Χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων, πίεσης και επιμονής του φεμινιστικού κινήματος για να φτάσουμε στην ιστορική στιγμή της 5ης Φεβρουαρίου 1930, όταν με Προεδρικό Διάταγμα, οι γυναίκες στην Ελλάδα απέκτησαν επιτέλους το δικαίωμα ψήφου – ή, για να είμαστε ακριβείς, κάποιες γυναίκες.
Το εκλογικό δικαίωμα δόθηκε μόνο σε εκείνες που είχαν κλείσει τα 30 και διέθεταν απολυτήριο Δημοτικού, επιβεβαιώνοντας ότι ακόμα και η πρόοδος ερχόταν με φραγμούς.
Η πρώτη φορά που οι Ελληνίδες ψήφισαν ήταν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Παρότι το δικαίωμα είχε κατοχυρωθεί, η συμμετοχή ήταν πενιχρή: στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 γυναίκες και τελικά ψήφισαν μόνο 439. Την ίδια στιγμή, ορισμένες δημόσιες προσωπικότητες, όπως η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, εξέφραζαν ανοιχτά την περιφρόνησή τους προς το νέο δικαίωμα, δηλώνοντας προκλητικά ότι «μόνο οι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά θέλουν ψήφο».
Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν είχε πάψει να πιέζει ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα. Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια της «Εφημερίδας των Κυριών», ήταν μία από τις πρώτες που έθεσαν επί τάπητος την πολιτική ανισότητα, γράφοντας ήδη από το 1887 το σύνθημα «Ψήφος στη γυναίκα». Κι όμως, η πορεία προς την ισότητα αποδείχθηκε βασανιστικά αργή. Οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις στη Βουλή έγιναν το 1921, αλλά χαρακτηρίστηκαν από σφοδρές αντιδράσεις, ενώ το 1928 δημοσιεύματα όπως αυτό της εφημερίδας «Νέα Ημέρα» μιλούσαν για την «επικίνδυνη και αποκρουστέα» γυναικεία ψήφο, επειδή οι γυναίκες «τελούν εις ανισόρροπον και έξαλλον πνευματικήν κατάστασιν» λόγω της περιόδου τους!
Παρά τις γελοιότητες των επικριτών τους, οι γυναίκες τελικά κατέκτησαν πλήρως το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές στις 28 Μαΐου 1952, αν και χρειάστηκε να περάσουν ακόμα τέσσερα χρόνια μέχρι να το ασκήσουν, στις εκλογές του 1956. Τότε ήταν που εξελέγησαν οι πρώτες γυναίκες βουλευτές, με τη Λίνα Τσαλδάρη να γίνεται και η πρώτη Ελληνίδα υπουργός.
Ο δρόμος προς την ισότητα δεν ήταν ποτέ εύκολος – και δεν είναι ούτε σήμερα. Το 1930 ήταν μια νίκη, αλλά ήταν και μια υπενθύμιση ότι ακόμα και τα πιο αυτονόητα δικαιώματα κερδίζονται με μάχη.