Από τα εκκρεμή των πλοίων στα ηλεκτρικά ρολόγια της πόλης: η ιστορία της ακριβούς ώρας στην Ελλάδα
Όπως κάθε χρονιά έτσι και φέτος η αλλαγή της ώρας θα πραγματοποιηθεί τα ξημερώματα της Κυριακής 26/10 στις 4:00, όπου οι δείκτες των ρολογιών θα γυρίσουν μία ώρα πίσω.
Σήμερα μπορεί τα ρολόγια να είναι ψηφιακά και να μην χρειάζεται να γυρίσουμε τα… γρανάζια τους, αλλά όχι και τόσο πολύ παλιά η αλλαγή της ώρας ήταν… χειροκίνητη.
Πριν από μερικές δεκαετίες, αρκούσε ένα τηλεφώνημα στο τότε τριψήφιο 141 για να ακουστεί η γνώριμη, καθαρή γυναικεία φωνή που ενημέρωνε τους πολίτες:
«Στον επόμενο τόνο, η ώρα θα είναι…» – και ακολουθούσε το χαρακτηριστικό «μπιιιιπ».
Το μικρό αυτό διάστημα του ενός δευτερολέπτου ήταν αρκετό για να πατήσει κανείς το κουρδιστήρι στο πλάι του ρολογιού και να φέρει τους δείκτες στη σωστή θέση.
Ωστόσο, πολύ πριν από την εποχή του τηλεφώνου, η μέτρηση και ρύθμιση της ώρας αποτελούσε ένα σύνθετο ζήτημα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το Αστεροσκοπείο Αθηνών λειτουργούσε υπό την εποπτεία του Πανεπιστημίου, το Αστρονομικό Τμήμα είχε αναλάβει –πέρα από την καθαρά επιστημονική του αποστολή– μια εξαιρετικά πρακτική ευθύνη: τον καθορισμό και τη ρύθμιση του χρόνου. Εκεί ρυθμίζονταν τα εκκρεμή και τα χρονόμετρα των πλοίων του βασιλικού και εμπορικού ναυτικού, αλλά και κάθε άλλου σκάφους που έδενε στον Πειραιά, ώστε να τηρείται με ακρίβεια ο χρόνος απόπλου.
Η πρόοδος της ωρολογοποιίας, όμως, οδήγησε το Πανεπιστήμιο να συνεισφέρει ακόμη περισσότερο στη δημόσια ζωή, αναλαμβάνοντας τη ρύθμιση της ώρας στην Αθήνα και τον Πειραιά. Επειδή δεν υπήρχε ακόμη κεντρικό σύστημα ενημέρωσης, οι ωρολογοποιοί των δύο πόλεων είχαν το δικαίωμα να επισκέπτονται το Αστεροσκοπείο καθημερινά, από τις 3 έως τις 4 το απόγευμα, για να συγχρονίζουν τα ρολόγια τους.

Η έλλειψη δημοσίων ρολογιών, ωστόσο, δυσκόλευε την ευρύτερη ενημέρωση των πολιτών. Έτσι, καθιερώθηκε ένα πρακτικό μέτρο: κάθε μεσημέρι, με την υποστολή της σημαίας του Αστεροσκοπείου, οι εκκλησίες χτυπούσαν τις καμπάνες τους για να δηλωθεί η μεσημβρία. Όπως σημειώνεται στην Ετήσια Έκθεση 1897–1898, «η δια της πτώσεως της σημαίας σήμανσις της μεσημβρίας εις την πόλιν εξηκολούθησεν ως είθισται προ πολλού». Η ώρα των Αθηνών μεταδιδόταν τηλεγραφικά σχεδόν καθημερινά σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, για τον συγχρονισμό των εκεί ρολογιών.
Ωστόσο, η ανθρώπινη ασυνέπεια συχνά δημιουργούσε αποκλίσεις. Ορισμένοι υπάλληλοι και ιερείς δεν τηρούσαν με ακρίβεια το καθήκον τους, με αποτέλεσμα μικρές χρονικές διαφορές από περιοχή σε περιοχή – διαφορές που επηρέαζαν τη λειτουργία υπηρεσιών και συγκοινωνιών.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη του 19ου αιώνα, η ακρίβεια στη μέτρηση του χρόνου αποτελούσε θεμέλιο στοιχείο της κρατικής οργάνωσης. Το ίδιο πνεύμα επικράτησε και στην Ελλάδα, με το Αστεροσκοπείο Αθηνών να πρωτοστατεί στη δημιουργία δικτύου ηλεκτρικών ρολογιών. Στην Ετήσια Έκθεση 1897–1898 τονιζόταν «η απόλυτος ανάγκη της ακριβούς ώρας» και η «τελειοποίησις της χρονομετρικής υπηρεσίας» ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της εγχώριας ωρολογοποιίας, σύμφωνα με τα ελβετικά πρότυπα.
Το Αστεροσκοπείο πρότεινε στον Δήμο Αθηναίων να τοποθετηθούν ηλεκτρικά ρολόγια, των οποίων θα είχε την εποπτεία. Αν και το δημοτικό συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο, η Νομαρχία το απέρριψε για λόγους κόστους· έτσι, όπως σημειώνεται στους Πρυτανικούς Λόγους (1891–1892), «έκαστος των συμπολιτών φημών εξακολουθεί έχων ώρα διαφέρουσαν της ακριβούς μέχρις ενός τετάρτου».
Τελικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, η πρωτεύουσα απέκτησε το πρώτο της δίκτυο ηλεκτρικών ρολογιών. Με δωρεά του Κωνσταντινουπολίτη Νικολάου Ζαρίφη (1820–1895), ύστερα από πρόταση του καθηγητή Δημητρίου Αιγινίτη –τότε διευθυντή του Αστεροσκοπείου–, εγκαταστάθηκε ένα μεγάλο κεντρικό ρολόι στο Αστεροσκοπείο και δώδεκα ακόμη σε καίρια σημεία της πόλης. Ο Δήμος πρόσθεσε πέντε ακόμα, φτάνοντας συνολικά τα δεκαεπτά. Όλα συνδέονταν απευθείας με το Αστεροσκοπείο και ρυθμίζονταν αυτόματα.
Έτσι, οι κάτοικοι κάθε συνοικίας μπορούσαν πλέον να γνωρίζουν την ακριβή ώρα, βάζοντας τέλος στην εποχή της χρονικής ασυμφωνίας. Τα επίσημα εγκαίνια του συστήματος έγιναν στις 25 Μαρτίου 1892. Για τις υπόλοιπες πόλεις, η ώρα εξακολουθούσε να μεταδίδεται τηλεγραφικά, κυρίως σε εκείνες με σεισμογραφικούς σταθμούς όπως το Αίγιο, η Ζάκυνθος και η Καλαμάτα (Έκθεση 1903–1904).
Η εγκατάσταση του δικτύου άλλαξε ριζικά την καθημερινότητα των Αθηναίων: για πρώτη φορά, η ακρίβεια έγινε κομμάτι της ζωής τους. Όπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «ήταν μια βαθιά αλλαγή· οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ρυθμίζουν τα ρολόγια τσέπης τους με απόλυτη βεβαιότητα, υιοθετώντας το γνώρισμα των νέων καιρών – την ακρίβεια».
Η πρωτοβουλία αυτή εντασσόταν σε μια ευρύτερη προσπάθεια εκσυγχρονισμού: το Αστεροσκοπείο, το Χημείο, τα πανεπιστημιακά εργαστήρια Φυσικής και οι κλινικές συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας «κουλτούρας ακριβείας» που χαρακτήριζε τα σύγχρονα κράτη της Δύσης. Όπως σημειώνει ο Καραμανωλάκης, οι αξιόπιστες μετρήσεις και αναλύσεις δεν υπηρετούσαν μόνο την επιστήμη – νομιμοποιούσαν κοινωνικά την πεποίθηση ότι η πρόοδος περνά μέσα από τη γνώση και την ακρίβεια.
