Η Ευρώπη ετοιμάζεται για ισχυρή παρουσία της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τις Βρυξέλλες: το ενδεχόμενο να γίνει κυρίαρχη πολιτική δύναμη η ακροδεξιά, ή έστω να είναι η δύναμη εκείνη που θα μπορεί να ορίσει την πολιτική ατζέντα.
Αυτό προκύπτει από έρευνα που έγινε για λογαριασμό της ευρωπαϊκής σελίδας του Politico.
Τα μέλη του απερχόμενου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που έλαβαν μέρος στην έρευνα και απάντησαν στις ερωτήσεις ανάφεραν ως μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ευρώπη τη μετατόπιση της Ευρώπης προς τα δεξιά και την άνοδο του λαϊκισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτίμησαν άλλα ζητήματα όπως είναι η κλιματική αλλαγή ή ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αντιθέτως, στο σύνολο των ερωτώμενων ζητήματα όπως η μετανάστευση ή η κατάσταση της οικονομίας έπονταν ως προς την ιεράρχηση.
Οι διαφορετικές προτεραιότητες ανά «πολιτική οικογένεια»
Όμως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι όλες οι πολιτικές τάσεις του Ευρωκοινοβουλίου ιεραρχούν τους φόβους τους με τον ίδιο τρόπο.
Οι σοσιαλδημοκράτες ευρωβουλευτές έδωσαν έμφαση κατά σειρά στον δεξιό λαϊκισμό, την κλιματική κρίση και την κοινωνική ανισότητα. Από τη μεριά τους, οι ευρωβουλευτές του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στον πόλεμο στην Ουκρανία, στην ασφάλεια στον λαϊκισμό και στην ακροδεξιά
Όμως, οι βουλευτές των ομάδων που βρίσκονται στα δεξιά του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως είναι η «Ταυτότητα και Δημοκρατίας» (ID) και οι Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR) δεν έδωσαν την ίδια σημασία στο ζήτημα του πολέμου στη Ουκρανία. Αντιθέτως, προέκριναν στο ζήτημα της μετανάστευσης, που την αντιμετωπίζουν ως πηγή κινδύνου, τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας αλλά και στις επιφυλάξεις την εφαρμογή των πολιτικών της Πράσινης Μετάβασης.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα για την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν
Στην έρευνα του Politico τέθηκε το ερώτημα στους ευρωβουλευτές για το ποια ή ποιος πρέπει να είναι ο/η επόμενος/η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ευρωπής.
Και εδώ φαίνεται ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ευνοϊκά για την νυν πρόεδρο και επισήμως υποψήφια για την προεδρία με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Γιατί μπορεί να προηγείται σαφώς στις προτιμήσεις, αλλά το κάνει με ένα ποσοστό μόλις 20%. Δεύτερη επιλογή είναι να ακολουθηθεί η λογική των Spitzenkandidaten, δηλαδή Πρόεδρος της Επιτροπής να είναι ο υποψήφιος της ομάδας που θα έχει τη μεγαλύτερη καταγραφή στις ευρωεκλογές. Τρίτη ο υποψήφιος ο Νίκολας Σμιτ, ο υποψήφιος των ευρωσοσιαλιστών και τέταρτη επιλογή η «όχι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν».
Τα πράγματα κάνει δύσκολα για την φον ντερ Λάιεν το γεγονός ότι δεν έχει καν την ομόθυμη υποστήριξη της «πολιτικής της οικογένειας» καθώς μόνο το 53% των ερωτηθέντων ευρωβουλευτών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος την προτιμούν για το αξίωμα της Προέδρου της Επιτροπής.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι στις άλλες «πολιτικές οικογένειες» υπάρχει ομοθυμία. Για παράδειγμα οι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες» προκρίνουν τον επίσημο κομματικό υποψήφιο Νίκολας Σμιτ, αλλά σε ποσοστό μόλις 27.8%, δεύτερη απάντηση το «άλλοι», τρίτη τον Spitzenkandidat και τέταρτη την «κάποιος από τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες». Στους δεξιότερους σχηματισμούς προηγούνται οι απαντήσεις «δεν απαντώ» και «άλλοι», στους Πράσινους η απάντηση «άλλοι», στην ομάδα της Αριστεράς το «όχι η φον ντερ Λάιεν» και στην Renew (την ομάδα όπου ανήκει ο σχηματισμός του προέδρου Μακρόν») η φον ντερ Λάιεν αλλά όχι πλειοψηφικά.
Μπορεί να λειτουργήσει ο θεσμός του Spitzenkandidat;
Το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός ερωτηθέντων ευρωβουλευτών επέλεξε να απαντήσει ότι θα πρέπει επικεφαλής της επιτροπής να είναι ο Spitzenkandidat, δηλαδή ο υποψήφιος του ευρωπαϊκού κόμματος με την ισχυρότερη εκλογική παρουσία επανάφερε τη συζήτηση για το εάν θα πρέπει να ακολουθηθεί.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο θεσμός είχε μια μάλλον άδοξη εκκίνηση το 2019 όταν Μάνφρεντ Βέμπερ παραγκωνίστηκε για να προκριθεί ως υποψήφια κοινής αποδοχής ο Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αυτή δηλαδή που τώρα κινδυνεύει να έχει την ίδια τύχη.
Ωστόσο, μια μέτρηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης που είχε γίνει το 2023 και αφορούσε τους λόγους για τους οποίους οι ευρωπαίοι πολίτες σκοπεύουν να ψηφίσουν στις επόμενες ευρωεκλογές έδειξε ότι σε πολύ μικρό βαθμό το κάνουν για να εκλέξουν τον επόμενο Πρόεδρο της Επιτροπής. Αντιθέτως, οι λόγοι που προβάλλουν είναι το καθήκον τους ως πολιτών, το γεγονός ότι ψηφίζουν στις εκλογές και προφανώς την υποστήριξη σε ένα πολιτικό κόμμα.
Μια Ευρώπη σε κρίση στρώνει το έδαφος στην ακροδεξιά
Τόσο η έρευνα του Politico όσο και άλλες έρευνες και τοποθετήσεις το τελευταίο διάστημα παραπέμπουν στο ίδιο πρόβλημα: στις ευρωεκλογές θα καταγραφούν δύο δυναμικές κρίσης.
Η πρώτη αφορά τα «κόμματα διακυβέρνησης» στην Ευρώπη και την έρπουσα κρίση νομιμοποίησης την οποία αντιμετωπίζουν με αποτέλεσμα να έχουμε είτε κυβερνήσεις μειοψηφίας όπως αυτή της Γαλλίας είτε κυβερνήσεις αναγκαστικής συμπόρευσης όπως η Γερμανική.
Η άλλη αφορά τους ίδιους του ευρωπαϊκού θεσμούς και αφορά το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερο η Ένωση φαντάζει ανίκανη να παίξε τον ρόλο που της αναλογεί. Η απουσία μιας πολιτικής που να παραπέμπει στο τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και όχι στην παράτασή τους, η εμφανής αποτυχία της Πράσινης Μετάβασης σε μια χρονιά όπου το ένα ρεκόρ μέσης θερμοκρασίας διαδέχεται το άλλο σε συνδυασμό με τη διάχυτη αίσθηση ότι οι πολίτες και οι καταναλωτές θα πληρώσουν το κόστος μιας κλιματικής αλλαγής που δεν την προκάλεσαν οι ίδιοι, η κρίση κόστους ζωής, η αποτυχία επαρκούς αντιμετώπισης της πανδημίας, όλα αυτά συντελούν σε αυτή τη δυναμική.
Σε αυτό το φόντο, οι σχηματισμοί της ακροδεξιάς προετοιμάζονται για να καπηλευτούν εκλογικά αυτή τη δυσαρέσκεια και να γίνουν τελικά ακόμη και ρυθμιστές του παιχνιδιού στα ευρωπαϊκά πράγματα, οδηγώντας τα προφανώς σε ακόμη μεγαλύτερα αδιέξοδα, την ώρα που οποιαδήποτε προσπάθεια «επανοικειοποίησης» από συστημικά κόμματα της ατζέντας της ακροδεξιάς (π.χ. με ακόμη πιο σκληρές αντιμεταναστευτικές πολιτικές ή με επένδυση σε εθνικιστική ρητορική) καταλήγει να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή να «κανονικοποιεί» την ψήφο στην ακροδεξιά αντί να επαναπατρίζει απογοητευμένους ψηφοφόρους που μετακινήθηκαν προς τα εκεί.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ήδη σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα, την Ιταλία, η πρωθυπουργός έρχεται από την ακροδεξιά, ενώ σε αρκετές χώρες τα ακροδεξιά κόμματα είναι ρυθμιστές, για να μην αναφερθούμε στη σταθερή παρουσία (και σημαντική διαπραγματευτική ισχύ όπως αποδείχτηκε) του Βίκτορ Όρμπαν.
Και τα πράγματα δεν κάνει καθόλου καλύτερα το γεγονός ότι ολοκληρώνεται η δεύτερη ευρωπαϊκή πενταετία όπου η μεγάλη συζήτηση για την επανεκτίμηση και ανανέωση των ευρωπαϊκών θεσμών, που υποτίθεται ότι θα είχε ξεκινήσει ήδη από το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας, απλώς δεν έγινε, με αποτέλεσμα και οι ίδιοι οι θεσμοί, ξεκινώντας από την Επιτροπή, να έχουν κύρος που μειώνεται.
Ούτε βοήθησε βέβαια η επιλογή προσώπων με κριτήριο αμιγώς διαμόρφωσης συμβιβαστικών συσχετισμών, που όμως την ίδια στιγμή ούτε όραμα είχαν ούτε στρατηγική οξυδέρκεια, ξεκινώντας προφανώς από την ίδια την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν που δεν κατάφερε να διαψεύσει όσους την θεωρούσαν μια αναγκαστική αλλά ανέμπνευστη επιλογή εξαρχής.
Κοντολογίς πεδίο δόξης λαμπρό για τον ακροδεξιό λαϊκισμό.
in.gr