«Στο κάγκελο της σκάλας ήταν κρεμασμένο το σκυλί με το λουρί του» – Πώς ήταν δεμένος ο πιλότος – «Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα, μπορεί και να πέθαινε» – «Σήκωσα το κινητό μου και άκουσα το Μπάμπη να μουγκρίζει», καταθέτει γειτόνισσα του ζευγαριού
Το ρεσιτάλ ηθοποιίας που έδινε ο δολοφόνος της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά προκειμένου να πείσει ότι μπήκαν ληστές στο σπίτι του και σκότωσαν την 20χρονη σύζυγό του, περιγράφεται στις αποκαλυπτικές καταθέσεις των αστυνομικών που μπήκαν στη μεζονέτα του ζευγαριού. Υπό το πρίσμα πλέον της ομολογίας του 33χρονου πιλότου ότι εκείνος δολοφόνησε την σύζυγό του -και κυρίως τώρα μέσα από τις καταθέσεις των αστυνομικών αλλά και της γειτόνισσας του που καλούσε σε βοήθεια- διαφαίνεται πως ο κατηγορούμενος είχε σκεφτεί πολύ καλά κάθε λεπτομέρεια του σχεδίου συγκάλυψης του φρικιαστικού εγκλήματός του.
«Καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου που κάναμε ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους του σπιτιού να φωνάζει βοήθεια χωρίς όμως είναι να είναι καθαρά αυτά που λέει» καταθέτει ένας από τους αστυνομικούς που μπήκαν στο σπίτι. «Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε» αναφέρει ακόμη ο ίδιος και περιγράφει τον τρόπο που είχε καταφέρει ο πιλότος να δέσει τα χέρια και τα πόδια του με ένα λευκό σπάγκο.
«Άκουσα μια αντρική φωνή η οποία ακουγόταν σαν να είναι φιμωμένη, και η οποία φώναζε «βοήθεια» και μας καλούσε να σπάσουμε την πόρτα ώστε να μπούμε στο σπίτι», καταθέτει ο δεύτερος αστυνομικός που μπήκε στο σπίτι. «Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε μια γυναίκα, γυρισμένη και ξαπλωμένη μπρούμυτα, η οποία είχε τα χέρια της δεμένο πισθάγκωνα με μία γκρι ζακέτα. Γύρω από το λαιμό της είχε τυλιγμένο ένα γκρι ύφασμα, ενώ απ’ όσο καταλάβαμε δεν είχε τις αισθήσεις της. Πάνω στην πλάτη της γυναίκας υπήρχε ένα μωρό, το οποίο ήταν εν ζωή» προσθέτει.
Αποκαλυπτική είναι όμως και η πρώτη κατάθεση που έδωσε στις αρχές η γειτόνισσα του ζευγαριού, η οποία αναφέρει ότι στις 6:15 τα ξημερώματα δέχθηκε κλήση από τον πιλότο αλλά δεν καταλάβαινε τι ακριβώς της έλεγε. Έτσι αποφάσισε να βγει από το σπίτι της για να δει τι συμβαίνει και την ώρα εκείνοι έφταναν οι αστυνομικοί. «Τους είπα πως στο δίπλα σπίτι υπάρχει ένας άνθρωπος που μάλλον χρειάζεται βοήθεια. Ακόμη έβαλα το κινητό μου τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούσουν οι αστυνομικοί τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης μούγκριζε και έλεγε κάτι αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω» είπε στις 11 Μαΐου στους αστυνομικούς η γυναίκα που ζούσε δίπλα στο ζευγάρι.
«Ο άντρας ήταν σε κατάσταση πανικού»
Στην κατάθεσή του ο ένας εκ των αστυνομικών αφού αναφέρει πως μπήκαν στη μεζονέτα από διαρρηγμένο παράθυρο στο ημιυπόγειο, επισημαίνει πως κατά τη διάρκεια του ελέγχου που ο ίδιος και οι συνάδελφοι του έκαναν στο ισόγειο «ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους του σπιτιού να φωνάζει βοήθεια χωρίς όμως είναι να είναι καθαρά αυτά που λέει».
Στη συνέχεια, ο αστυνομικός περιγράφει καρέ-καρέ όλα όσα αντίκρισε μέσα στη μεζονέτα και κυρίως όσα είδε όταν μπήκε στη κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού: Συγκεκριμένα καταθέτει τα εξής: «Φτάνοντας στο ισόγειο είδαμε ένα χώρο ο όποιος ήταν περιφραγμένος με σύρμα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έτσι καταλάβαμε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε σκυλί. Στο χώρο εκείνο υπήρχαν και περιττώματα του σκύλου. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να ανέβουμε στον πάνω όροφο και στο κάγκελο της σκάλας είχαμε κρεμασμένο το σκυλί με το λουρί του. Ανεβήκαμε προς τους πάνω ορόφους ερευνώντας ένα-ένα τα δωμάτια και καταλήξαμε στην σοφίτα. Αν θυμάμαι καλά πρώτος στη σοφίτα μπήκα εγώ. Μπαίνοντας είδα στο κρεβάτι του δωματίου μια γυναίκα να είναι μπρούμυτα δεμένη πισθάγκωνα με ένα ρούχο. (…) Μισό πάνω στην γυναίκα και μισό στο κρεβάτι ήταν ένα μωρό το οποίο με κοίταζε χωρίς να κλαίει».
Ο αστυνομικός στην κατάθεσή του περιγράφει την κατάσταση του πιλότου, ο οποίος βρίσκονταν δεμένος στο πάτωμα και γυρισμένος προς το κρεβάτι. Αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι αριστερά του κρεβατιού όπως κοιτάζουμε από την πόρτα υπήρχε ένας άντρας, ο οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα με ένα λευκό σπάγκο, με μέτωπο στο κρεβάτι. Για να καταλάβετε καλύτερα τα χέρια και τα πόδια του άντρα ήταν δεμένα μαζί και προς το σώμα. Δεν ήταν δεμένα πίσω. Επίσης υπήρχε μονωτική ταινία χρώματος καφέ δεμένη στο λαιμό αρκετές φορές αρκετά σφιχτά στο στόμα τουλάχιστον 4-5 φορές και μια φορά περασμένη στα μάτια. Πλησίασα τον άντρα ο οποίος ήταν σε κατάσταση πανικού και με ένα σουγιά έκοψα προσεκτικά την ταινία αρχικά στο λαιμό και μετά στο στόμα. Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε. Η ταινία από τα μάτια έπεσε μόνη της. Άφησα την ταινία δίπλα και ξεκίνησα να κόβω τον σπάγκο στα χέρια και στα πόδια με τον ίδια σουγιά. Δίπλα απ’ το κεφάλι του άντρα υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο ανοιχτό. Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό. Μας είπε ότι μπήκαν μέσα με όπλα τρεις άντρες, ο ένας κρατούσε πιστόλι και ο άλλος περίστροφο, και του ζήτησαν λεφτά. Μας ρώτησε επίσης γιατί σκότωσαν την γυναίκα του αφού τους είπε που είναι τα λεφτά. Στην συνέχεια κατεβήκαμε κάτω και βγήκαμε έξω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού η οποία ήταν ξεκλείδωτη και τα κλειδιά δεν ήταν από πίσω. Βγήκε και ο άντρας μετά από λίγο και έδωσε τα στοιχεία στους συναδέλφους. Ειδοποιήσαμε το κέντρο και μετά από λίγο ήρθε το ασθενοφόρο. Σε άλλο σημείο του σπιτιού δεν είδαμε παραβίαση, πέρα από το παράθυρο στο ημιυπόγειο. Επίσης όλα τα δωμάτια ήταν ανακατεμένα και ψαγμένα….».
«Στο κάγκελο της σκάλας ήταν κρεμασμένο το σκυλί»
Ο δεύτερος αστυνομικός αναφέρει πως όταν έφτασαν στο σπίτι συνάντησαν την γειτόνισσα του ζευγαριού, η οποία μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Μπάμπη. «Τότε άκουσα μια αντρική φωνή, η οποία ακουγόταν σαν να είναι φιμωμένη, και η οποία φώναζε «βοήθεια» και μας καλούσε να σπάσουμε την πόρτα ώστε να μπούμε στο σπίτι», λέει ο μάρτυρας και συνεχίζει την κατάθεσή του περιγράφοντας στα όσα ο ίδιος είδε όταν πια μπήκαν στο σπίτι. «Ανεβήκαμε χρησιμοποιώντας μία εσωτερική σκάλα στο ισόγειο που υπήρχε το σαλόνι και η κουζίνα. Αφού διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχει κανένα άτομο στο χώρο μέσω της εσωτερικής σκάλας κατευθυνθήκαμε προς τους πάνω ορόφους. Τότε, είδαμε ότι από το κάγκελο της σκάλας που βρίσκεται ανάμεσα στο πρώτο όροφο και το ισόγειο είναι κρεμασμένο από το λαιμό ένα σκυλί το οποίο δε ζούσε. Το σκυλί ήταν κρεμασμένο με ένα λουρί δερμάτινο μαύρου χρώματος. Ακολούθως, ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένα μπάνιο. Δε βρήκαμε ούτε εκεί κανέναν και έτσι ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο της μεζονέτας όπου υπήρχε μια κρεβατοκάμαρα».
«Πάνω στην πλάτη της γυναίκας υπήρχε ένα μωρό, το οποίο ήταν εν ζωή»
Οι αστυνομικοί φτάνοντας στο δεύτερο όροφο της κρεβατοκάμαρας βρήκαν την πόρτα του συγκεκριμένου δωματίου σχεδόν ανοιχτή. «Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε μια γυναίκα, γυρισμένη και ξαπλωμένη μπρούμυτα, η οποία είχε τα χέρια της δεμένο πισθάγκωνα με μία γκρι ζακέτα. Γύρω από το λαιμό της είχε τυλιγμένο ένα γκρι ύφασμα, ενώ απ’ όσο καταλάβαμε δεν είχε τις αισθήσεις της. Πάνω στην πλάτη της γυναίκας υπήρχε ένα μωρό, το οποίο ήταν εν ζωή», λέει ο αστυνομικός αναφέροντας πως το μωρό ήταν ήσυχο και δεν έκλαιγε.
Ακολούθως, ο αστυνομικός περιγράφει στην κατάθεσή του: «Στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού όπως κοιτούσαμε εμείς και στο πάτωμα βρισκόταν ένας άνδρας δεμένος ο οποίος καλούσε σε βοήθεια. Τα πόδια του άντρα ήταν προς την πόρτα και το κεφάλι του προς το προσκέφαλο του κρεβατιού. Ο άντρας αυτός φορούσε μόνο το εσώρουχο του και ήταν κι αυτός δεμένος. Συγκεκριμένα τα χέρια του ήταν δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο μπροστά στο σώμα του. Επίσης με σπάγκο ήταν δεμένα και τα δύο του πόδια και τέλος με σπάγκο ήταν δεμένα μεταξύ τους τα πόδια του με τα χέρια του και ήταν σε εμβρυακή στάση. Ακόμη στο λαιμό του ήταν πολύ σφιχτά δεμένη κολλητική ταινία καφέ χρώματος η οποία συνεχίζεται στο στόμα και στα μάτια του άντρα. Ενώ η κολλητική ταινία στο λαιμό του άντρα ήταν σφιχτά δεμένη στο σώμα και τα μάτια ήταν πιο χαλαρά δεμένη». Αφού οι αστυνομικοί έλυσαν τον 33χρονο εκείνος άρχισε να τους λέει το σενάριό του. Ότι δηλαδή τους λήστεψαν, έχασε τις αισθήσεις του και ότι κατάφερε να καλέσει την αστυνομία από το κινητό του χρησιμοποιώντας την μύτη του! «…Πήρα το μωρό στα χέρια μου, το σκέπασα με μια κουβέρτα που πήρα από την κούνια του, η οποία βρισκόταν δεξιά από το κρεβάτι και κατέβηκα στο ισόγειο. Άνοιξα την κεντρική είσοδο του σπιτιού, την πόρτα ασφαλείας που σας είπα πριν και βγήκα έξω από το σπίτι. Νομίζω πως η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη και πως απλά κατέβασα το χερούλι για να βγω αλλά δεν το θυμάμαι καλά γιατί εκείνη τη στιγμή είχα μεγάλη ένταση. Μετά από λίγο έξω από το σπίτι βγήκαν και οι συνάδελφοι μου μαζί με τον άντρα που βρέθηκε δεμένος», λέει ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο αστυνομικός που ανέλαβε εκείνες τις δραματικές ώρες να φροντίσει το μόλις 11 μηνών βρέφος του ζευγαριού.
«Άκουγα στο τηλέφωνο τον Μπάμπη να μουγκρίζει»
Τώρα, στην πρώτη κατάθεση που έδωσε στους αστυνομικούς στις 11 Μαΐου η γειτόνισσα του ζευγαριού αναφέρει τα εξής: «Άκουσα ένα θόρυβο και ξύπνησα, γενικότερα κοιμάμαι πολύ ελαφρά και ακούω συχνά θορύβους τα βράδια. Όταν σηκώθηκα από το θόρυβο κοίταξε ενστικτωδώς την ώρα και γι’ αυτό σας λέω ακριβώς την ώρα ήταν. (…) Ακουσα το σκυλί της Καρολάιν να γαβγίζει και το γάβγισμα ήταν σαν κλάμα. Σας το λέω αυτό γιατί ασχολούμαι με τα ζώα και μπορώ να το καταλάβω. Μετά το κλάμα του σκύλου άκουσα κάποια βήματα σαν κάποιος να κατέβει από τη σκάλα του διπλανού σπιτιού. Επειδή ξέρω ότι στο διπλανό σπίτι έχουν ζώα υπέθεσα πως το σκυλί μάλωσε με τις γάτες κι από αυτό ξύπνησε ο Μπάμπης και κατέβηκε να ηρεμήσει τα ζώα. Αφού οι θόρυβοι σταμάτησαν δεν έδωσα άλλη σημασία και ανέβηκα στο δεύτερο όροφο να κοιμηθώ. Όπως βλέπω τώρα στο κινητό μου στις 6:15 ο Μπάμπης με κάλεσε στο κινητό μου τηλέφωνο. Εγώ το σήκωσα και τότε άκουσα τον Μπάμπη να μουγκρίζει. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε και του φώναζα να μιλήσει για να δω τι ήθελε. Αναστατώθηκα πολύ και ξύπνησα τον άντρα μου που μέχρι εκείνη την ώρα κοιμόταν. Μετά από ένα λεπτό το τηλέφωνο έκλεισε και κάλεσα ξανά τον Μπάμπη, ο οποίος μου το σήκωσε. Πάλι όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Αποφάσισα να βγω έξω από το σπίτι και να πάω δίπλα για να καταλάβω τι έγινε. Έτσι λοιπόν βγήκα έξω και αμέσως με ακολούθησε ο άντρας μου. Την ώρα που βγήκαμε από το σπίτι έφτασαν κάποια αστυνομικοί. Τότε τους είπα πως στο δίπλα σπίτι υπάρχει ένας άνθρωπος που μάλλον χρειάζεται βοήθεια. Ακόμη έβαλα το κινητό μου τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση για να ακούσουν οι αστυνομικοί τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης μούγκριζε και έλεγε κάτι αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω το κακό που έγινε».