Καζάνι που βράζει η Κ.Ο. της ΝΔ

Πολύς ατμός έχει μαζευτεί στη χύτρα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ν.Δ. αυτά τα δύο χρόνια διακυβέρνησης του «επιτελικού κράτους». Και όσο το υπερσυγκεντρωτικό μέγαρο Μαξίμου θα αγνοεί επιδεικτικά τις ενστάσεις «γαλάζιων» βουλευτών για την εφαρμοζόμενη πολιτική, όσο, με τον τρόπο που διαχειρίζεται τα πράγματα, θα οδηγεί βουλευτές της Ν.Δ. να… αισθάνονται αποκομμένοι από τη διακυβέρνηση και όσο η κυβερνητική φθορά θα επιτείνεται, τόσο θα βλέπουμε μικρότερες ή μεγαλύτερες εκρήξεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος και τόσο οι διαφοροποιήσεις θα πυκνώνουν.
Ειδικά τις τελευταίες μέρες οι διαφοροποιήσεις αυτές ήταν αλλεπάλληλες. Και οι πιο ηχηρές ήταν ασφαλώς αυτές της Ολγας Κεφαλογιάννη και της Μαριέττας Γιαννάκου απέναντι στο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια. Οι δύο πρώην υπουργοί εξέφρασαν πολύ έγκαιρα τις θεμελιώδεις διαφωνίες τους με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, κατέθεσαν και δέκα κομβικές τροπολογίες για αλλαγές στο νομοσχέδιο, αλλά όχι μόνο οι προτάσεις τους προσέκρουσαν στην αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης αλλά εισέπραξαν και μια απαξιωτική συμπεριφορά απέναντί τους, διά του αρμόδιου υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα, η οποία κορυφώθηκε με την περιβόητη κατηγορία του τελευταίου προς τις δύο βουλεύτριες, ότι οι ενστάσεις τους προέρχονται από «προσωπικά βιώματα».
Ενδεικτική του κλίματος η απάντηση της κ. Γιαννάκου, ότι «ως παλαιό μέλος της Ν.Δ. θέλω να σας πω ότι έχω εκπλαγεί ειλικρινά. Διότι μέσα στον ναό της Δημοκρατίας εσείς αμφισβητήσατε το δικαίωμα των βουλευτών να εκφέρουν ελεύθερα τη γνώμη τους», ενώ η ίδια είχε καταγγείλει και «απίθανες οργανώσεις» και «τρομερές διαφημίσεις υπέρ του νομοσχεδίου, που σημαίνει πολύ χρήμα».
Πρώτο μεγάλο ρήγμαΜε αυτά τα δεδομένα η καταψήφιση των επίμαχων άρθρων από τις δύο πρώην υπουργούς κατέστη μονόδρομος και η όλη υπόθεση επέφερε το πρώτο μεγάλο ρήγμα στη «γαλάζια» Κοινοβουλευτική Ομάδα και ένα ισχυρό πλήγμα στην εικόνα του μεγάρου Μαξίμου – όσο και αν ο πρωθυπουργός, φοβούμενος τη σύγκρουση με τις βουλεύτριές του, επέλεξε να κρατήσει το θέμα χαμηλά και να μην επιβάλει κομματική πειθαρχία, και άφησε μόνο του στη Βουλή τον υπουργό Δικαιοσύνης να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι πρόκειται για δύο πολύ προβεβλημένα στελέχη.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι ιστορικό στέλεχος της παράταξης και η Ολγα Κεφαλογιάννη η πρώτη σε σταυρούς στην Α΄ Αθήνας, ενώ κάποιοι ήδη τη βλέπουν ως δυνητικό εσωκομματικό πόλο. Προσθέστε εδώ και τις σοβαρές επιφυλάξεις με το νομοσχέδιο άλλων δύο «γαλάζιων» βουλευτών, παρότι αυτές δεν αποτυπώθηκαν στην ψηφοφορία: του, επίσης πρώην υπουργού, Χαράλαμπου Αθανασίου και του Μανούσου Βολουδάκη.
Αλλά μόλις προ ημερών είχαμε και την έκρηξη ακόμα ενός πρώην υπουργού, του βουλευτή Ηλείας Κώστα Τζαβάρα, ο οποίος εξαπέλυσε σφοδρή κριτική εφ’ όλης της ύλης στην κυβέρνηση με αφορμή το επικείμενο κλείσιμο δύο πανεπιστημιακών τμημάτων στην Ηλεία, καταγγέλλοντας τον τρόπο που αυτό συμβαίνει, αφήνοντας σαφείς αιχμές για την υπουργό Παιδείας αναφορικά με τον «εξορθολογισμό του ακαδημαϊκού χάρτη» και καταγγέλλοντας επίσης παρεμβάσεις τοπικών βουλευτών και παραγόντων για να σωθούν πανεπιστημιακά τμήματα της Αχαΐας και της Αιτωλοακαρνανίας. Δήλωσε, λοιπόν, ότι δεν θα είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές εξαιτίας αυτής της «κωμωδίας» αλλά και γιατί «ακόμα στην Ηλεία περιμένουμε να έρθει και να δημοπρατηθεί ο δρόμος που θα αντικαταστήσει την καρμανιόλα Πύργου-Πατρών στην οποία σκοτώνεται κάθε χρόνο ο πληθυσμός ενός μικρού χωριού».
Επιπλέον διαφώνησε με την κυβερνητική εξαγγελία για αυστηροποίηση ποινών, δηλώνοντας ότι έτσι «δεν λύνονται τα θέματα της εγκληματικότητας», ενώ διαφώνησε ανοιχτά και με την επιλογή του πρωθυπουργού να μεταφέρει τη γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο Προστασίας του Πολίτη, ζητώντας την επιστροφή της. Η χαρακτηριστική αποστροφή του κ. Τζαβάρα, ότι «εμείς είμαστε αποσυνάγωγοι απ’ ό,τι φαίνεται. Εμάς δε μας ακούν», φανερώνει και το κλίμα που υπάρχει σε βουλευτές της Ν.Δ. οι οποίοι νιώθουν παραγκωνισμένοι από τη διακυβέρνηση του «επιτελικού κράτους».
Την ίδια ώρα είχαμε και τη διαφοροποίηση της βουλεύτριας Α΄ Θεσσαλονίκης της Ν.Δ. Αννας Ευθυμίου με το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τα εργασιακά. Η κ. Ευθυμίου, με βάση την επαγγελματική πείρα της και την επιστημονική της γνώση ως εργατολόγου, διατύπωσε σοβαρές ενστάσεις αναφορικά με κεντρικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου και ζήτησε βελτιώσεις και ασφαλιστικές δικλίδες.
Ειδικά για το θέμα της διευθέτησης του χρόνου εργασίας σε ατομική βάση, τόνισε ότι «η σχέση εργοδότη και εργαζόμενου δεν είναι μία ισότιμη σχέση γιατί υπάρχει μια σχέση εξάρτησης. […] Κι επειδή πρέπει να αποφύγουμε κάθε δυνατότητα καταστρατήγησης πρέπει να αυξηθούν και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί».
Οι ενστάσειςΕίπε ακόμα για το ΣΕΠΕ ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη στελέχωση και να μη γίνει «νέο ΕΦΚΑ». Για την ψηφιακή κάρτα εργασίας, ότι «είναι σημαντική αλλά σ’ αυτή θα πρέπει κάποια στιγμή να μπούνε όλοι. Θα πρέπει ίσως να γίνει προτεραιοποίηση». Και για την τηλεργασία, ότι «θα πρέπει κατ’ εμέ να μπουν ποσοστά τηλεργασίας. Δεν μπορεί μια επιχείρηση όλο το προσωπικό της να το στέλνει στην τηλεργασία. Πρέπει να μπουν συγκεκριμένα ποσοστά αναλόγως με τους εργαζόμενους που έχουνε. Και επίσης θα πρέπει να επικαιροποιήσουμε στην τηλεργασία την έννοια του εργατικού ατυχήματος ή τις παθήσεις που σχετίζονται».
Να προσθέσουμε εδώ και τις πρόσφατες αιχμές προς την κυβέρνηση του Γιώργου Κύρτσου (έχει ασκήσει εσωκομματική κριτική για σειρά ζητημάτων με αιχμή τη διαχείριση της πανδημίας) και του Γιώργου Κουμουτσάκου για το θέμα της εγκληματικότητας και της αστυνόμευσης. Και μέσα σε αυτό το κλίμα τα σενάρια για νέο μίνι ανασχηματισμό τον Ιούλιο ή τον Σεπτέμβριο δίνουν και παίρνουν. Αλλά κάποιοι παρατηρούν ότι ένας ακόμα περιορισμένος ανασχηματισμός θα δημιουργήσει περισσότερους δυσαρεστημένους, μεταξύ εκείνων που θα αντιληφθούν ότι παραμένουν εκτός κυβερνητικών πλάνων.

Σχετικά