Ένα θησαυροφυλάκιο και ένα φλύαρο πτηνό ερίζουν αιώνες τώρα για την πατρότητα της λέξης. Διεκδικούν το καθένα για τον εαυτό του τα εύσημα της πρώτης εφημερίδας παγκοσμίως. Της γαζέττας (gazetta). Για την ακρίβεια, το μεν πρώτο «υποστηρίζει» ότι ο περήφανος πρόγονος του έντυπου Τύπου έλκει την καταγωγή του από την περσική λέξη «γάζα» (θησαυρός) και ως εκ τούτου η γαζέττα δεν είναι άλλο από την καταγεγραμμένη αποθησαύριση γνώσεων και πληροφοριών. Το δε δεύτερο προέρχεται από τη Βενετία στη γλώσσα της οποίας γαζέττα σημαίνει κίσσα και άρα φλύαρο πτηνό που κλέβει και μαζεύει στη φωλιά του μικροαντικείμενα.
Σκωπτικά, λοιπόν, η γαζέττα θα μπορούσε να αποτελεί «άντρο» μιας φλύαρης κίσσας… Με τα σημερινά δεδομένα και καθώς το κουτσομπολιό ή επί το ευπρεπέστερον «κοινωνικός σχολιασμός» είναι από τα αγαπημένα θέματα εντύπων, που συγκαταλέγονται στο σώμα των εφημερίδων, η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση. Πριν από έξι αιώνες, όμως, όταν η «γαζέττα» μπαίνει για πρώτη φορά επισήμως και ριζώνει στη ζωή των σύγχρονων ανθρώπων, το όνομά της δεν είναι τίποτε περισσότερο από εθιμικός τίτλος. Τον 15ο αι. οι σημερινές εφημερίδες είναι χειρόγραφα δελτία, που ερμηνεύουν διατάγματα και ανακοινώσεις της δημόσιας διοίκησης για την ανάγνωση των οποίων απαιτείται η καταβολή μιας βενετσιάνικης γαζέττας, δηλαδή ενός χάλκινού νομίσματος ευτελούς αξίας. Έτσι, λοιπόν, χάριν συνηθείας και συντομίας τα δελτία αυτά φτάνουν κάποτε να αποκαλούνται «γαζέττες».
Ωστόσο, η έννοια του πληροφοριακού εντύπου απαντάται πολύ πιο παλιά από τον 15ο αι., την εποχή της βασιλείας του Μεγαλέξανδρου. Τα «βασίλεια» ή «βασιλικά δελτία» είναι καθημερινά δελτάρια με τα τρέχοντα γεγονότα, στρατιωτικά και μη, προορίζονται μόνον για την ενημέρωση του Μακεδόνα βασιλιά και φυλάσσονται στο «γαζοφυλάκιο» (θησαυροφυλάκιο). Με αυτόν τον τρόπο, ο Αλέξανδρος έχει στη διάθεσή του ένα πολύτιμο αρχείο δραστηριοτήτων την επιμέλεια του οποίου μάλιστα αναθέτει σε συγκεκριμένους ανθρώπους, που θεωρούνται και οι πρώτοι διευθυντές εφημερίδας με πρώτο εκδότη τον μέγα στρατηλάτη.
Σε λίγο, στην περίοδο της αρχαίας Ρώμης, κυκλοφορεί το έντυπο «acta diurna» (ημερήσιος απολογισμός) που ενημερώνει περί των συζητήσεων της συγκλήτου. Οκτώ αιώνες μετά, εμφανίζεται στην Κίνα η πρώτη ενημερωτική φυλλάδα. Η «Σινγκ Πάο» είναι χειρόγραφη και κυκλοφορεί στο Πεκίνο από τα τέλη του 8ου αι. Μισό αιώνα μετά, κυκλοφορεί έντυπη με ξύλινα στοιχεία. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται ακριβώς για εφημερίδα, αλλά για δελτίο εμπορικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων τοπικού χαρακτήρα. Στις αρχές του 10ου αι. η «Σινγκ Πάο» αναστέλλει την κυκλοφορία της για να επανέλθει το 1351 και να κυκλοφορεί αδιαλείπτως ως εφημερίδα πλέον.
Η εφημερίδα είναι συνυφασμένη με την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να δίνει και να παίρνει πληροφορία για τα τεκταινόμενα γύρω του. Τα νέα της γειτονιάς που ανταλλάσσουν οι κυρίες απολαμβάνοντας τον καφέ ή το τσάι τους, η πληροφόρηση περί την πολιτική ή το ποδόσφαιρο στα καφενεία αποτελούν μιας μορφής προφορική εφημερίδα. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο άνθρωπος από τη ανατολή του είδους του ένιωσε την ανάγκη να συγχρωτισθεί, να συνυπάρξει, να συναναστραφεί με τον διπλανό του, αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της ανταλλαγής πληροφορίας. Η ανάγκη ταυτόχρονα με τη διεύρυνση του πνεύματος, την εξέλιξη των κοινωνιών, τη ζύμωση των λαών, τις διακρατικές σχέσεις και συμφωνίες «γέννησαν» τον Τύπο. Η προφορική ενημέρωση αρχικά αντικαταστάθηκε από την έντυπη και προϊόντος του χρόνου από την ηλεκτρονική και τη διαδικτυακή. Πιστή ακόλουθος των τρόπων έκφρασης και ανταλλαγής πληροφορίας των κοινωνιών, η ειδησεογραφία αποτυπώνει τις φάσεις της εξέλιξης στον χρόνο.
Αλλά η διακίνηση πληροφοριών και ιδεών απαιτεί και τους… υπηρέτες της, οι οποίοι πρέπει να είναι μυημένοι στις έννοιες της αλήθειας και της αξιοπιστίας. Η ενημέρωση είναι πολύτιμο αγαθό για κάθε πολίτη και όταν αυτή δεν γίνεται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, η εφημερίδα δεν εξυπηρετεί τον ιερό στόχο της, της προαγωγής του πνεύματος και της διαμόρφωσης κριτικής σκέψης. Πολλώ δε μάλλον σε καιρούς χαλεπούς… «Ω δημοσιογράφοι! Υπερασπισθήτε του πολίτου κατά των καταχρήσεων των υπαλλήλων. Φωτίσετε το Έθνος εις την πολιτικήν επιστήμην της οποίας ακόμη καθέδρα διδασκαλική δεν συνεστήθη δυστυχώς εις κανένα Σχολείον μας και διδάξτε το εις τας αρχάς της Συνταγματικής Μοναρχίας, ήτις μετ΄ ολίγον θέλει στεφανώσει τους αγώνας όλων ημών!» δημοσιεύουν οι αδελφοί Σούτσοι στις 21 Οκτωβρίου του 1836, στην επιφυλλίδα του εντύπου τους «Αναγεννηθείσα Ελλάς», επιφορτίζοντας τους υπηρέτες του Τύπου με τον βαρύ ρόλο της διαμόρφωσης γνώσης και κρίσης περί την πολιτική επιστήμη, που δεν έχει ακόμη θεσμοθετηθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
ΓΕΝΝΗΤΟΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – Ο ΤΥΠΟΣ ΣΤΑ ΣΠΑΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Η γέννηση και η διαδρομή του Τύπου στην εν βρασμώ προεπαναστατική Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ας πάρουμε το πράγμα από την αρχή. Ο ελληνισμός γνωρίζει τα πρώτα ενημερωτικά έντυπα δια της συνδρομής. Με την εκ μέρους των αναγνωστών υποχρέωση της καταβολής ενός τέλους άλλοτε ετησίως και άλλοτε εξαμηνιαίως (σπανίως μηνιαίως), οι εφημερίδες συμβάλλουν ενεργά στον αγώνα ενσταλάζοντας μεθοδικά τις ιερές αξίες της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας στη συλλογική συνείδηση. Το 1871 ο χρονικογράφος ελληνιστής μαρκήσιος Queux de Saint – Hilaire γράφει: «Οι Έλληνες προαισθάνθηκαν τις υπηρεσίες που θα μπορούσε να προσφέρει στην υπόθεση της ανεξαρτησίας ένας ελεύθερος Τύπος, όταν κατάλαβαν ότι οι κίνδυνοι που απορρέουν από αυτόν δεν είναι μεγαλύτεροι των ευεργετημάτων του. Από την πρώτη, λοιπόν, μέρα της ελληνικής ανεξαρτησίας, ο Τύπος υπήρξε ελεύθερος…».
Το πρωτότοκο «μωρό» της μεγάλης οικογένειας του ελληνικού Τύπου ανοίγει τα μάτια του στις 31 Δεκεμβρίου του 1790. Η «Εφημερίς» είναι ένα φιλόδοξο εκδοτικό εγχείρημα των αδελφών Μαρκιδών (εκ του Μάρκου, του ονόματος του πατέρα τους) Πούλιου από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, οι οποίοι ζουν στη Βιέννη όπου διατηρούν τυπογραφείο. Το φύλλο που τυπώνουν παράγεται μακριά από την Ελλάδα, αλλά είναι για την Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς, ο υπόδουλος τόπος ούτε πιεστήρια διαθέτει, ούτε δύναμη για να βροντοφωνάξει εντύπως τον πόθο του για λευτεριά. Αυτό το έργο αναλαμβάνουν μακρόθεν ο Πούλιος και ο Γεώργιος Πούλιου, φίλοι και συνεργάτες του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή Ρήγα Φεραίου. Το έντυπό τους έχει γεννηθεί για να εμφυσήσει στους Έλληνες το πάθος της ανεξαρτησίας, να τους ποτίσει με τη μεγάλη ιδέα της επανάστασης. Τον πρώτο χρόνο η «Εφημερίς» πότε τετρασέλιδη, πότε εξασέλιδη, ενίοτε δε και δωδεκασέλιδη, ανάλογα με την ειδησεογραφία που φιλοξενεί, κυκλοφορεί κάθε Τρίτη και Παρασκευή με ετήσια συνδρομή 14 φιορίνια. Είναι ένα έντυπο μικρών διαστάσεων (0,23 Χ 0,18) για να κρύβεται εύκολα στα ρούχα. Το δεύτερο έτος της κυκλοφορίας της και καθώς η ιδέα της επανάστασης εμπεδώνεται όλο και πιο πολύ, οι διαστάσεις της Εφημερίδος μικραίνουν ακόμη περισσότερο (0,18 Χ 0,12), αλλά είναι σταθερά δεκαεξασέλιδη. Δημοσιεύει κάθε επαναστατική δραστηριότητα, κάθε ειδησάριο από τα μέτωπα της αντίστασης, κάθε πολιτική και κοινωνική δράση, εμπορικές συμφωνίες, μικρές αγγελίες, ακόμα και μόδα. Η «Εφημερίς» κυκλοφορεί με συνέπεια επί επτά συναπτά έτη, ώσπου τον Ιανουάριο του 1798 την κλείνουν οι αυστριακές Αρχές. Είναι εποχή που αποκαλύπτεται η «ύποπτος δράσις» του Ρήγα Φεραίου, ο οποίος ό,τι έχει τυπώσει στο πιεστήριο των Πούλιου την περίφημη χάρτα του και τον θούριο. Τον Νοέμβριο του 1897 ο Ρήγας προλαβαίνει να φύγει από τη Βιέννη, αλλά σε δύο μήνες συλλαμβάνεται ο Γεώργιος Πούλιος ως συνένοχός του στο… έγκλημα της παρακίνησης των λαών σε εξέγερση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φυλακίζεται. Το φιτίλι, ωστόσο, έχει ανάψει. Η πρώτη εφημερίδα έχει δυναμώσει τις καρδιές των Ελλήνων, έχει γεμίσει πόθο για λευτεριά τον υπόδουλο λαό, κληροδοτώντας ταυτόχρονα έναν σπουδαίο ρόλο στους επόμενους εκδότες που δεν είναι και λίγοι. Οι χρονικογράφοι της εποχής κάνουν λόγο για πλήθος ελληνικών εντύπων, αρκετά από τα οποία είναι χειρόγραφα και κυκλοφορούν παράνομα για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Η δεύτερη επίσημη εκδοτική απόπειρα, πάντως, πιστώνεται και πάλι σε πιεστήριο της Βιέννης και χρηματοδοτείται από τη Φιλολογική Εταιρεία του Ελληνικού Λυκείου, που εδρεύει στο Βουκουρέστι. Η πρωτοχρονιά του 1811 ξημερώνει με τους Έλληνες της διασποράς να κρατούν στα χέρια τους το έντυπο υπό τον τίτλο «Ερμής ο Λόγιος», που φέρει την υπογραφή του συγγραφέα, κληρικού Άνθιμου Γαζή. Εμπνευστής και πνευματικός καθοδηγητής του Ερμή είναι ο Αδαμάντιος Κοραής, που θέλει, προς όφελος της εξέγερσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να επικοινωνήσει στους διανοούμενους της Ευρώπης τα ιδεώδη του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης. Ως εκ τούτου, ο «Ερμής ο Λόγιος» δεν είναι ακριβώς εφημερίδα. Είναι περισσότερο περιοδικό άποψης με αρθρογραφία. Κυκλοφορεί κάθε 1η και 15η του μήνα με ετήσια συνδρομή 15 γρόσια. Η θητεία του Γαζή στη διεύθυνση του περιοδικού λήγει στις 15 Δεκεμβρίου του 1814, οπότε με την αποχώρησή του λήγει και η πρώτη περίοδος του Ερμή.
Η δεύτερη θα ανοίξει δύο χρόνια μετά, με τους Φαρμακίδη και Κοκκινάκη στη διεύθυνση. Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Βυζαντινολογίας του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, Δημοσθένη Ρούσσο, η αποχή του Ερμή από την κυκλοφορία κατά το έτος 1815 οφείλεται σε αποτυχημένο deal του Άνθιμου Γαζή, όταν η Φιλολογική Εταιρεία από το Βουκουρέστι διαλύεται προσωρινά και δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτεί το φύλλο. Ο Γαζής, που είναι έτοιμος να αποχωρήσει από τη Βιέννη, αλλά δεν θέλει να δει το έντυπο να πεθαίνει, φέρεται να πείθει τον γιατρό Δημήτρη Αλεξανδρίδη, ο οποίος ετοιμάζει την έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικός Τηλέγραφος», να αναλάβει και τον Ερμή. Παρά την αρχική συμφωνία και για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο Αλεξανδρίδης «βγαίνει» εντέλει μόνον με τον Τηλέγραφο. Το θέμα είναι ότι ο Ερμής ανακάμπτει στην κυκλοφορία το 1816 με επικεφαλής τον Λαρισαίο δάσκαλο του Γένους, λόγιο, διαφωτιστή, κληρικό Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Χιώτη συγγραφέα και ποιητή Κωνσταντίνο Κοκκινάκη.
Τρία χρόνια μετά, ο Φαρμακίδης, έχοντας προηγουμένως δεχθεί σειρά επιθέσεων εξαιτίας των λάβρων κειμένων του στον Ερμή, αναχωρεί για τη Γερμανία, για συμπληρωματικές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Ο Κοκκινάκης μένει μόνος στο τιμόνι του Ερμή και τον οδηγεί ως το 1821, οπότε ξεσπά η επανάσταση. Οι Αυστριακοί τον συλλαμβάνουν ως υποκινητή αφού προηγουμένως τον υποχρεώνουν να δημοσιεύσει στο φύλλο, που διευθύνει, τους αφορισμούς στους οποίους προβαίνει ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έχοντας εξαναγκασθεί από τους Τούρκους. Το τελευταίο φύλλο της δεύτερης ελληνικής εφημερίδας κυκλοφορεί την 1η Μαΐου του 1821.
Στο μεταξύ, ο «Ελληνικός Τηλέγραφος» υπό τη διεύθυνση του γιατρού Αλεξανδρίδη κυκλοφορεί ήδη από την 1η Ιανουαρίου του 1812. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την αναβαπτισμένη συνέχεια της εφημερίδας «Ειδήσεις δια τας Ανατολικάς Χώρας», που έχει κυκλοφορήσει από τις 2 Ιουλίου του προηγούμενου έτους ο Κοζανίτης Ευφρόνιος Πόποβικ ή Πόποβιτς. Ο Τηλέγραφος έχει τις διαστάσεις ενός τυπικού βιβλίου και βγαίνει άλλοτε τετρασέλιδος και άλλοτε εξασέλιδος κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Το έτος 1817 μάλιστα, ανά εβδομάδα ή δεκαπενθήμερο μαζί με την εφημερίδα κυκλοφορεί και ένα φιλολογικό παράρτημα, όπου διανοούμενοι τοποθετούνται επί πολιτικών και πνευματικών θεμάτων. Η συνδρομή για τον Ελληνικό Τηλέγραφο είναι ένα βασιλικό φλουρί το εξάμηνο. Η κυκλοφορία του φύλλου διακόπτεται στις 30 Ιουνίου του 1829.
Αλλά την 1η Ιανουαρίου του 1819 έχει εγκαινιάσει την κυκλοφορία της και η «Καλλιόπη». Το ασυνήθιστο όνομα του φύλλου αποδίδεται, κατά τους πολλούς, στη μούσα, την προστάτιδα της ρητορικής και της ποίησης. Κάποιοι λίγοι εκτιμούν ότι, ως λάτρης και υπέρμαχος στο γλωσσικό ζήτημα της Αρχαίας Ελληνικής, ο διευθυντής του εντύπου, καθηγητής της Ελληνικής στην Ακαδημία Ανατολικών Γλωσσών της Βιέννης, Αθανάσιος Σταγειρίτης, επιλέγει τον τίτλο εκ της ελκυστικής ετυμολογίας του (καλός + οπός = όμορφος + οφθαλμός = ο έχων όμορφα μάτια). Στην επιφυλλίδα του πρώτου τεύχους της Καλλιόπης αναφέρεται ότι το νέο έντυπο θα δημοσιεύει μεταξύ άλλων «ειδήσεις, των νέων βιβλίων ελληνικών και αλλογλώσσων εις ωφέλειαν του Γένους […] παρατηρήσεις, κρίσεις και διορθώσεις των ομογενών και Ευρωπαίων εις τους συγγραφείς, περιηγήσεις και ανακαλύψεις παντός είδους». Σε άλλο τεύχος αναφέρεται η πρόθεση να τροφοδοτηθούν οι Έλληνες «με την περιοδικώς μετοχέτευσιν διαφόρων αναγκαιοτήτων και επωφελεστάτων αυτοίς γνώσεων, εκ των παρατηρήσεων και ανακαλύψεων των νεωτέρων σοφών Ευρωπαίων, εις την Ιστορίαν πασών των Επιστημών και Τεχνών, και της προόδου αυτών».
Περιεχόμενο του εντύπου αποτελεί κατά βάση αυτό που σήμερα θα λέγαμε «ερευνητική δημοσιογραφία», κυρίως ιστορικών και πολιτιστικών θεμάτων. Ασφαλώς, δεν λείπει και η κριτική περί την πολιτική επικαιρότητα. Άλλωστε, το περιοδικό αποτελεί το ιδεολογικό αντίβαρο του Λόγιου Ερμή. Ο χρόνος ζωής της Καλλιόπης αγνοείται. Σήμερα σώζονται κάποια τεύχη των πρώτων τριών ετών της κυκλοφορίας της, αλλά πληροφορία για το τέλος της δεν μας έχει κληροδοτηθεί.
Μεσοκαλόκαιρο (Ιούλιος) του 1814 κυκλοφορεί στην ενετοκρατούμενη Κέρκυρα η ελληνόγλωσση (όχι ελληνική) «Ιονική» ή «Ιωνική». Είναι επίσημο όργανο των δυνάμεων κατοχής του νησιού και «φιλοξενεί» του νόμους της διοίκησης. Τέσσερα χρόνια μετά, μετονομάζεται σε «Εφημερίς των ηνωμένων επαρχιών των ιωνικών νήσων» και κυκλοφορεί με παράλληλη έκδοση στην Ιταλική υπό τον τίτλο «Gazzetta Ionia».
Τη γέννηση των πρώτων ελληνικών εφημερίδων κυοφορεί το ευνοϊκό για τη ρωμιοσύνη ρεύμα, που πνέει από καιρό στην Ευρώπη και οι Οθωμανοί το έχουν αντιληφθεί. Έτσι ερμηνεύεται η δική τους ενασχόληση, αυτή την ίδια εποχή, στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι., με την επιρροή της δύναμης του Τύπου. Μάλιστα από τις πληροφορίες που αφήνουν οι μελετητές, προκύπτει ότι το 1780 δημιουργείται στην Υψηλή Πύλη υπηρεσία μετάφρασης των ξένων εφημερίδων, ενώ όλη τη δεκαετία του 1820 οι οθωμανικές Αρχές παρακολουθούν στενότερα τα δημοσιεύματα των ευρωπαϊκών εντύπων σχετικά με την επανάσταση των υπηκόων τους και αντιλαμβάνονται πως η κοινή γνώμη στην Ευρώπη είναι πλέον ταμένη στο πλευρό των Ελλήνων, οι οποίοι υφίστανται την καταπίεση της διοίκησης. Κατά τη γνώμη τους, ο Τύπος προσεγγίζει τα γεγονότα μεροληπτικά αγνοώντας τις βιαιότητες σε βάρος των μουσουλμάνων. Οι Οθωμανοί «επιτίθενται» από τη μια επιβάλλοντας «τυποκτόνα» φιρμάνια και από την άλλη, ιδρύοντας δικά τους έντυπα -στην πραγματικότητα «αγοράζουν» δια της απειλής ξενόγλωσσα- που τα «στρατολογούν» στην υπόθεση της «άρσης των δυσμενών εντυπώσεων». Αλλά είναι πια αργά. Ο κύβος έχει ριφθεί. Η επανάσταση είναι εδώ και χτυπάει την πόρτα.
ΣΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – ΜΙΑ… ΣΑΛΠΙΓΓΑ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Αν η κυκλοφορία ελληνικών ειδησεογραφικών εντύπων κατά την προεπαναστατική περίοδο χαρακτηρίζεται ευλογία για την ενδυνάμωση του σθένους ενός λαού στα πρόθυρα της επανάστασης, μετά την εξέγερσή του ο Τύπος αξιολογείται ως «μάννα εξ ουρανού». Ο ρόλος του καθίσταται ακόμη πιο αναγκαίος, ακόμη πιο ιερός. Μέσα από τον δικό του δίαυλο φτάνουν τα νέα της λυτρωτικής εθνεγερσίας στις γωνιές του Ελληνισμού, που απαλλάσσονται η μία μετά την άλλη από τον οθωμανικό ζυγό. Ο Ελληνισμός της Ευρώπης αναθαρρεί. Εξοικειώνεται με τις αρχές και τις αξίες της ελευθερίας, της επιλογής, της αυτοσυντήρησης, της προαγωγής του πνεύματος και της προκοπής για τη δική του ανάπτυξη. Αλλά και ο ίδιος ο Τύπος προσλαμβάνει χαρακτηριστικά, που διατηρεί ίσαμε σήμερα. Στα διατάγματα της Επανάστασης θεσμοθετείται η αναγνώριση της αρχής της ελευθεροτυπίας, τις βάσεις της οποίας έχει ήδη θέσει ο Ρήγας Φεραίος στο κείμενό του «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας». Η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών και απόψεων δια του Τύπου είναι πλέον ο ακρογωνιαίος λίθος της ενημέρωσης στους απελευθερωμένους λαούς. «Όπως σημειώνει στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» η νομικός, δρ. Ελ. Αναστασιάδου, «η πορεία του ελληνικού έθνους προς τη σύσταση ανεξάρτητης πολιτείας είναι συνυφασμένη με τη διεκδίκηση και την ενάσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας του Τύπου».
Στο κατώφλι της εξέγερσης, η ανάγκη δυνατών φωνών παρότρυνσης καθίσταται όλο και πιο επιτακτική. Έντυπα επί εντύπων και φυλλάδες επί φυλλάδων, όλα χειρόγραφα, αλλάζουν χέρια με ταχύτητα φωτός. Ο Ελληνισμός διψάει για κραυγές αφύπνισης, ρουφάει με πάθος ό,τι εθνικοαπελευθερωτικό πέφτει στην αντίληψή του. Ο… υπερβάλλον ζήλος στη δημοσιοποίηση αισιόδοξων ειδήσεων, που στοχεύουν να διατηρήσουν ψηλά το ηθικό των Ελλήνων, οδηγεί αρκετά ανεπίσημα δελτάρια ειδήσεων σε επικίνδυνες ατραπούς και εντέλει σε διακίνηση πληροφοριών μαϊμού! Οι «ψευτοφυλλάδες» κάνουν θορυβώδη εμφάνιση, αλλά έτσι κι αλλιώς η κυκλοφορία τους είναι θνησιγενής. Γεννιούνται μόνο και μόνο για να ρίξουν τη δική τους ριπή στη φλόγα που σιγοκαίει και περιμένει να γίνει φωτιά…
Είναι καλοκαίρι του 1821 και η πρώτη έντυπη εφημερίδα που γεννιέται σε ελεύθερο πια ελληνικό έδαφος φέρει τον τίτλο «Σάλπιξ Ελληνική» και διευθύνεται από τον «μέγα και πολύ», όπως αποκαλούν τον πολυσύνθετο και πολυτάλαντο, Θεόκλητο Φαρμακίδη. Τυπώνεται σε ξύλινο πιεστήριο (το πρώτο στην Ελλάδα) που φέρνει από την Τεργέστη και εγκαθιστά στην Καλαμάτα ο Δημήτριος Υψηλάντης. Έως το 1824, άλλα πέντε πιεστήρια βρίσκουν τον δρόμο τους για τη χώρα και εγκαθίστανται στο Μεσολόγγι, το Ναύπλιο, την Αθήνα, την Κόρινθο, την Ύδρα. Παρά τις φιλόδοξες προοπτικές της, η Σάλπιγγα χάνει νωρίς τη φωνή της. Όπως αποκαλύπτει ο δημοσιογράφος της εποχής Κ. Μάγερ στο έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», τρία φύλλα της κυκλοφορούν όλα κι όλα και στο τέταρτο ο Φαρμακίδης τσακώνεται με τον Υψηλάντη, επειδή εκείνος επιχειρεί να του επιβάλλει προληπτική λογοκρισία και αποχωρεί. Η Σάλπιγγα σιγεί.
Παλιά ιστορία η απόπειρα λογοκρισίας του Τύπου, παλιά και, δυστυχώς, διαχρονικά απαιτητέα και η αντίσταση του δημοσιογράφου…
Την 1η Ιανουαρίου του 1824 το πιεστήριο του Μεσολογγίου τυπώνει τα «Ελληνικά Χρονικά» υπό την εκδοτική και διευθυντική σφραγίδα του Ελβετού φιλέλληνα γιατρού Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ. Εκδίδονται δύο φορές την εβδομάδα με τριμηνιαία συνδρομή έξι ισπανικά τάληρα. Πρόκειται για ημιεπίσημο όργανο της Διοικήσεως Δυτικής Ελλάδος και απηχεί τις απόψεις του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Οι επιφυλλίδες των Χρονικών διαπνέονται από πάθος για ανεξαρτησία. Βλέπεις ο Μάγερ, με την έκρηξη της επανάστασης έχει καταφθάσει στην Πάτρα, όπου παίρνει μέρος στη Ναυμαχία της υπό τις διαταγές του Ανδρέα Μιαούλη και αργότερα μεταβαίνει στο Μεσολόγγι και συμμετέχει στην προεργασία του Εξόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας αφήνει και την τελευταία του πνοή. Νωρίτερα, σε κάθε φλογερό άρθρο του ο μέγας Ελβετός φιλέλλην επισημαίνει την αξία της ελευθεροτυπίας και διατρανώνει την πεποίθηση ότι «η δημοσιότης/δημοσίευσις αποτελεί την ψυχή της δικαιοσύνης», φράση – προμετωπίδα των γραφείων της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, δύο αιώνες τώρα. Έως τον Φεβρουάριο του 1826 συνεχίζουν την κυκλοφορία τους τα «Ελληνικά Χρονικά», οπότε διακόπτουν επειδή ο φόβος βομβαρδισμού του πιεστηρίου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, είναι πλέον μεγάλος και πρέπει να μεταφερθεί σε ασφαλή περιοχή.
Το 1824 εμφανίζονται τρία νέα φύλλα. Στις 10 Μαρτίου ο δισεβδομαδιαίος «Φίλος του Νόμου» που τυπώνεται την Ύδρα με διευθυντή τον Ιταλό φιλέλληνα Ιωσήφ Κιάπε και κυκλοφορεί έως τον Μάϊο του 1827 και στις 20 Μαρτίου ο «Ελληνικός Τηλέγραφος» που τυπώνεται στο Μεσολόγγι και διευθύνεται από τον επίσης Ιταλό φιλέλληνα κόμη Γκάμπα, αλλά ο… βίος του περιορίζεται σε ελάχιστα φύλλα. Στις 20 Αυγούστου κυκλοφορεί η «Εφημερίς των Αθηνών», που τυπώνεται στην Αίγινα και από το επόμενο κιόλας φύλλο στην Αθήνα, όπου μεταφέρεται το πιεστήριο. Η εφημερίδα κυκλοφορεί περιστασιακά για δύο χρόνια. Στις 15 Απριλίου του 1826 βάζει λουκέτο έχοντας συμπληρώσει συνολικά 37 φύλλα κυκλοφορίας.
Η αλήθεια είναι πως κάτι το νέο και συνεπώς άγνωστο, κάτι η έλλειψη πόρων, κάτι οι αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, τα έντυπα που κυκλοφορούν τόσο στην προεπαναστατική Ελλάδα όσο και στη χώρα των έως τώρα χρόνων της επανάστασης, δεν ευνοούνται για απρόσκοπτη και συνεπή παρουσία και προσφορά. Η συστηματικότερη προσπάθεια που καταγράφεται την εποχή αυτή στην υπόθεση Τύπος είναι η «Γενική Εφημερίς» που εκδίδεται στις 7 Οκτωβρίου του 1825 και αποτελεί επίσημο όργανο της Διοίκησης. Είναι τετρασέλιδη, κυκλοφορεί κάθε Τετάρτη και Σάββατο, δημοσιεύει τα πρακτικά βουλευτικών και εκτελεστικών συνεδριάσεων, εσωτερικές και εξωτερικές ειδήσεις, φιλολογικά κείμενα και ποιήματα. Το έντυπο περνάει από 40 κύματα και καθιερώνεται, αλλάζοντας διευθυντές, μερικώς περιεχόμενο και μορφή. Στην πορεία των δεκαετιών η «Γενική Εφημερίς» του 1825 δίνει τη σκυτάλη στο σημερινό Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ).
«ΑΠΟΛΛΩΝ», Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΠΡΙΝ ΓΕΝΝΗΘΕΙ…
Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας και της απόλυτης μοναρχίας, ο Τύπος εστιάζει, όπως πάντα, στη σημασία της ελευθεροτυπίας και στο έργο που οφείλουν να επιτελούν οι εφημερίδες (όλες οι εθνοσυνελεύσεις από την έκρηξη της επανάστασης έως την έλευση του Καποδίστρια υιοθετούν την απόλυτη ελευθερία του Τύπου, την οποία θεωρούν απαραβίαστη). Ταυτόχρονα επιδιώκει την περιστολή των αρμοδιοτήτων των οργάνωσης της εξουσίας και ασκεί οξεία κριτική στο καθεστώς προβάλλοντας το αίτημα της καθιέρωσης συντάγματος. Γενικά, η επταετία 1827-1834 είναι περίοδος έντονων ζυμώσεων και αισθητών αλλαγών για το νεότευκτο κράτος, ο εκλεγείς κυβερνήτης Καποδίστριας κυβερνά για τέσσερα χρόνια, δολοφονείται, τα αντίπαλα ιδεολογικά στρατόπεδα διαγκωνίζονται, τοποθετείται βασιλεύς ο Όθων… Οι εφημερίδες τροφοδοτούνται διαρκώς και αδιαλείπτως από μπόλικο υλικό.
Ώσπου ο Όθων υπογράφει τυποκτόνους νόμους και τα έντυπα στην πλειονότητά τους μπαίνουν σε περίοδο σκληρής αντιπαράθεσης με το παλάτι. Οι νόμοι αυτοί κάνουν λόγο για τα «προσόντα» και τις «προϋποθέσεις» που πρέπει να πληροί το πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του τυπογράφου, του λιθογράφου και του βιβλιοπώλη (!) ακόμα και για την «Αστυνομία του Τύπου», βάσει της οποίας κάθε ενδιαφερόμενος να εκδώσει φύλλο πολιτικού περιεχομένου πρέπει να καταβάλει εγγύηση 5.000 δρχ.! Το ποσό που ζητείται είναι αστρονομικό για τα δεδομένα της εποχής, αρκεί κανείς να υπολογίσει ότι υπερβαίνει το διπλάσιο του ετήσιου μισθού του υπουργικού γραμματέα (σύμφωνα με το διάταγμα 26ης Απριλίου/8ης Μαΐου Περί Μισθοδοσίας, ο ετήσιος μισθός του υπ. γραμματέα είναι 2.400 δρχ)!
Προηγουμένως, καταγράφεται η πρώτη επιτυχής απόπειρα φίμωσης… Μία εφημερίδα που κλείνει από την εκτύπωση κιόλας του πρώτου φύλλου της! Πρόκειται για τον Απόλλωνα του Αναστάση Πολυζωίδη, φανατικού πολέμιου του Καποδίστρια. Στον α΄ τόμο του έργου του «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ» ο Κώστας Μάγιερ αφηγείται την περιπέτεια του φύλλου: Η προκήρυξη που αναγγέλλει την κυκλοφορία του εντύπου «Απόλλων» στο Ναύπλιο την 1η Ιανουαρίου του 1831, κοινοποιείται την 9η Δεκεμβρίου του 1830. Χαρακτηρίζει τον Τύπο εκφραστή της κοινής θελήσεως του έθνους και φύλακα όλων των ελευθεριών και κάνει λόγο για «καταχρήσεις της εξουσίας». Από το περιβάλλον του κυβερνήτη συστήνεται στον Πολυζωίδη να μην προχωρήσει στην έκδοση του φύλλου, αλλά εκείνος αγνοεί τις συστάσεις. Τη νύχτα που τυπώνεται η εφημερίδα, στρατιώτες εισβάλλουν στο τυπογραφείο και κατάσχουν τις τυπωμένες σελίδες. Το φύλλο δεν προλαβαίνει να κυκλοφορήσει. Τις επόμενες μέρες ο Πολυζωίδης μεταφέρει το πιεστήριο στην Ύδρα, που αποτελεί κυψέλη αντικαποδιστριακών και τυπώνει εκεί τον Απόλλωνα.
Ο ιστορικός, πανεπιστημιακός Χ. Κ. Λούκος περιγράφει το περιστατικό εισάγοντας και λεπτομέρειες, που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε κακές συμπτώσεις…: Όταν ο Πολυζωίδης επιστρέφει στην Ελλάδα ύστερα από συμπληρωματικές σπουδές στο εξωτερικό, παρότι φιλελεύθερος και στον ιδεολογικό αντίποδα του Καποδίστρια, ζητεί από τον κυβερνήτη να καταλάβει μια υπεύθυνη θέση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά ό,τι του προσφέρεται το απορρίπτει ως μη αρμόζον στις σπουδές του. Τότε αποφασίζει να ιδρύσει εφημερίδα. Εικάζεται μάλιστα ότι στην απόφαση αυτή ενθαρρύνεται και από την αντιπολίτευση και κυρίως από τον Αλ. Μαυροκορδάτο. Προαναγγέλλει, λοιπόν, την κυκλοφορία της εφημερίδας «Απόλλων» με προκήρυξη αντίγραφο της οποίας στέλνει στον γραμματέα της Δημόσιας Παιδείας Ν. Χρυσόγελο για να παραδοθεί στον κυβερνήτη, που ετοιμάζεται να αναχωρήσει από το Ναύπλιο. Η ενέργεια αυτή δεν αποτελεί αίτηση επίσημης άδειας για την έκδοση, όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος, άλλα απλή γνωστοποίηση και πρόσκληση συνδρομής. Ο Πολυζωίδης γνωρίζει ότι σύμφωνα με τις αρχές των επαναστατικών Εθνοσυνελεύσεων, που αποτελούν τις συνταγματικές βάσεις της Κυβέρνησης Καποδίστρια και τις όποιες αναγνώρισε χωρίς τροποποιήσεις η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Αργούς (1829), ο εκδότης ενός εντύπου δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό παρά μόνο στην τήρηση των όρων να σεβαστεί τη χριστιανική θρησκεία και τις αρχές της ηθικής για αποφυγή κάθε προσωπικής ύβρεως και συκοφαντίας. Συνεπώς, η άδεια θεωρείται περιττή. Αλλά ο Καποδίστριας, που όταν παραλαμβάνει την προκήρυξη βρίσκεται στην Αίγινα, εκλαμβάνει την κίνηση του Πολυζωίδη ως αίτηση άδειας για έκδοση και μη θέλοντας να συγκατατεθεί πριν πληροφορηθεί «περί της ύλης και του σκοπού» της εφημερίδας, απαγορεύει την έκδοσή της έως ότου επιστρέψει στο Ναύπλιο. Αλλά ο Πολυζωίδης είχε ήδη εξαγγείλει την κυκλοφορία και προχωρεί στην εκτύπωση, κατά παράβαση της κυβερνητικής εντολής.
Μετά τον Καποδίστρια, πάντως, οι εφημερίδες ξεπετιόνται η μία μετά την άλλη, καθώς τα πιεστήρια αφθονούν πλέον στο κέντρο και την περιφέρεια. Πολλές προσπάθειες αποδεικνύονται θνησιγενείς. Κάποιες καταφέρνουν να διατηρηθούν. Τα έντυπα της εποχής που αφήνουν το αποτύπωμά τους είναι η «Αθηνά», ο «Σωτήρ», η «Εθνική», η «Ελπίς», η «Ταχύπτερος Φήμη», ο «Αιών», ο «Σωκράτης των Γυναικών και του Λαού», ο «Ελληνικός Ταχυδρόμος», ο «Φίλος του Λαού» και η «Καρτερία». Κατά κανόνα κυκλοφορούν δύο φορές την εβδομάδα και παραμένουν συνδρομητικές.
Η μοναρχική πολιτική περνά από την κρησάρα του Τύπου. Αισθανόμενοι την ανάσα της αξιολόγησης καυτή στον σβέρκο τους νεαρός βασιλεύς και αυλικοί, ασκούντες συχνά αντ΄ αυτού την εξουσία, προσπαθούν να φιμώσουν τις εφημερίδες, οι οποίες ζητούν σταθερά θεσμοθέτηση συνταγματικών ελευθεριών. Ως χαρακτηριστικό μαχητικής δημοσιογραφίας μνημονεύεται άρθρο στην εφημερίδα «Ελπίς» της 29ης Σεπτεμβρίου 1837: «ο περιορισμός του Τύπου είναι πράξις αποκαλυπτική σκοπών καταχθονίων. Σήμερον περιορίζονται αι δια του Τύπου εκφραζόμεναι ιδέαι, αύριον θέλουν κρίνει αναγκαίον να περιορισθούν οι δια γραμμάτων κυκλοφορούντες στοχασμοί και ιδού εν των μέσω ημών θέλουν εκπηδήσει επιστολανοίκται (λογοκριταί)…».
To ίδιο έτος, το ξενόγλωσσο «Le Temps» σχολιάζει ότι η ελευθεροτυπία στην Ελλάδα σχεδόν ταυτίσθηκε με την Επανάσταση, γεγονός που εξηγεί και την αφοσίωση του λαού σε αυτήν. «… στην Ελλάδα, η ελευθεροτυπία σταθεροποιήθηκε πριν από κάθε άλλη εξουσία, είναι σίγουρα πιο παλιά κι από την ίδια την αστική κοινωνία. Γι αυτό βρίσκεται εκτός νομοθεσίας, η οποία είναι καταδικασμένη να σύρεται πίσω της χωρίς ποτέ να τη φθάνει…» σημειώνεται χαρακτηριστικά στο σχετικό άρθρο.
Στο έργο του «Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος, Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα» (Εκδ. Θεμέλιο – 1981), ο πανεπιστημιακός Κ. Τσουκαλάς σημειώνει πως δεν επήλθε ποτέ πραγματική φίμωση του Τύπου, επειδή «παρά την αυστηρή νομοθεσία, τις διώξεις και τις καταδίκες, η πλειονότητα των εφημερίδων εξακολούθησε να κάνει επιθέσεις εναντίον του προσώπου του βασιλιά και μάλιστα σε τέτοιο ύφος που θα ήταν αδιανόητο σε άλλες χώρες με απολυταρχικό καθεστώς».
Πολιτικές αντιπαραθέσεις, τζαρτζαρίσματα, αλλαγές «στρατοπέδων» κοστίζουν σε κάποιες εφημερίδες την κυκλοφορία τους και σε άλλες, στις περισσότερες, την ασφάλεια των συντακτών τους… Οι διώξεις πέφτουν βροχή! Στη… μπούκα ο σατυρικός ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος, στο στόχαστρο του οποίου είναι ασφαλώς η κεντρική διοίκηση και τα πάμπολλα τρωτά της. Η σάτυρα ενοχλεί πάντα την εκάστοτε εξουσία. Έπονται τα ειδησεογραφικά έντυπα. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, που δημοσιεύει στις 17/2/1843 η εφημερίδα «Αιών», σε 56 δίκες κατά συντακτών που φτάνουν στο πλημμελειοδικείο σε χρονικό διάστημα έξι ετών (1836-42) εκδίδονται 10 όλες κι όλες αθωωτικές αποφάσεις, εκ των οποίων οι περισσότερες αφορούν πολιτικές εφημερίδες! Από το συγκεκριμένο δημοσίευμα προκύπτουν και ορισμένες εφημερίδες, οι οποίες ουδέποτε δέχθηκαν δίωξη, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν ευνοϊκά διακείμενες έναντι της κυβέρνησης ή έστω «ευμενώς ουδέτερες»…
Η εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 σημαίνει την αρχή του τέλους της απόλυτης μοναρχίας και ανοίγει τον δρόμο για τη συνταγματική θεσμοθέτηση της ελευθεροτυπίας. Με παραρτήματά τους που εμψυχώνουν τον λαό να κατατροπώσει την απόλυτη μοναρχία και να διεκδικήσει Σύνταγμα, οι εφημερίδες δίνουν μάχη. Κι όταν το Σύνταγμα εξασφαλίζεται δικαίως πανηγυρίζουν. Τα κείμενα θυμίζουν ανακοινωθέντα θριάμβου στο πεδίο του πολέμου… «Έχομεν ήδη το Σύνταγμα. Αι δίκαιαι του Ελληνικού Λαού απαιτήσεις εκπληρούνται ήδη» («Αθηνά»), «ΣΥΜΠΟΛΙΤΑΙ, όσων άχρι τούδε δικαίων εθνικών εστέρει λυπηρώς την πατρίδα ή στυγερά αυθαιρεσία και η Βαυαροκρατία, ταύτα εν ριπή οφθαλμού ανεκτήθησαν…» («Αιών»), «Συμπολίται! Ο λαμπρός ήλιος της 3ης Σεπτεμβρίου ανέτειλε και μετ΄ αυτού νέα δια το Ελληνικόν Έθνος ανέτειλε δόξα!» («Ελπίς»).
Στη διάταξη του Συντάγματος του 1844 αναφέρεται ρητώς: « 1. πας τις δύναται να δημοσιεύει προφορικώς τε, εγγράφως και δια του Τύπου τους στοχασμούς του, τηρών τους νόμους τους Κράτους 2. ο Τύπος είναι ελεύθερος και λογοκρισία δεν επιτρέπεται 3. οι υπεύθυνοι συντάκται, εκδόται και τυπογράφοι εφημερίδων δεν υποχρεούνται εις ουδεμίαν χρηματικήν προκαταβολήν λόγω εγγυήσεως 4. οι εκδόται εφημερίδων θέλουν είσθαι πολίται Έλληνες».
Η διάταξη περί ελευθεροτυπίας στο Σύνταγμα του 1844 ανοίγει τον δρόμο σε εκατοντάδες έντυπα περιοδικά και ημερήσια. Από το έδαφος που γονιμοποίησαν τα βάσανα ενός υπόδουλου για αιώνες λαού και πότισαν τόνοι μελάνης, ξεπετιόνται διαρκώς νέες φουρνιές υπηρετών της ενημέρωσης, εκφραστών και κομιστών απόψεων και ιδεολογιών. Όσα εμπόδια κι αν συναντά, όσες απόπειρες φίμωσής του κι αν καταγράφει στο πέρασμα του χρόνου η ιστορία του έθνους, όσες υποχωρήσεις κι αν στιγματίζουν τη διαδρομή της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο Τύπος είναι πάντα εδώ, συνταγματικά κατοχυρωμένος, να ενημερώνει και να ανοίγει νοητικούς και πνευματικούς ορίζοντες, θέλουν δεν θέλουν οι πολέμιοί του.
Η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας αποτελεί μέγιστο αξίωμα της ελευθερίας ενός λαού, αντιπροσωπευτικό δείγμα της ανεξαρτησίας του, αήττητο όπλο της δικαιοσύνης, πολύτιμη κορωνίδα του οικοδομήματος της Δημοκρατίας.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ