«Ελ. Βενιζέλος» – Ανάπτυξη ή να … φεύγουν τα ασημικά;
Του Θωμά Κιούση*
Με θριαμβευτικά σχόλια συνοδεύτηκε η διάθεση, από το ΤΑΙΠΕΔ του 30% των μετοχών του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» στο χρηματιστήριο, που έφερε στο δημόσιο 785 εκατ. ευρώ.
Το ΤΑΙΠΕΔ όπως είναι γνωστό, ανήκει στο Υπερταμείο, με στόχο να αξιοποιήσει την περιουσία του δημοσίου που του έχει ανατεθεί (γη, υποδομές, εταιρικό χαρτοφυλάκιο) σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
Είναι η απόφαση για αλλαγή της μετοχικής σύνθεσης, η ενδεδειγμένη στρατηγική επιλογή, για το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας και τον κομβικό ρόλο που αυτό διαδραματίζει;
Αν έτσι είναι, τότε με στενούς οικονομικούς όρους σε ποια τιμή και πότε χρονικά συμφέρει καλύτερα η διάθεση, με στόχο το μεγαλύτερο όφελος που μεταφράζεται σε αντίστοιχο όφελος για τα δημόσια οικονομικά και επομένως για τους φορολογούμενους πολίτες;
Στην προκειμένη περίπτωση το μικροοικονομικό και μακροοικονομικό περιβάλλον περισσότερο συνηγορούν υπέρ της διακράτησης τουλάχιστον για κάποιους ακόμα μήνες.
Ειδικότερα, αν συνυπολογίσουμε παράγοντες όπως:
– Η πορεία της οικονομίας που παραμένει σε θετική τροχιά με την ανάπτυξη να εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 2%.
– Ο τουρισμός ο οποίος σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το 2023 ήταν το καλύτερο έτος και σε αφίξεις και σε έσοδα, ενώ οι εκτιμήσεις για εφέτος είναι στα ίδια ή ακόμα καλύτερα επίπεδα.
– Η μερισματική απόδοση του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) που κινείται πάνω από 8%. Ένα εξαιρετικό ποσοστό με χαμηλό ρίσκο όταν οι καταθέσεις είναι πολύ χαμηλά και τα ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας δίνουν περίπου το μισό, λαμβάνοντας υπόψη και με την προοπτική της σταθεροποίησης και σταδιακής πτώσης των επιτοκίων.
Από την άλλη πλευρά, κάποιοι μεγάλοι πελάτες μας στον τουρισμό όπως πχ η Γερμάνια και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκονται αντιμέτωπες με την οικονομική συρρίκνωση, οι πολεμικές αντιπαραθέσεις συνεχίζονται στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπως και ο πόλεμος στην Ουκρανία με τις επιπτώσεις πέραν των άλλων στην ακρίβεια στην επάρκεια και την αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα. Πάντα θα υπάρχουν παράγοντες αστάθειας που επηρεάζουν την οικονομία.
Ωστόσο, τίποτα δεν δείχνει ότι η τουριστική κίνηση και τα έσοδα θα είναι χαμηλότερα για το Διεθνές Αερολιμένα Αθηνών σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και για τους επενδυτικούς σχεδιασμούς και την προοπτική επέκτασης του αεροδρομίου υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές χρηματοδότησης. Στην υλοποίηση των σχεδιασμών αυτών, μπορεί φυσικά να συμμετέχει και το δημόσιο διατηρώντας το μερίδιο του, επωφελούμενο και εξασφαλίζοντας μέσα από αυτό μια σημαντική υπεραξία και μια σταθερή ή και αυξανόμενη ροή εσόδων μέσα από τις μερισματικές αποδόσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε κεφαλαιακή ενίσχυση του αεροδρομίου με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και μείωση με τον τρόπο αυτό του ποσοστού του κράτους, αλλά πώληση υφιστάμενων μετοχών, για να ενισχυθούν τα κρατικά έσοδα.
Ούτε η διάθεση του μεριδίου αναβαθμίζει από μόνη της το χρηματιστήριο. Το ενδιαφέρον και οι τοποθετήσεις που έγιναν από τους επενδυτές αφορούσαν αποκλειστικά το αεροδρόμιο.
Μια τέτοια εισαγωγή παρά το έντονο ενδιαφέρον, δεν αρκεί για να τονωθεί η αγορά που παραμένει ρηχή και εύκολα χειραγωγούμενη από λίγους ισχυρούς παίχτες. Για να αναπτυχτεί το χρηματιστήριο και γενικότερα η κεφαλαιαγορά και μετά από όσα έχουν προηγηθεί εδώ και πολλά χρόνια, χρειάζεται πάνω από όλα να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και αυτό όσον αφορά τους ενδογενείς παράγοντες, κερδίζεται σταδιακά με ισχυρό εποπτικό πλαίσιο, με την αξιόπιστη άνοδο της οικονομίας, με τις τράπεζες να διαδραματίζουν ουσιαστικά το ρόλο τους, με μεταρρυθμίσεις, αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Με μεμονωμένες εισαγωγές ή ξεπουλώντας ασημικά δεν αλλάζει η γενική εικόνα.
* Οικονομολόγος, π. δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων