Κοινή δήλωση με την οποία εκφράζουν την πλήρη αντίθεσή τους στο εργασιακό νομοσχέδιο υπογράφουν εξι πρώην υπουργοί και βουλευτές της Ν.Δ.
Οι Χρήστος Ζώης, Άρης Σπηλιωτόπουλος, Νίκος Σταυρογιάννης, Σάββας Τσιτουρίδης, Ευάγγελος Αντώναρος, και Κρινιώ Κανελλοπούλου κάνουν λόγο για επιστροφή στο παρελθόν και τονίζουν οτι “με το νομοσχέδιό της η κυβέρνηση αφαιρεί από το δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο που κατακτήθηκε σε προηγούμενες δεκαετίες και ενισχύεται μέχρι και σήμερα σε όλο τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, αφού υπονομεύει κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα και περιορίζει την άσκηση συνδικαλιστικών ελευθεριών”.
Στην ίδια δήλωση επισημαίνεται οτι “οι κυβερνητικές επιλογές πλήττουν κατ’ εξοχήν τη νέα γενιά, αφού την καταδικάζουν σ’ ένα μέλλον φθηνής και ελαστικής εργασίας και εργασιακής ανασφάλειας με βέβαια συνέπεια την περαιτέρω ενίσχυση του ρεύματος φυγής από την χώρα”.
Όλη η δήλωση των 6 πρώην υπουργών και βουλευτών
Με το εργασιακό νομοσχέδιο που συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής η κυβέρνηση κάνει πολλά βήματα πίσω.
Με πρόσχημα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και με τη στήριξη ενός ισχυρού εργοδοτικού και μιντιακού κατεστημένου η κυβέρνηση κάνει μια επιλογή θεσμικής οπισθοδρόμησης που βρίσκεται σε προφανή αναντιστοιχία τόσο με την ιδεολογία μιας ιστορικής παράταξης που διαχρονικά εξέφραζε τον κοινωνικό φιλελευθερισμό όσο και με τις προεκλογικές εξαγγελίες της. Με το νομοσχέδιό της η κυβέρνηση αφαιρεί από το δημοκρατικό και κοινωνικό κεκτημένο που κατακτήθηκε σε προηγούμενες δεκαετίες και ενισχύεται μέχρι και σήμερα σε όλο τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, αφού υπονομεύει κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα και περιορίζει την άσκηση συνδικαλιστικών ελευθεριών.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι άλλωστε ότι η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής εγείρει σοβαρές ενστάσεις για κεντρικές διατάξεις του νομοσχεδίου — και μάλιστα στην επίμαχη διάταξη των ατομικών συμβάσεων — όπου διαπιστώνει: “…στην επιστήμη του εργατικού δικαίου αμφισβητείται εν γενεί η αυθεντικότητα των ατομικών συμφωνιών λόγω ακριβώς της εξάρτησης του εργαζομένου από τον εργοδότη”.
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί προεκλογικά για σταθερότητα και προστασία στον χώρο της εργασίας. Αντί γι’ αυτά και χωρίς ουσιαστική συζήτηση και συναινέσεις, διευρύνει την υφιστάμενη νομική και πραγματική ανισότητα στις εργασιακές σχέσεις προκρίνοντας, μεταξύ των άλλων:
- ατομικές αντί των συλλογικών συμβάσεων,
- καταργώντας ουσιαστικά το 8ωρο,
- επιβάλλοντας περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες, εργάσιμες Κυριακές για όλους,
- επιβάλλοντας σπαστό ωράριο στην μερική απασχόληση,
- διευκολύνοντας ανεξέλεγκτες ουσιαστικά απολύσεις και σημαντικούς περιορισμούς στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του συνδικαλισμού και της απεργίας.
Οι κυβερνητικές επιλογές πλήττουν κατ’ εξοχήν τη νέα γενιά, αφού την καταδικάζουν σ’ ένα μέλλον φθηνής και ελαστικής εργασίας και εργασιακής ανασφάλειας με βέβαια συνέπεια την περαιτέρω ενίσχυση του ρεύματος φυγής από την χώρα. Επίσης η αύξηση των υπερωριών θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε μια εποχή αυξημένης ανεργίας.
Απαιτούνται πολιτικές που θα ενισχύουν και θα κατοχυρώνουν τις σχέσεις ισοτιμίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων. Όμως η κυβέρνηση με την επιλογή της εκχωρεί δικαιώματα των εργαζομένων σε εργοδοτικά συμφέροντα προς όφελος της μεγαλύτερης κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Αδιαφορεί ακόμη για την υγεία, ασφάλεια, αξιοπρέπεια και τη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ της προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των εργαζομένων χρησιμοποιώντας ακόμη και έωλα επιχειρήματα του τύπου ότι ο εργαζόμενος (των 700 και 800 ευρώ!) θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει δήθεν μεταξύ υπερωριακής αμοιβής και ρεπό.
Με τις κυβερνητικές επιλογές η χώρα απομακρύνεται από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και μετατρέπεται σε ζώνη αντιαναπτυξιακής και αντικοινωνικής «εργασιακής ευελιξίας» με φθηνή και ελαστική εργασία, χωρίς κανόνες, χωρίς ελεγκτικούς μηχανισμούς, αφού αυτοί εκχωρούνται σε μια δήθεν «ανεξάρτητη» αρχή και χωρίς κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιληφθεί πως ανάκαμψη της οικονομίας με μειώσεις μισθών και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων δεν μπορεί να υπάρξει. Και δεν υπάρχει καμία προοπτική ανάπτυξης και ευημερίας χωρίς ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης με στήριξη των εργαζομένων.