Η πολυπρόσωπη φυσιογνωμία του κορυφαίου Έλληνα αρχιτέκτονα που έθεσε νέες βάσεις στην διαμόρφωση του δημόσιου χώρου
Διανοούμενος της αρχιτεκτονικής, πρωτοπόρος δημιουργός εμβληματικών δημόσιων κτιρίων, εξέχων πανεπιστημιακός δάσκαλος, εικαστικός, λογοτέχνης με μια ελαφριά δόση πολιτικού: Οι παραπάνω αποτελούν τις βασικές ιδιότητες της πολυδιάστατης προσωπικότητας του Δημήτρη Φατούρου, του κορυφαίου Έλληνα αρχιτέκτονα που έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 92 ετών, αφήνοντας πίσω του το διαχρονικό πολυδιάστατο έργο του στο οποίο αποτυπώθηκε η σύνθετη και ρηξικέλευθη σκέψη του αλλά και οι διαρκείς δημιουργικοί – μαχητικοί προβληματισμοί του.
Ως μαθητής κορυφαίων δασκάλων από διαφορετικούς τομείς της επιστήμης και της τέχνης, όπως ο σπουδαίος Έλληνα αρχιτέκτονας και ακαδημαϊκός Δημήτρης Πικιώνης και ο εμβληματικός εικαστικός Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας είχε την δυνατότητα, κατά την διάρκεια των σπουδών στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, να διεισδύσει στα άδυτα της επιστήμης του και να ανακαλύψει τις αόρατες αλλά γερές κλωστές που την δένουν με την τέχνη. Γι’ αυτό εξάλλου και το ενδιαφέρον του δεν περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνον στην αρχιτεκτονική αλλά επεκτάθηκε στην ζωγραφική, την λογοτεχνία ακόμη και την ποίηση. Όπως ο ίδιος έλεγε, εξάλλου, χαρακτηριστικά «Και η ζωγραφική είναι μια μέθοδος αναγνώρισης του κόσμου!»
Γιατί αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός της ζωής του Δημήτρη Φατούρου: Να μελετά, αδιάκοπα, μέχρι το τέλος της ζωής του, τον κόσμο, τον χώρο μέσα στο οποίο συνυπάρχει και να προσπαθεί να τον κάνει καλύτερο, ομορφότερο και πιο λειτουργικό μέσα από τις παρεμβάσεις του είτε ποιητικές είτε καλλιτεχνικές. Κι αυτή η πολυπρόσωπη φυσιογνωμία του, σε συνδυασμό με το ορθάνοιχτο πνεύμα του, ήταν που τον καθιστούσαν ιδανικό αλλά και εξαιρετικά γοητευτικό δάσκαλο για τους φοιτητές που είχαν την τύχη να μαθητεύσουν στο πλευρό του, σε διάφορα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης μέχρι το Yale.
Η αρχιτεκτονική υπήρξε για τον Δημήτρη Φατούρο μια ατέρμονη δημιουργία μορφών ζωής της ανθρώπινης κοινότητας που αναζητά τις συνέχειες και ασυνέχειες με τις διαδρομές της και αναπτύσσει τις δικές της πρωτοβουλίες μέσα στις συνθήκες της σημερινής νέας πραγματικότητας. Κι η αναζήτηση αυτή γίνεται μέσα από τον διαρκή διάλογο με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αλλά και την επιστήμη και την τέχνη και την πολιτική την οποία υπηρέτησε, κατά την διετία 1993 – 1994, ως εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ανάμεσα στα δεκάδες αρχιτεκτονικά έργα του συμπεριλαμβάνονται η Εθνική Πινακοθήκη, τα μουσεία του Πολύγυρου, των Φιλίππων και της, το Κλειστό Κολυμβητήριο της Σχολής Δοκίμων στον Πειραιά, τα τέσσερα μεγάλα ανάγλυφα μπετόν στην ισόγεια ανοικτή συνδετήρια στοά της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. Και παρότι το καθένα έχει μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα υπάρχει ένας αόρατος μεν χαρακτηριστικός δε άξονας που τα συνδέσει μεταξύ τους. Αυτός δεν είναι άλλος από την επιμονή του στο σύγχρονο και στην εξέλιξη, σεβόμενος πάντα την αυθεντική εικόνα του ελληνικού τοπίου, αποφεύγοντας, ωστόσο, όπως ο διάβολος το λιβάνι, την φθηνή και χωρίς έμπνευση στείρα αναπαραγωγή της παράδοσης.Ήταν, εξάλλου, ένας άνθρωπος που πάντα κοιτούσε μπροστά. Γι’ αυτό και τον απασχολούσαν έντονα οι συνέπειες που θα έχουν στο δημόσιο χώρο και στην ανθρώπινη ζωή ευρύτερα οι νέες παγκόσμιες συνθήκες που δημιουργούνται: «Η αρχιτεκτονική, καθώς ζει μέσα στο σκοτεινό και υγρό πηγάδι της ανάγκης, της οικονομικής δύναμης, της καθημερινής εμπορίας της ηδονής, πέρασε και περνάει δρόμους μεταμορφώσεων και καταναγκασμών. Ουτοπίες της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, ουτοπίες της τεχνολογικής αιχμής, της ηλεκτρονικής φαντασίας υπάρχουν γύρω μας» εξηγούσε για να προτείνει αμέσως μετά: «Αν έπρεπε- και πρέπει- η αρχιτεκτονική και ο χώρος της πόλης να ανασυντάξουν και να πλουτίσουν το λεξιλόγιό τους και τα μέσα τους με στοιχεία που να ξεπεράσουν τον τεχνικισμό, την πτώχευση του μοντέρνου κινήματος από την πολύχρονη και εμπορευματική χρησιμοποίησή του, δεν είναι ανάγκη να τα αναζητήσουν σε ιστορικές απομιμήσεις και παραποιήσεις, ή τουλάχιστον όχι μόνο σε αυτές. Το λεξιλόγιο βρίσκεται ακέραιο στη μελέτη των ιχνών της πραγματικότητας, της αρχαϊκής, της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής στη μεσαιωνική πόλη, στη Μεσόγειο κ.ά.».
Και η ενασχόλησή του με την ζωγραφική, άλλωστε, η οποία διακόπηκε το 1966, ήταν, εξάλλου, μια διαφορετική, εναλλακτική προσέγγιση της επιστήμης του, προκειμένου να καταφέρει να διεισδύσει στην ουσία της που δεν είναι άλλη από την ευτυχία της ανθρώπινης κοινότητας με φόντο έναν δημόσιο χώρο λειτουργικό μεν που να διέπεται όμως από βασικές αρχές και αξίες δίχως να καταντά εργαλείο της τεχνολογικής εξέλιξης και των οικονομικών συμφερόντων. «Εκείνη η εικοσαετία, 1946-1966, ήταν μια άσκηση με ζωγραφικούς όρους που συναντούσε την αρχιτεκτονική. Η ηδονή της αναζήτησης έθετε συνεχώς ερωτήματα για τους συντελεστές, τις συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται το αρχιτεκτονικό έργο, τις γνωσιολογικές διαδικασίες, λύσεις του αρχιτεκτονικού προβλήματος. Η «ποιητική» και όχι οι ορισμοί είχαν προτεραιότητα. Έπρεπε λοιπόν να συγκεντρωθώ με επιμονή σε αυτές τις αναζητήσεις» είχε πει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Το απάνθισμα των πλούσιων μελετών του Δημήτρη Φατούρου αποτυπώθηκε μέσα από μια σειρά εκδόσεων και δυναμικών κειμένων του, που δημοσιεύθηκαν σε εγχώρια και διεθνή έντυπα, και θα αποτελούν, διαχρονικά, έναν πολύτιμο οδηγό για την αναζήτηση της ιδανικής αρχιτεκτονικής κοινωνίας.