Τα τελευταία επίσημα στοιχεία για την εισπραξιμότητα των φόρων είναι αποκαλυπτικά: Σε όλη τη διάρκεια του έτους τουλάχιστον 3 στους 10 πολίτες δεν πλήρωναν τις υποχρεώσεις τους στο φόρο εισοδήματος, με το ποσοστό να πέφτει μόλις στο 50% τους μήνες Απρίλιο και Αύγουστο.
Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα στον ένφια, καθώς φαίνεται ότι στην ώρα τους πληρώνονται περίπου τα 3/4 των βεβαιωμένων οφειλών.
Η εμμονική εστίαση στην υψηλή φορολογία μπορεί συχνά να προβάλλεται ότι έχει ταξικό πρόσωπο, πλήττει όμως τους πάντες:
Η μεσαία τάξη έχει δεχτεί ισχυρό πλήγμα και από τα 5,8 εκατ. πολίτες που αριθμούσε το 2008, έχει μειωθεί κατά περίπου 2,5 εκατ μέσα σε δέκα χρόνια. Οι φορολογούμενοι με εισοδήματα πάνω από 15.000 ευρώ (περίπου 1,6 εκατ.) πληρώνουν το 90% του φόρου εισοδήματος, ενώ 11.250 επιχειρήσεις με κέρδη πάνω από 150.000 ευρώ, πληρώνουν το 83% του φόρου των επιχειρήσεων.
Είναι αυτοί που συμβάλουν καθοριστικά στα υπερπλεονάσματα από τα οποία προκύπτει το κοινωνικό μέρισμα και οι εξαγγελίες για τις υπόλοιπες παροχές. Στην μεσαία τάξη όμως που έπαιξε τον ρόλο του «αιμοδότη» και στυλοβάτη και διαρκώς αποδυναμώνεται, δεν έφτασε ουσιαστικά τίποτα από όλα αυτά και η ίδια εικόνα αναμένεται να επικρατήσει και το 2019.
Αρνητικές είναι οι συνέπειες όμως και για τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα στα οποία στοχεύουν τα επιδόματα και οι εξαγγελθείσες παροχές.
Είναι κατ’ αρχήν το ύψος των φόρων. Συνολικά, σε επίπεδο χώρας, περίπου το 40% του εισοδήματος πηγαίνει σε φόρους, που είναι από τα υψηλότερα ποσοστά στις ανεπτυγμένες χώρες. Οι υψηλοί φόροι αποτελούν αιτία για μεγαλύτερες ή μικρότερες αντιδράσεις σε χώρες όπως η Γαλλία, ακόμα και στη «φιλήσυχη» Σουηδία όπου δημιουργούν μέχρι και συνθήκες ανατροπών στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.
Τροχοπέδη στη χώρα μας αποτελούν και οι πολύ υψηλές ασφαλιστικές εισφορές που φτάνουν στο 11,7% του ΑΕΠ και επιβαρύνουν την εργασία. Αυτό έχει ως συνέπεια να περιορίζεται το διαθέσιμο εισόδημα και να επηρεάζεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ούτε λόγος να γίνεται για αποταμίευση για τους χαμηλότερα αμειβόμενους.
Δεν είναι όμως μόνον το μεγάλο ύψος των φόρων, αλλά και η προέλευσή τους.
Οι πιο φτωχοί επιβαρύνονται αναλογικά περισσότερο σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν επίσης υψηλή φορολογία, αλλά και υψηλότερο επίπεδο παροχών. Οι τελικοί φόροι εισοδήματος (άμεσοι φόροι) είναι στο 9% του ΑΕΠ, έναντι πχ 16% στη Σουηδία και οι πανάκριβοι φόροι στην κατανάλωση (που τους πληρώνουν όλοι δηλαδή), φτάνουν στην Ελλάδα στο 15,4% του ΑΕΠ, από 12% στη Σουηδία και μόλις 4% στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Και μετά μιλάμε για υπεραπόδοση και δημοσιονομικό χώρο….
Σε αυτό το στρεβλό περιβάλλον, μόνο φέτος έχουν δημιουργηθεί 8,8 δις ευρώ νέες φορολογικές οφειλές. Συνολικά χρωστούν 4,3 εκατ. πολίτες, 1,8 εκατ. κινδυνεύουν με κατασχέσεις και τα χρέη προς τις εφορίες ξεπερνούν τα 103 δισ. ευρώ στα οποία θα πρέπει να συνυπολογιστούν και επιπλέον προσαυξήσεις περίπου 82 δισ. ευρώ. Χιλιάδες είναι αυτοί που περιμένουν να επιτραπεί η δυνατότητα διακανονισμού με περισσότερες δόσεις.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτό που στην ουσία όλοι γνωρίζουμε. Το ελληνικό κράτος φορολογεί περισσότερο από όσο πρέπει το εισόδημα, την περιουσία, την εργασία, το κεφάλαιο και κυρίως την κατανάλωση.
Το κοινωνικό μέρισμα αν και περιορισμένο, καθώς και οι εξαγγελίες για τις υπόλοιπες παροχές, μπορεί να δίνουν μια ανακούφιση σε πολλούς πολίτες. Πολλοί είναι αυτοί που δικαιούνται το κοινωνικό μέρισμα λόγω οικονομικής αδυναμίας αν κρίνουμε από στοιχεία όπως τα συνεχή νέα ρεκόρ σε κατασχέσεις τραπεζικών υπολοίπων.
Έτσι όμως, η πορεία φτωχοποίησης συνεχίζεται. Αν δεν μειωθούν σημαντικά οι φόροι η χώρα δεν μπορεί να αναμένει σοβαρούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα συνεχίσει να βρίσκεται εγκλωβισμένη στη στασιμότητα με αναιμική οικονομική δραστηριότητα, ανισότητες και αδικίες.
Χρειαζόμαστε το κοινωνικό πρόσωπο που δε θα στηρίζεται όμως στην ανακύκλωση της μιζέριας, αλλά σε μια διαφορετική πιο αισιόδοξη προοπτική με βάση τις επενδύσεις και την ανάπτυξη μέσω της δραστικής μείωσης των φόρων.
* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων