Κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν εξαιρετικοί ιππείς και τρομεροί πολεμιστές: Οι Σκύθες ήταν ένα συνονθύλευμα από κουλτούρες της Εποχής του Σιδήρου που διαφέντευαν την ευρασιατική στέπα, παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ευρασιατικής ιστορίας, ωστόσο τα ερωτήματα γύρω από αυτούς παραμένουν πολλά- και νέα έρευνα δίνει απαντήσεις σε πολλά εξ αυτών.
Στο πλαίσιο της νέας έρευνας, που δημοσιεύτηκε στο Science Advances, αναλύθηκαν γενετικά δεδομένα από άτομα που έζησαν στη στέπα της κεντρικής Ασίας κατά την αρχαιότητα, παρέχοντας πολύτιμα στοιχεία όσον αφορά στην προέλευση, την εξέλιξη και την πτώση τους.
Λόγω των αλληλεπιδράσεων και των συγκρούσεων με τους άλλους πολιτισμούς της Ευρασίας, οι Σκύθες έχουν μια σχεδόν μυθική/ θρυλική διάσταση στην ιστοριογραφία και την παράδοση: Οι Σκύθες επηρέασαν τις κουλτούρες ισχυρών γειτόνων τους, συμβάλλοντας στην εξάπλωση τεχνολογιών όπως η σέλα και άλλα τεχνουργήματα που σχετίζονταν με την ιππασία.
Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Πέρσες και οι Κινέζοι άφησαν πίσω τους πηγές όπου περιγράφονταν, από τις δικές τους οπτικές, τα έθιμα και οι πρακτικές των έφιππων αυτών πολεμιστών, ωστόσο η ιστορία τους εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό στο σκοτάδι, λόγω της έλλειψης γραπτής γλώσσας ή απευθείας πηγών. Ως εκ τούτου δεν είναι γνωστό τι γλώσσα/ γλώσσες μιλούσαν, από πού προέρχονταν και το πόσο συνδέονταν μεταξύ τους οι διάφορες φυλές που εξαπλώθηκαν σε μια τόσο μεγάλη περιοχή.
Η νέα έρευνα πραγματοποιήθηκε από διεθνή ομάδα γενετιστών, ανθρωπολόγων και αρχαιολόγων, των οποίων ηγήθηκαν επιστήμονες του Τμήματος Αρχαιογενετικής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στη Γερμανίας. Στο πλαίσιό της αναλύθηκαν 111 αρχαία γονιδιώματα από αρχαίες σκυθικές και μη σκυθικές κουλτούρες της κεντροασιατικής στέπας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής αποκαλύπτουν ότι σημαντικές γενετικές εξελίξεις σχετίζονταν με την πτώση των μακρόβιων, στατικών (με μόνιμη εγκατάσταση) κοινωνιών της Εποχής του Χαλκού και την άνοδο των σκυθικών νομαδικών φυλών της Εποχής του Σιδήρου.
Τα ευρήματά τους δείχνουν πως, μετά από τη σε γενικές γραμμές ομοιογενή καταγωγή των κτηνοτρόφων των τελών της Εποχής του Χαλκού, στις αρχές της 1ης χιλιετίας πΧ εισροές από τα ανατολικά, τα δυτικά και τα νότια στη στέπα είχαν ως αποτέλεσμα να σχηματιστούν ανάμεικτες γενετικές δεξαμενές.
Η έρευνα πάει ακόμα πιο πέρα, εντοπιζοντας τουλάχιστον δύο κύριες πηγές προέλευσης για τις νομαδικές φυλές της Εποχής του Σιδήρου. Μια ανατολική πηγή πιθανώς προήλθε από πληθυσμούς στα Αλτάια Όρη, που, κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου, εξαπλώθηκαν δυτικά και νότια, αναμειγνυόμενοι καθώς μετακινούνταν.
Τα γενετικά αυτά αποτελέσματα αντιστοιχούν στους χρόνους και τις τοποθεσίες που διαπιστώνονται με βάση το γνωστό αρχαιολογικό ιστορικό, και υποδεικνύουν μια επέκταση από πληθυσμούς από τα Αλτάια, όπου είχαν βρεθεί οι αρχαιότεροι σκυθικοί τάφοι, συνδέοντας διάφορες γνωστές κουλτούρες στην περιοχή του Καζακστάν.
Οι ομάδες που βρίσκονταν στα δυτικά Ουράλια, πάλι, προέρχονται από μια δεύτερη, ξεχωριστή πηγή, η οποία ωστόσο ήταν της ίδιας χρονικής περιόδου. Αντίθετα με τις φυλές της ανατολής, η δυτική γενετική δεξαμενή, χαρακτηριστική των Σαυροματών/ Σαρματών, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό σταθερή όσον αφορά στη δυτική εξάπλωση των Σαρματών από τα Ουράλια στις στέπες του Πόντου και της Κασπίας.
Η έρευνα αυτή καλύπτει επίσης τη μεταβατική περίοδο μετά την Εποχή του Σιδήρου, αποκαλύπτοντας νέες γενετικές εξελίξεις και γεγονότα ανάμειξης. Τα γεγονότα αυτά εντάθηκαν κατά τις αρχές της 1ης χιλιετίας μΧ- κάτι που συνάδει με την ύφεση και εν τέλει την εξαφάνιση των σκυθικών κουλτουρών στην Κεντρική Στέπα. Σε αυτή την περίπτωση, νέες εισροές από την Άπω Ανατολή σχετίζονται με την εξάπλωση νομάδων όπως οι συνομοσπονδίες των Σιονγκνού και των Σιανγκμπέι, καθώς και μικρότερες εισροές από νομαδικές πηγές, που μάλλον σχετίζονταν με την επέκταση των Περσών από τον νότο.
Αν και πολλά από τα ανοιχτά ερωτήματα στην ιστορία των Σκυθών δεν μπορούν να απαντηθούν μόνο μέσω αρχαίου DNA, η έρευνα αυτή επιδεικνύει πόσο έχουν αλλάξει και αναμειχθεί οι πολιτισμοί της Ευρασίας στο πέρασμα των χρόνων. Μελλοντικές έρευνες αναμένεται να συνεχίσουν να διερευνούν τις δυναμικές αυτών των συσχετισμών, καλύπτοντας διαφορετικές περιόδους και γεωγραφικές περιοχές, και ρίχνοντας φως στις ρίζες των σημερινών ευρασιατικών πληθυσμών.