Η φόνισσα με την γαλατόπιτα: «Είναι πικρό το γλυκό, μου έριξες δηλητήριο να με ξεκάνεις;»

Το θύμα μόλις δοκίμασε το γλύκισμα διαπίστωσε ότι ήταν πικρό. Έκανε εμετό αλλά η ποσότητα του δηλητηρίου ήταν μεγάλη. Ήταν νεκρός. Λίγες ώρες αργότερα η σύζυγός του παραδόθηκε στην αστυνομία. Λυπόταν, μα δεν είχε μετανιώσει.

Σε ένα ημιυπόγειο της οδού Ελευσίνων στο Μεταξουργείο ζούσε για πολλά χρόνια η 38χρονη Κωνσταντίνα με τον συζυγό της Ανδρέα. Εκείνη εργαζόταν ως μοδίστρα, ενώ εκείνος ήταν άνεργος τα τελευταία χρόνια. Το ζευγάρι ερωτεύτηκε 20 χρόνια νωρίτερα όταν και οι δύο ζούσαν στην Ανδραβίδα. Ο Ανδρέας ήταν ο μοναχογιός μια εύπορης οικογένειας της περιοχής. Όμως μετά τον θάνατο του πατέρα του, δεν άργησε να “ξετινάξει” την οικογενειακή περιουσία και να έρθει στην Αθήνα.

Καλομαθημένος και άμαθος από δουλειές, αφού κάποτε η οικονομική του κατάσταση το επέτρεπε, ο Ανδρέας είχε πολλά πάθη. Τα τελευταία χρόνια ξημεροβραδιαζόταν σε χαρτοπαιχτικές λέσχες, ενώ το πάθος του για τις γυναίκες ήταν άσβεστο. Μάλιστα, 5 χρόνια νωρίτερα, η Κωνσταντίνα είχε ανακαλύψει πως ο Ανδρέας είχε αποκτήσει ένα γιο με μια νεότερη γυναίκα με την οποία διατηρούσε παράλληλη σχέση. Η ζωή της δίπλα του εξελισσόταν σε μαρτύριο. Την τελευταία επταετία της αποσπούσε όλα τα χρήματα από την δουλειά της με τη βία. Οι ξυλοδαρμοί ήταν πλέον η καθημερινότητά της.

Του είχε ζητήσει πολλές φορές να φύγει από το σπίτι, αλλά εκείνος αρνούνταν κατηγορηματικά. Άλλωστε από ποιόν θα έπαιρνε χρήματα για να συντηρεί τις ερωμένες του; Η Κωνσταντίνα άρχισε να σκέφτεται με ποιον τρόπο θα απελευθερωθεί από τον σύζυγό της. Την απάντηση βρήκε στο παραθείο, η προμήθεια του οποίου ήταν εύκολη.

Έτσι βρέθηκε στο κατάστημα γεωργικών προϊόντων στην διασταύρωση Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου. Προμηθεύτηκε ένα κιλό παραθείο, προκειμένου να στείλει στους γεωργούς γονείς της στην Ανδραβίδα για να ψεκάσουν, όπως είπε στον καταστηματάρχη. Γυρίζοντας στο σπίτι της, άδειασε λίγο από το παραθείο σε ένα μικρό μπουκαλάκι και το υπόλοιπο το πέταξε στον νεροχύτη.

Για περίπου ένα μήνα, η Κωνσταντίνα περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να χρησιμοποιήσει το θανατηφόρο περιεχόμενο του μπουκαλιού της πάνω στον “βασανιστή” της. Αν και της δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες, φοβόταν να χρησιμοποιήσει το παραθείο, μήπως την ανακάλυπτε ο άντρας της και τελικά πήγαινε εκείνη στον “άλλο κόσμο”.

Το Σάββατο της 25ης Ιανουαρίου 1964 ο Ανδρέας της ζήτησε χρήματα. Εκείνη αρνήθηκε με τα γνωστά αποτελέσματα. Όμως αυτή τη φορά εκτός από το ξύλο, ο σύζυγός της της επιτέθηκε και με ένα μαχαίρι, τραυματίζοντάς την ελαφρά. Η Κωνσταντίνα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και στη συνέχεια δέχθηκε την φροντίδα του 17χρονου γιού της. Ο Ανδρέας εξαφανίστηκε για λίγες ημέρες και βρήκε καταφύγιο σε μια από τις ερωμένες του, με την οποία είχε επίσης αποκτήσει ένα αγόρι.

Μετά από αυτό το περιστατικό, η Κωνσταντίνα κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν χωράει αναβολής. Μια εβδομάδα αργότερα θα φτιάξει δύο γαλατόπιτες. Μια μεγάλη για εκείνη και τον γιο της και μια πιο μικρή για τον σύζυγό της, που αγαπούσε το παραδοσιακό αυτό γλύκισμα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Τα δύο ταψιά δόθηκαν για ψήσιμο στο φούρνο του Κορδούλα και στη συνέχεια εκείνη με το παιδί της έφαγαν τον ένα ταψί. Το δεύτερο σκεύος μπήκε στο ψυγείο, έτοιμο για “παίξει” τον εγκληματικό ρόλο για τον οποίο παρασκευάσθηκε.

Τα πρωί της Δευτέρα, ο Ανδρέας που είχε γυρίσει ξημερώματα, σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ζήτησε από την γυναίκα του καφέ. Εκείνη έσπευσε να τον φτιάξει, αλλά τον συνόδευσε μαζί με το “φαρμακερό” γλύκισμα. “Εκείνος ανυποψίαστος, με βουλιμίαν κατεβρόχθισεν εν τεμάχιον, ήτο, όμως υπερβολικώς πικρόν και του προκάλεσε έμετον” γράφει εφημερίδα της εποχής.

Κωνσταντίνα, σαν είναι πικρό το γλυκό. Μήπως πέρασε καμιά κατσαρίδα από πάνω; Ρε μπας και μου έριξες δηλητήριο για να με ξεκάνεις; Δεν φαντάζομαι να το έκανες αυτό;” της είπε κι εκείνη γέλασε προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμη. “Μα κι αν μου έριξες, πιστεύω να φρόντισες, ώστε να μην είναι και τόσο φοβερό, για να προλάβω να δώσω κατάθεση, να πω τι έχεις τραβήξει από μένα, ώστε να σε απαλλάξουν οι ένορκοι. Αν πεθάνω γρήγορα και δεν προλάβω, είσαι για κλάψιμο, δεν γλιτώνεις καημένη. Σε περιμένει απόσπασμα” της φώναξε κι εκείνη για να μην προδοθεί πήρε τους δρόμους.

Η Κωνσταντίνα ήταν σίγουρη πως η απόπειρά της είχε αποτύχει αφού ο σύζυγός της έκανε εμετό. Όταν γύρισε μετά από κάποιες ώρες στο σπίτι, ήταν σίγουρη πως εκείνος θα είχε ήδη φύγει για κάποια από τις ερωμένες του. Δεν είχε δίκιο. Τελικά, είχε πετύχει τον σκοπό της. Ο Ανδρέας ήταν νεκρός. Έτρεξε αμέσως στο φούρνο της γειτονιάς και ζήτησε να πάρει τηλέφωνο την άμεσο δράση γιατί φαρμάκωσε τον άνδρα της. Ο φούρναρης εμβρόντητος την ρώτησε αν αστειεύεται, μα εκείνη απάντησε: “Τον φαρμάκωσα. Όλοι σας ξέρετε την ζωή που περνούσα μαζί του. Δεν πρέπει να σας κάνει εντύπωση αυτό που έκανα”.

Λίγο αργότερα, η Κωνσταντίνα έφτασε στο Αστυνομικό Τμήμα και με απόλυτη ψυχραιμία ομολόγησε πως δολοφόνησε τον σύζυγό της. Η γυναίκα οδήγησε τους αστυνομικούς στο σπίτι της, με την μυρωδιά του παραθείου να είναι αισθητή σε όλο το χώρο. Η ίδια παραδέχτηκε πως η ιδέα να θέσει τέλος στο μαρτύριο που ζούσε εξαιτίας του συζύγου της τριγύριζε πολύ καιρό στο μυαλό της. Είχε ανεχτεί τα πάντα για χάρη του γιου τους ο οποίος, όμως, πλέον ήταν 17 ετών. “Λυπούμαι για ότι έγινε μα δεν μπορούσα πια να υποφέρω αυτή τη ζωή. Με μεταχειρίζετο χειρότερα από ένα ζώο. Εκείνος για μένα δεν υπήρχε και καλά θα έκανε να μην πατάει στο σπίτι μας. Το λίγο ψωμί που θα βάζαμε στο στόμα μας, δεν θα έσταζε φαρμάκι όπως τώρα. Λυπούμαι για ότι έγινε μα δεν μετανιώνω”.

Τα ίδια είπαν και όλοι οι μάρτυρες οι οποίοι, τον Ιούνιο του 1964, κατέθεσαν στο κακουργιοδικείο της Αθήνας, όταν η Κωνσταντίνα βρέθηκε στο εδώλιο με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Οι μάρτυρες αναφέρθηκαν στην βάναυση συμπεριφορά που είχε επιδείξει το θύμα σε βάρος της κατηγορούμενης, ενώ στην απολογία της εκείνη περιέγραψε το δράμα που ζούσε. Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη για την δολοφονία του συζύγου της με το ελαφρυντικό, όμως, του πρότερου έντιμου βίου. Τελικά, το δικαστήριο αναγνώρισε στην 40χρονη το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, καθώς και ότι εκείνη δεν οδηγήθηκε στην πράξη της από ταπεινά ελατήρια αλλά λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του συζύγου της και την καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών.

Σχετικά