Δηλώνει ο δρ. Κωνσταντίνος Λαγός με αφορμή την τελευταία ανακάλυψη στις ανασκαφές στο Χιλιομόδι Κορινθίας
Εξαιρετικής αρχαιολογικής σημασίας και σπανιότητας είναι ο θησαυρός νομισμάτων που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στο Χιλιομόδι Κορινθίας, κατά τη συστηματική ανασκαφή που πραγματοποιείται εδώ και χρόνια στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αρχαίας Τενέας», υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου δρ. Έλενας Κόρκα και με φορέα υλοποίησης τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού.
Πρόκειται για 29 αργυρά αρχαία ελληνικά νομίσματα, που χρονολογούνται από τον ύστερο 6ο αι. π.Χ. μέχρι περίπου τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., πολλά από τα οποία θεωρούνται από τα σπανιότερα και πλέον ιστορικά νομίσματα της αρχαίας Ελλάδας. «Στον θησαυρό αυτό έχουμε σπάνια νομίσματα, πολύ σπάνια και εξαιρετικά σπάνια», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Κωνσταντίνος Λαγός, ιστορικός-νομισματολόγος, συνεργάτης του ερευνητικού προγράμματος, ο οποίος μας παρουσιάζει κάποια από τα νομίσματα του θησαυρού που εντοπίστηκε στις ανασκαφές του περασμένου Οκτωβρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τα υπόλοιπα υπολείπονται σημασίας.
«Όλα τα νομίσματα είναι σημαντικά. Για παράδειγμα, οι έξι στατήρες της Αίγινας, με τη θαλάσσια χελώνα στον εμπροσθότυπο και το έγκοιλο στον οπισθότυπο, που χρονολογούνται στην ύστερη αρχαϊκή με πρώιμη κλασική περίοδο, είναι από τα πιο κοινά νομίσματα της περιόδου. Όμως, έχουν τεράστια αρχαιολογική σημασία γιατί είναι τα πρώτα νομίσματα που κόπηκαν στην Ευρώπη», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός. Από την Αίγινα είναι επίσης ο σπάνιος στατήρας που απεικονίζει αντί για τη θαλάσσια χελώνα -σήμα κατατεθέν της Αίγινας και της θαλασσοκρατίας της-, τη χερσαία χελώνα. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μπορούμε έτσι να χρονολογήσουμε το νόμισμα. Πρόκειται για την εποχή που οι Αθηναίοι, έχοντας καταλάβει το νησί και εκδιώξει τους κατοίκους -μην ξεχνάμε ότι η Αίγινα ήταν πάντα εμπόδιο στις επιδιώξεις της Αθήνας- εγκατέστησαν κληρούχους. Χρονολογείται δηλαδή μεταξύ 452 και 431 π.Χ. που ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Έτσι έβαλαν τη χερσαία χελώνα για να πούνε ότι ναι, είναι η Αίγινα, η οποία όμως δεν είναι πια θαλάσσια δύναμη! Υπάρχει μια αίσθηση του χιούμορ σε όλο αυτό και μάλιστα μαύρου», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κ. Λαγός, ο οποίος μας αναφέρει μία ακόμα παράμετρο της αξίας του θησαυρού.
«Τα νομίσματα που κόπηκαν στην Ελλάδα στην αρχαϊκή και κλασική εποχή δεν μπορούν να χρονολογηθούν εύκολα με μεγάλη ακρίβεια. Δηλαδή, δεν είναι όπως στη ρωμαϊκή εποχή -ή στο Βυζάντιο- οπότε γνωρίζουμε τους αυτοκράτορες, πότε κυβέρνησαν, ακόμα και τους διάφορους τύπους που άλλαζαν κάθε χρόνο, συνεπώς η χρονολόγηση ενός νομίσματος μπορεί να γίνει με ακρίβεια συγκεκριμένης χρονιάς. Θησαυροί σαν αυτόν που βρήκαμε στην Τενέα -σημειωτέον ότι έχουμε βρει πολλούς θησαυρούς στη συστηματική ανασκαφή, αλλά αυτός είναι ο σπανιότερος- βοηθάνε στη χρονολόγηση των νομισμάτων που τον αποτελούν», σημειώνει ο νομισματολόγος, που δίνει κάποια παραδείγματα.
«Μεταξύ των νομισμάτων του θησαυρού της Τενέας είναι δύο δραχμές της αρχαίας Σικυώνας, που βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση, έχουν δηλαδή χρησιμοποιηθεί από ελάχιστα ως καθόλου. Εφόσον, λοιπόν, η κατάστασή τους είναι εξαιρετική και δεδομένου ότι υπάρχουν λίγοι θησαυροί με τις συγκεκριμένες δραχμές Σικυώνας, μπορούμε να τις χρονολογήσουμε κοντά στην απόκρυψη του θησαυρού, η οποία έγινε γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.», μας εξηγεί.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η δραχμή των Οπουντίων Λοκρών. «Επίσης ένα σημαντικό νόμισμα, άριστο σε κατάσταση, ακυκλοφόρητο. Σήμερα στα μουσεία του κόσμου δεν πρέπει να υπάρχουν περισσότερα από 15 τέτοια νομίσματα. Μάλιστα, η συγκεκριμένη κοπή έχει και μια οπή ανάρτησης πάνω της, που σημαίνει ότι χρησιμοποιήθηκε σαν μενταγιόν ή φυλακτό, όπως συνήθιζαν να κάνουν συχνά στην αρχαιότητα, επειδή αυτά τα νομίσματα απεικόνιζαν θεότητες. Η οπή βρίσκεται ακριβώς πάνω από το κεφάλι της Περσεφόνης του εμπροσθότυπου, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε τον Αίαντα τον Λοκρό. Και αυτό το νόμισμα, όπως και άλλα, μεταξύ των οποίων ο στατήρας της Στυμφάλου, της πόλης της αρχαίας Αρκαδίας, με την Άρτεμη στον εμπροσθότυπο και στον οπισθότυπο τον Ηρακλή που επιτίθεται με ρόπαλο στις Στυμφαλίδες Όρνιθες (στον νομισματικό τύπο τον ρόλο των Στυμφαλίδων Ορνίθων παίζει το εθνικό ΣΤΥΜΦΑΛΙΩΝ της πόλης), εξαιρετικά σπάνιος κι αυτός -δεν ξέρω αν υπάρχουν 12 στον κόσμο!-, μπορούμε να τα χρονολογήσουμε πλέον με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δηλαδή, πριν το 350 π.Χ.», συμπληρώνει.
Μεταξύ των νομισμάτων είναι και τρεις στατήρες Ήλιδας, που είναι κοπές Ολυμπιακών Αγώνων, από τους οποίους οι δυο είναι εξαιρετικά σημαντικοί για την ιστορία της νομισματικής, αλλά και τη χρονολόγηση του θησαυρού. «Η Ήλιδα, η πόλη που διοργάνωνε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έκοβε νομίσματα τα οποία κυκλοφορούσαν την εποχή των Αγώνων. Όπως περίπου συμβαίνει και σήμερα που κόβουν αναμνηστικά νομίσματα, με τη διαφορά ότι στην αρχαιότητα οι θεατές των Αγώνων έπρεπε να ανταλλάσουν τα δικά τους νομίσματα με εκείνα που έκοβε η Ήλιδα, η οποία έβαζε προμήθεια με σκοπό να βγάζει κέρδος με το οποίο χρηματοδοτούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαγός.
Και προσθέτει: «Ο ένας στατήρας των Ολυμπιακών Αγώνων χρονολογείται στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., δηλαδή είναι από τις πρώτες κοπές στην Ολυμπία, γιατί γνωρίζουμε ότι ξεκίνησαν μετά τους Περσικούς Πολέμους, δηλαδή μετά το 480 π.Χ. Η χρονολόγηση των δυο άλλων στατήρων, που έχουν την Ήρα στον εμπροσθότυπο και τον αετό του Δία στον οπισθότυπο, είναι καίρια. Και θα σας εξηγήσω τον λόγο. Για τις κοπές των Ολυμπιακών Αγώνων το απόλυτο εγχειρίδιο θεωρείται η έρευνα του Βρετανού νομισματολόγου Τσαρλς Σέλτμαν από τη δεκαετία του 1920. Σύμφωνα με αυτήν, ο ένας στατήρας με τη μορφή της Ήρας που βρέθηκε στο θησαυρό της Τενέας χρονολογείται στο 332 π.Χ. Γι’ αυτό και στο δελτίο Τύπου των αποτελεσμάτων της ανασκαφής του 2023 είπαμε ότι ο θησαυρός πάει έως τη δεκαετία του 330 π.Χ. Όμως, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει. Μιλώντας με τον Παναγιώτη Τσέλεκα, επίκουρο καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, νομισματολόγο και φίλο μου, ο οποίος έχει ασχοληθεί με το θέμα, μου είπε ότι οι κοπές αυτές πιθανότατα ξεκίνησαν να κόβονται πιο πριν, στα μέσα του 4ου αι. π. Χ., δεν ισχύει δηλαδή η υπόθεση του Σέλτμαν με την απόλυτη χρονολόγηση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφενός γιατί μπορεί να χρονολογήσει την απόκρυψη του θησαυρού 20 χρόνια πιο πίσω και αφετέρου γιατί τώρα μπορούμε να τον συνδέσουμε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα της περιόδου», δηλώνει με έμφαση ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ποια είναι, λοιπόν, τα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται με την εποχή που δημιουργήθηκε ο θησαυρός; «Το γεγονός ότι έχουμε κοπές από την Αίγινα, τέλη 6ου με αρχές 5ου π.Χ., δεν λέει τίποτα, γιατί αυτά τα νομίσματα συνέχισαν να κυκλοφορούν πολλά χρόνια μετά την έκδοσή τους. Πάμε τώρα στον 4ο αι. π.Χ. που μας ενδιαφέρει, εφόσον η σύσταση του θησαυρού είναι γύρω στα μέσα του αιώνα. Επίσης, να προσθέσω πως εκτός από τους βοιωτικούς στατήρες, δηλαδή από το Κοινό των Βοιωτών, συμμάχων της Θήβας, έχουμε και έναν θηβαϊκό στατήρα, ο οποίος φέρει στον εμπροσθότυπο την οκτώσχημη, βοιωτική ασπίδα και στον οπισθότυπο τον Ηρακλή που πνίγει τα φίδια, παραλλαγή σπανιότατη του συγκεκριμένου τύπου, καθώς σε όλο τον κόσμο υπάρχουν ελάχιστα τέτοια νομίσματα, μπορεί 3 ως 4. Έχουμε, λοιπόν, νομίσματα των Οπουντίων Λοκρών, της Στυμφάλου, του Άργους, του βοιωτικού Κοινού, όλες συμμαχικές πόλεις της Θήβας την περίοδο της παντοδυναμίας της, όταν δηλαδή ο Επαμεινώνδας έκανε εκστρατείες στην Πελοπόννησο. Ίσως όμως η απόκρυψη του θησαυρού να χρονολογείται λίγο αργότερα αφού γνωρίζουμε ότι και μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα, στη Μάχη της Μαντινείας το 362 π. Χ., η Θήβα συνέχισε να είναι για κάποια χρόνια ακόμη ηγεμονίδα δύναμη στην Πελοπόννησο. Ο θησαυρός της Τενέας ‘φωνάζει’ ότι σχετίζεται με την παρουσία των Θηβαίων και στη σύσταση και στην απόκρυψη», δηλώνει με έμφαση ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σημειώνεται ότι ο θησαυρός των 29 αργυρών αρχαίων ελληνικών νομισμάτων εντοπίστηκε μαζί με φορητό πήλινο βωμίσκο, ένα μικρογραφικό αγγείο και ένα ειδώλιο ίππου με αναβάτη. Τι σημαίνει αυτό για τη φύση του θησαυρού; «Ότι ήταν πιθανότατα αφιέρωμα σε τελετουργικού χαρακτήρα χώρο. Καταλαβαίνει κανείς ότι εφόσον έγινε μια τέτοια προσφορά και σε συνδυασμό πάντα αυτής με τα συγκείμενα ευρήματα του χώρου, που είναι λατρευτικής χρήσης, όπως για παράδειγμα τα γυναικεία και ζωόμορφα ειδώλια, τα μικρογραφικά αγγεία και άλλα, βρισκόμαστε στο άμεσο περιβάλλον ενός σημαντικού ιερού και πιθανότατα σε χώρους που εξυπηρετούν τη λειτουργία ενός ναού. Δηλαδή, μπορεί να εικάσει και μέσω αυτής της κίνησης ότι ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό, γιατί η αξία του θησαυρού είναι τεράστια και το άτομο που έκανε το αφιέρωμα είχε συγκεντρώσει πολύ σημαντικά νομίσματα από διάφορες εποχές», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Έλενα Κόρκα, επικεφαλής των ανασκαφικών ερευνών στην Αρχαία Τενέα, που εικάζει ότι στην περιοχή υπήρξε σημαντικό ιερό της Αφροδίτης.
«Ότι υπήρχε λατρεία της Αφροδίτης στην Τενέα δεν είναι κάτι ετερόκλητο, κάθε άλλο. Πολλά από τα ευρήματα που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα στις ανασκαφές της Τενέας και κυρίως σε αυτήν τη θέση, που ανασκάφηκε πέρσι για πρώτη φορά και συνεχίστηκε η ανασκαφή της και φέτος, καταδεικνύουν σαφέστατα τη λατρεία της Αφροδίτης και αυτό είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τον χαρακτήρα της πόλης», συμπληρώνει η κ. Κόρκα. Και προσθέτει: «Από πολλά ευρήματα που έχουν προκύψει φαίνεται ότι η Τενέα είχε στενή σχέση με πόλεις όπως η Θήβα και το Άργος και αυτό οδηγεί σε σκέψεις για το μυθολογικό παρελθόν της. Σε αντίθεση, μπορούμε να πούμε ότι είναι λιγότερα τα νομίσματα της Κορίνθου που βρίσκονται στην Τενέα, κάτι που επίσης υποδεικνύει αυτό που φάνηκε στα ελληνιστικά και οπωσδήποτε στα ρωμαϊκά χρόνια, δηλαδή η πλήρης απελευθέρωση της Τενέας από την Κόρινθο, κάτι που οι κάτοικοι επιδίωκαν. Αυτό δείχνει ότι είχαν μια διαφορετική πολιτική, ίσως μια διαφορετική κοινωνική δομή, άλλες πεποιθήσεις, άλλα έθιμα κλπ., γιατί ο συσχετισμός τους είναι κυρίως με άλλες πόλεις. Όταν έχουμε βρει νομίσματα του Άργους τα οποία δεν έχουν βρεθεί ποτέ στο Άργος σημαίνει μεγάλη επικοινωνία και διακίνηση», τονίζει η ίδια.
Όπως είναι φανερό από τον θησαυρό, ένας από τους πολλούς που έχουν βρεθεί στην ανασκαφή, η οποία ως συστηματική πραγματοποιείται με ιδία μέσα (μεταξύ άλλων θησαυρών που εντοπίστηκαν σε προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους είναι ένας της ελληνιστικής εποχής με νομίσματα του Πτολεμαίου Γ΄ και ένας της πρωτοβυζαντινής περιόδου με χρυσούς σόλιδους του 5ου και 6ου αι. μ.Χ.), η Τενέα ήταν μια περιοχή με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία (στο σταυροδρόμι που οδηγούσε στο Άργος και στις Μυκήνες) και ευμάρεια. «Αν σκεφτεί κανείς τον προϊστορικό αποθέτη, γεμάτο με τελετουργικό υλικό, την ποσότητα της εισηγμένης κεραμικής και των οψιανών από τον προϊστορικό οικισμό που βρέθηκε φέτος καταλαβαίνει κανείς ότι υπήρχε ευμάρεια από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια. Άρα η περιοχή είχε μεγάλη ανάπτυξη και πλούτο ήδη από τα πρώτα της χρόνια», επισημαίνει η επικεφαλής των ερευνών, οι οποίες συνεχίζονται και όπως όλα δείχνουν θα συνεχίζονται για καιρό.
«Η Τενέα έχει πάρα πολλά να δείξει και κάθε χρόνο μας κάνει την έκπληξη, γιατί δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πέρα από αυτά που έχουν προηγηθεί και υποθέτουμε, τι θα βγει ακριβώς, αλλά είναι πάντα εντυπωσιακά. Η έρευνά μας είναι ευρύτερη στην περιοχή, αλλά οι ανασκαφικές τομές πρέπει να είναι συγκεκριμένες για να παίρνεις απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Δεν κάνουμε μαξιμαλισμό, να ανοίγουμε εκτάσεις. Λαμβάνουμε πάντα υπόψη ότι οι ντόπιοι έχουν τις καλλιέργειές τους, πρέπει να προσέχουμε να μην στερούνται κι αυτοί το βιος τους, να λειτουργούμε εναρμονισμένα και έτσι να μας αποδεχτεί η τοπική κοινωνία. Κάποια στιγμή όλα θα πρέπει να εξεταστούν, αλλά ο κάθε ένας στη ζωή του κάνει αυτό που μπορεί να αποδώσει για μια έρευνα. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλοί νέοι που ακολουθούν κοντά μας αυτά τα χνάρια και είμαι σίγουρη ότι για πάρα πολλά χρόνια θα ανασκάπτεται η περιοχή έτσι ώστε κάποια στιγμή να αποκαλυφθούν όλα αυτά που αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν, αλλά πρέπει να λειτουργούμε όχι προς εντυπωσιασμό αλλά καθαρά επιστημονικά», καταλήγει η κ. Κόρκα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ