάκρος και λιγότερα από 2 πλάτος- σε απόσταση 8 μιλίων από το Λαύριο. Δεν υπάρχει νερό στο νησί κι ο άνεμος το αποκλείει συχνά απ’ τη στεριά για μέρες. ‘Ομως, είναι ιδανικό για καραντίνα: είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς από κει και δίχως εξωτερική βοήθεια, μιας και θα ήταν αδύνατο να κολυμπήσει 8 μίλια μέχρι να φτάσει στη στεριά του Λαυρίου».
Με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης και τη σημαντική συμβολή του πρόσφυγα γιατρού Ι. Πούμπουρα από τη Σμύρνη, καθώς και άλλων γιατρών, οι Αμερικανίδες νοσοκόμες έκαναν στο νησί τις απαραίτητες εγκαταστάσεις. Αγοράστηκαν και στήθηκαν 2.000 σκηνές, φτιάχτηκαν παράγκες και δημιουργήθηκε δεξαμενή νερού! Οι άρρωστοι, ανάλογα με την ασθένειά τους άρχισαν να μοιράζονται σε ομάδες και οι υγιείς τοποθετούνταν σε άλλες σκηνές.
Η Ε. Lovejoy, γράφει: «Κι έβλεπα και πάλι στη Μακρόνησο τη θλιβερή λιτανεία των αδυνάτων να προχωρούν, φορτωμένοι τους μπόγους τους, μέσα στην άμμο αυτή τη φορά, προς το στρατόπεδο το προορισμένο για όσους έπρεπε να υποστούν κάθαρση».
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Αθήνας και του Πειραιά
Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι έπρεπε να προχωρήσει σε μόνιμες λύσεις κατασκευάζοντας καταλύματα για τους πρόσφυγες. Εκατό στρέμματα στις παρυφές του Παγκρατίου ήταν τα πρώτα που αξιοποιήθηκαν. Το ταμείο περιθάλψεως προσφύγων που ιδρύθηκε και είχε πρώτο πρόεδρο τον Επαμεινώνδα Χαρίλαο ξεκίνησε από εκεί τις κατασκευές. Επρόκειτο για ξύλινα παραπήγματα, με στέγη από πισσόχαρτο. Δεν υπήρχαν όμως ούτε έργα υποδομής, ούτε ηλεκτροφωτισμός στην περιοχή των παραπηγμάτων. Παράγκες κατασκεύαζε επίσης και το Υπουργείο Πρόνοιας.
Τα έργα κατασκευάζονταν κυρίως από εργολάβους που τα αναλάμβαναν μέσα από μειοδοτικούς διαγωνισμούς. Επιτροπή μηχανικών, με επικεφαλής τον Γ. Σγούτα, επόπτευε την όλη επιχείρηση και η πρώτοι εργολάβοι άρχισαν να δουλεύουν στις 3 Δεκεμβρίου 1922. Στις 29 Απριλίου 1923 παραδόθηκαν στην Υπηρεσία Στεγάσεως του Υπουργείου Περιθάλψεως 305 δωμάτια. Ταυτόχρονα, άρχισαν εργασίες και σε δύο ακόμα περιοχές που είχαν επιλεγεί: στην Κοκκινιά (Νίκαια), όπου μέχρι τότε ήταν σκουπιδότοπος και στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία). Ακολούθησε η Καισαριανή. Στις 30/12/1923, με υπουργική απόφαση, ανακοινώθηκε η έναρξη λειτουργίας της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η οποία με νέα υπουργική απόφαση, στις 21/01/1924 ανέλαβε την απόλυτη κυριότητα των προσφυγικών συνοικισμών των Ποδαράδων, της Κοκκινιάς και του Παγκρατίου.
Διαμορφώθηκαν τρεις τύποι προσφυγικών κατοικιών:
α) Δίδυμα μονώροφα ή διώροφα σπίτια για δύο οικογένειες το καθένα με κήπο γύρω (Βύρωνας).
β) Σειρές σπιτιών ενός ή δύο ορόφων (Καισαριανή).
γ) Ελεύθερα σπίτια ενός ή δύο ορόφων για ευπορότερες οικογένειες (Νέα Φιλαδέλφεια).
Το κάθε σπίτι είχε ένα δωμάτιο, μια κουζίνα και μια αποθήκη. Η τουαλέτα βρισκόταν έξω από το σπίτι και ήταν κοινόχρηστη…
Παρά το εκτεταμένο πρόγραμμα κατασκευής κατοικιών για τους πρόσφυγες, το 1928 υπήρχαν 915 οικογένειες που εξακολουθούσαν να ζουν σε αποθήκες και εργοστάσια, 530 σε επιταγμένα σπίτια, 100 μέσα σε δημόσια κτίρια και 100 ακόμα σε σκηνές!
Οι εντυπωσιακές πληθυσμιακές μεταβολές στις συνοικίες Αθήνας και Πειραιά
Όπως είναι φυσικό, η εγκατάσταση προσφύγων σε περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά αύξησε κατά πολύ τον πληθυσμό τους. Το 1920 η Νέα Κοκκινιά, η Δραπετσώνα και το Κερατσίνι είχαν μηδέν κατοίκους! Το 1928 οι αριθμοί των κατοίκων ήταν αντίστοιχα: 33.201, 17.652 και 10.827.
Ο Βύρωνας και ο Ταύρος είχαν επίσης μηδέν κατοίκους το 1920, ενώ το 1928 6.207 και 7.723 αντίστοιχα. Η Καισαριανή με 11 κατοίκους το 1920 έφτασε τους 15.357 το 1928. Η Νέα Ιωνία από 79, έφτασε τους 16.382, η Νέα Φιλαδέλφεια από 110, τους 6.337 και το Περιστέρι τους 7.268 το 1928 από 123 το 1920. Η Καλλιθέα έφτασε να έχει 29.446 κατοίκους το 1928 από 4.940 το 1920.
Προσφυγικοί θύλακες υπήρχαν και στην αττική ύπαιθρο: Μπογιάτι, Νέα Ερυθραία, Νέα Μάκρη, Ραφήνα, Ανάβυσσος, Φώκαια,Όλυμπος Καλυβίων, Άγιος Κωνσταντίνος και Λαύριο, όπου το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 17,22% του πληθυσμού.
Η Νέα Σμύρνη, από μηδέν κατοίκους το 1920 έφτασε τους 210 το 1928. Η Καλογρέζα από 20 κατοίκους το 1920 έφτασε τους 2.247 το 1928. Η Ελευθερούπολη, η Σαφράμπολη και ο Περισσός δεν κατοικούνταν ως το 1920.
Υπήρχαν όμως και περιοχές στο κέντρο της Αθήνας όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Τα Αναφιώτικα, τα «προσφυγικά» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και το Πολύγωνο, όπου σε 463 σπίτια έμεναν περίπου 5000 άνθρωποι.
Μεγάλη αύξηση όμως παρουσίασε και ο πληθυσμός του Πειραιά. Από 133.482 το 1920 έφτασε στους 254.584 το 1928. Αλλά και οι άλλοτε έρημες οι εξοχικές περιοχές του Πειραιά το 1920 είχαν πυκνοκατοικηθεί: Δραπετσώνα, Ανάσταση, Κουτσικάρι (ο Κορυδαλλός), Καραβάς, Ταμπούρια, Ανάληψη, Άγιος Διονύσιος, Άγιος Βασίλειος, Λιπάσματα κ.ά. Μερικά προσφυγικά σπίτια χτίστηκαν και στο Πέραμα, περιοχή έρημη και πευκόφυτη τότε.
Αυτά είναι μερικά, ενδιαφέροντα και άγνωστα ως επί το πλείστον, στοιχεία για την εγκατάσταση των προσφύγων στη χώρα μας τη δεκαετία του 1920, κυρίως στην Αθήνα και τον Πειραιά. Οποιαδήποτε προσπάθεια συσχέτισής τους με τη σημερινή εποχή, είναι εκτός πραγματικότητας…
Βασική πηγή για το άρθρο μας ήταν το βιβλίο της Λίζας Μιχελή «ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», Εκδόσεις Δρώμενα, 1992.