Εν μέσω της ελληνικής Επανάστασης εργάτες στο Τυπογραφείο Διοίκησης, όπου ‘έβγαινε’ το Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης ζήτησαν κάποια γρόσια για να περάσουν τις γιορτές του Πάσχα. Και έτσι ξεκίνησε αυτό που έγινε επίδομα και μέρος του μισθού.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ ποιος ήταν εκείνος που πρότεινε και τελικά, πρόσφερε στην Ελλάδα το Δώρο του Πάσχα;
Η Τυπογραφία στα χρόνια της Επανάστασης
Η πρώτη αναφορά εντοπίζεται σε έγγραφο των εργατών του Τυπογραφείου Διοίκησης (προς το Μινιστέριο της Οικονομίας), σαν σήμερα, την Πρωταπριλιά του 1822. Δηλαδή, εν μέσω ελληνικής επανάστασης.
Όπως αναφέρουν η Έλλη Δρούλια-Μητράκου και ο Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης στο έργο τους με τίτλο ‘Η συμβολή της Τυπογραφίας στη Στήριξη της Επανάστασης του 1821’, η τυπογραφία υπηρέτησε ιδεολογικές και πρακτικές ανάγκες. Λειτουργούσαν έξι τυπογραφεία (Καλαμάτας-Κορίνθου 1821-1822, Μεσολογγίου 1823-1826, Ψαρών 1824, Ύδρας 1824-1827, Αθηνών 1825-1826 και Διοίκησης 1825-1827).
Συνολικά παρήγαγαν 50 βιβλία-φυλλάδια, 216 μονόφυλλα και 7 ελληνικές και ξενόγλωσσες εφημερίδες. Οι μηχανές και ο υπόλοιπος εξοπλισμός είχαν σταλεί από τους Έλληνες και τους Φιλέλληνες της Ευρώπης. Οι υπάλληλοι αναζητήθηκαν μεταξύ εκείνων που είχαν ασχοληθεί με την τυπογραφία, προεπαναστατικά σε πόλεις της Διασποράς, την Κωνσταντινούπολη, τις Κυδωνίες και τη Χίο. Κάτι αντίστοιχο έγινε για τους ‘εφημεριδογράφους’, τους μεταφραστές και τους συγγραφείς. Η έκδοση της εφημερίδας “Σάλπιγξ Ελληνική’ θεωρήθηκε κύριο έργο ιδεολογική και πολιτικής αποστολής. Αυτή των διοικητικών εντύπων ήταν συμπληρωματική. Το 1822 τυπώθηκαν στην Καλαμάτα οι δυο εκδόσεις του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας (βλ. το Σύνταγμα της Α’ Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου). Σε 30 μονόφυλλα τυπώθηκαν νόμοι, κώδικες και διαταγές της διοίκησης.
Οι εργάτες του Τυπογραφείου Διοίκησης, που είχαν αναλάβει την έκδοση του Φύλλου της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (παραμένει το κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας μόνο επίσημο και υποχρεωτικά εκδιδόμενο μέσο δημοσιοποίησης νομικών πράξεων των οργάνων της Ελληνικής Δημοκρατίας και των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου -αποκτούν ισχύ μετά την έκδοση στο ΦΕΚ) ζητούσαν λίγα γρόσια γιατί πλησίαζε το Πάσχα και ήθελαν να αγοράσουν πράγματα -διαφορετικά ο καθένας-, για να γιορτάσουν την ημέρα.
Το ακριβές κείμενο είχε ως εξής: “Επειδή και κατ’ αυτάς έφτασαν αι του Πάσχα εορτάσιμοι ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι, διά τούτο παρακαλούμεν το Μινιστέριον να μας δώση ολίγα γρόσια διά ν’ απεράσωμεν ταύτας τας εορτασίμους ημέρας, αναπληρούντες τας χρείας μας”. Στο τέλος του κειμένου υπήρχε η υπογραφή του επικεφαλής (αρχιτυπογράφου) των εργαζομένων, Κωνσταντίνου Τόμπρα.
Η ‘έκτακτη ενίσχυση’ που έγινε ‘δώρο’ και μετά ‘επίδομα’
Η καινοτομία αυτή άρχισε να αφορά όλους τους εργαζομένους, μετά την απελευθέρωση, με τους εργοδότες να δίνουν δώρο σε είδος και χρήματα. Το 1946, με το νόμο 866 ήταν που καθιερώθηκαν οι ‘έκτακτες ενισχύσεις’. Σήμερα τις ξέρουμε ως επιδόματα και μέρος του μισθού. Για να φτάσουμε σε αυτό, έγιναν διάφορα βήματα.
Η νομοθετική ρύθμιση έδωσε το δικαίωμα στους αρμόδιους υπουργούς να καθορίσουν τους μισθούς και το ποσό των ‘έκτακτων ενισχύσεων’ για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Η πρωτοβουλία αυτή επικυρώθηκε με τους νόμους 1777 και 1901 του 1951. Εκεί διευκρινίστηκε και ότι “οι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας δύνανται δια κοινών αποφάσεων να προσδιορίζουν εκτάκτως οικονομικάς ενισχύσεις κατά τις εορτές Χριστουγέννων και Πάσχα εις χρήμα ή εις είδος”.
Το 1980 διεγράφη η επιλογή του δώρου σε είδος
Η επόμενη αλλαγή έγινε το 1980, με το νόμο 1082 που ρύθμισε το ύψος και το χρόνο καταβολής των δώρων εορτών και αδείας που πια δίνονταν σε χρήμα -και όχι είδος. Σε αυτό το έγγραφο η ‘έκτακτη ενίσχυση’ έγινε ‘επίδομα’. Από το 1992 και με το νόμο 2084 άρχισαν να μην υπολογίζονται στις συντάξεις του ΙΚΑ.
Η μόνη περίοδος που δεν ‘τιμήθηκαν’ τα δώρα ήταν σε αυτά της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πρότεινε κατάργηση. Μετά έγινε μείωση και έπειτα επίδομα 500 ευρώ, για όσους είχαν αποδοχές έως 3.000 και κατάργηση σε περίπτωση μεγαλύτερων αποδοχών. Το Νοέμβριο του 2012 καταργήθηκε ολοσχερώς για τους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους. Το 2018 είχαν δικαίωμα σε αυτό μόνο οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και φέτος θα είναι μειωμένο, για όσους τελούν υπό αναστολή σύμβασης εργασίας από το Γενάρη.