Σαν σήμερα στις 8 Απριλίου του 1973, έφυγε από τη ζωή ο κορυφαίος Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Ρούιθ Πικάσο, ο οποίος είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.
Γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881. Πατέρας του ήταν ο Χοσέ Ρούιθ Μπλάσκο, καθηγητής του σχεδίου, και μητέρα του η Μαρία Πικάσο. Άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί και σε ηλικία 14 ετών μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης.
Το 1897 πήρε χρυσό βραβείο με τον πρώτο πίνακά του που παρουσίασε στην Ακαδημία. Έχοντας κιόλας κατακτήσει μία τεχνική σταθερή κι αξιόλογη, άρχισε να πλησιάζει τους πρωτοποριακούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, που επέδρασαν βαθιά στη διαμόρφωσή του.
Το 1904 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Ματίζ και ο Χουάν Μιρό. Από το 1912 έως το 1914 τα έργα του Πάμπλο Πικάσο γίνονταν όλο και πιο γνωστά. Στις διεθνείς εκθέσεις του Μονάχου, της Κολωνίας και του Βερολίνου, οι κυβιστικοί του πίνακες βρίσκονταν στην πρώτη σειρά, δημοσιεύονταν στα πρωτοποριακά περιοδικά και οι ανανεωτικές αντιλήψεις του γίνονταν αντικείμενο συζήτησης στα πιο προωθημένα καλλιτεχνικά κέντρα. Σύντομα, το όνομα του έγινε συνώνυμο με το καινούργιο και το τολμηρό.
Ο Πικάσο ως ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και δραματουργός ήταν ιδιαίτερα πολύπλευρος.
Η εφευρετικότητα και η ευχέρειά του για πειραματισμούς δυσχεραίνουν την κατάταξή του σε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική κατηγορία. Αν και οι συνεχείς μεταλλαγές του παρεξηγήθηκαν ως έλλειψη συνέπειας, ο Πικάσο θεωρείται ο πρόδρομος κι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ζωγραφικής του 20ού αιώνα.
Ως παρακαταθήκη άφησε περίπου 20.000 αυτοτελή έργα του, κάθε μορφής. Κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελεί η «Γκουέρνικα», ένας πίνακας καταγγελίας για τα εγκλήματα κατά του λαού του στον ισπανικό εμφύλιο.
Προσωπική ζωή
Πρώτη σύζυγος του Πικάσο ήταν η Ρωσίδα χορεύτρια Όλγα Κοκλόβα.
Στις αρχές Μαρτίου του 1961, σε ηλικία 79 ετών, ο Πάμπλο Πικάσο παντρεύτηκε την 34χρονη Ζακλίν Ροκ, μοντέλο, μελαχρινή με πράσινα μάτια, την οποία απαθανάτισε σε αρκετούς πίνακές του. Ο γάμος, όχι θρησκευτικός, τελέσθηκε με πλήρη μυστικότητα στο Βαλορί της Κυανής Ακτής και ήταν ο δεύτερος και για τους δύο. Αν και υπήρξε κομμουνιστής, εξέφρασε πολλές φορές την αντίθεσή του σε διάφορες πρακτικές του Σοβιετικού μπλοκ, όπως η Σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, χωρίς όμως να διαγραφεί ποτέ από το κόμμα. Είχε στηρίξει μαζί με άλλους διανοούμενους τον Νίκο Μπελογιάννη και μάλιστα του αφιέρωσε και ένα πίνακα μετά την εκτέλεσή του.
Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν έκλεισε το πορτρέτο είπε χαρακτηριστικά «Έναν τόσο μεγάλο άνθρωπο δεν μπορείς να τον κλείσεις σε ένα πορτρέτο». Κάποτε είχε δημιουργήσει ένα πορτρέτο που να αναπαριστά τον Στάλιν, κατόπιν πιέσεων των συντρόφων του, όμως προκάλεσε σάλο στους ηγέτες του κόμματος, διότι στο πορτρέτο διαφαινόταν μία σατιρική ματιά για τον Στάλιν, μία διαπεραστική ειρωνεία. Γενικά, οι σχέσεις του με τον Σοβιετικό ηγέτη δεν ήταν και οι καλύτερες δυνατές.
Ο Πάμπλο Πικάσο πέθανε στις 8 Απριλίου του 1973.
Τρυφερά θυμάται τον Πικάσο η μούσα του, Φρανσουάζ Ζιλό
Τις αναμνήσεις της από την κοινή τους ζωή με τον μοναδικό Πάμπλο Πικάσο φέρνει στο προσκήνιο η μούσα του ζωγράφου Φρανσουάζ Ζιλό.Την περίοδο της γνωριμίας τους, η Φρανσουάζ ήταν μόλις 21 χρόνων και ο ζωγράφος 40 χρόνια μεγαλύτερός της.
Όταν η Φρανσουάζ Ζιλό βρέθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο για να συζητήσει με τη συγγραφέα Σιλβί Βοτιέ, το βιβλίο της «Πικάσο/Πικό, Πικό/Πικάσο: Μια Μαγική Στιγμή στη Βαλορίς, 1948-1953», ο συγγραφέας Γκρέγκορι Σπεκ ρώτησε αν ο Πάμπλο ήταν τόσο σπουδαίος εραστής όσο ήταν ζωγράφος, η Φρανσουάζ απάντησε:
«Ήταν μια ηφαιστειακή δύναμη της φύσης, κι έτσι φέραμε στον κόσμο τα δύο παιδιά μας: την Παλόμα, που είναι φημισμένη σχεδιάστρια. Και τον Κλοντ, που είναι φτυστός ο πατέρας τους, κι είναι εδώ δίπλα μου».
Ο Πικάσο γνώρισε τη Φρανσουάζ την άνοιξη του 1943 – ήταν 62 και αυτή 21 χρόνων ζωγράφος – ζητώντας από έναν φίλο του, ηθοποιό, που καθόταν σε διπλανό τραπέζι σε εστιατόριο μαζί με τη Ζιλό κι έναν άλλον ζωγράφο να του τη συστήσει.
Ήταν εραστές τα επόμενα δέκα χρόνια, δούλευαν στενά μαζί και αυτή έφερε στον κόσμο δύο από τα παιδιά του. Ο Πικάσο την έλεγε «η γυναίκα που λέει “Όχι”», γιατί ήταν η μόνη που τολμούσε να του φέρει αντίρρηση.
Μπορεί, σήμερα, η Φρανσουάζ να έχει τρυφερές μόνο αναμνήσεις από τον Πάμπλο, αλλά στην αυτοβιογραφία της «Η ζωή με τον Πικάσο» έγραφε: «Από τότε που συνειδητοποίησα ότι αυτός ζούσε σε έναν κόσμο κλειστός στον εαυτό του και ότι, κατά συνέπεια, η μοναξιά του ήταν πλήρης, θέλησα να εξερευνήσω τη δική μου μοναξιά…
Σύντομα κατάλαβα ότι ο πυρήνας του προβλήματος ήταν ότι με τον Πικάσο πρέπει πάντα να υπάρχει ένας νικητής και ένας ηττημένος. Δεν μπορούσα να είμαι ικανοποιημένη με το να είμαι νικητής, και πιστεύω ότι δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος με αυτό κάποιος που είναι συναισθηματικά ώριμος. Κι ούτε υπήρχε κάτι να κερδίσεις με το να είσαι ηττημένος, γιατί με τον Πικάσο τη στιγμή που ήσουν ηττημένος έχανε κάθε ενδιαφέρον. Μιας και τον αγαπούσα, δεν είχα περιθώριο να ηττηθώ. Τι μπορεί να κάνει κανείς μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα;».