Oικονομικές Συνέπειες του Πολέμου-‘Αρθρο του Θωμά Κιούση

Του Θωμά Κιούση*

Ένα νέο βαρύ σύννεφο πάνω από την Ελληνική οικονομία δημιουργεί ο πόλεμος στην Ουκρανία σε ένα κρίσιμο χρονικά σημείο και δυσκολεύει τους εφετινούς στόχους και τις προσδοκίες για ανάπτυξη, πληθωρισμό, ελλείμματα και να καλυφθεί το χαμένο έδαφος από τα δύο τελευταία χρόνια της  πανδημίας.

Οι οικονομικές συνέπειες παγκοσμίως, όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση, μπορούν να πάρουν απρόβλεπτες και μακροπρόθεσμες διαστάσεις.

O οικονομικός πόλεμος με τις κυρώσεις και τα αντίμετρα, αλλάζει άρδην το τοπίο στις παγκόσμιες οικονομικές συναλλαγές, από το εμπόριο μέχρι τις χρηματαγορές και κεφαλαιαγορές

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται το ρωσικό αέριο και οι αγορές που τροφοδοτεί, αλλά και η αβεβαιότητα, η επιφυλακτικότητα και η αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας που θα πάρει καιρό να σταθεροποιηθεί. Όλα αυτά επηρεάζουν φυσικά και τη χώρα μας.

Οι προσδοκίες στη Ελλάδα για σύντομη αποκλιμάκωση στις υψηλές τιμές στην ενέργεια που τροφοδοτούν το πρόβλημα της ακρίβειας, είχαν διαψευστεί και πριν τον πόλεμο. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, είναι αναμενόμενο ότι οι υψηλές τιμές θα επιμείνουν για αρκετό ακόμα διάστημα, επιτείνοντας το πρόβλημα της ακρίβειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Ο υψηλός πληθωρισμός, έχει άμεσες επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα, στην κατανάλωση, την παραγωγή, ακολούθως στις επενδύσεις και επομένως στην ανάπτυξη και το κόστος δανεισμού για δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.

Ενδεικτικά για τις επιπτώσεις, μια αύξηση κατά 10% στην τιμή του φυσικού αερίου, εκτιμάται ότι έχει αρνητική επίπτωση κατά 600 εκ. ευρώ στο ΑΕΠ, επομένως στην ανάπτυξη.

Η ακριβή ενέργεια επιβαρύνει όχι μόνον το κόστος λειτουργίας, αλλά επηρεάζει και αναβάλει για αργότερα επενδυτικά σχέδια και αποφάσεις.

Δημιουργεί προβλήματα στην Ελληνική οικονομία σε όλο το φάσμα, από τον αγροτικό τομέα, μέχρι τη βιομηχανία, τις μεταφορές, τα ταξίδια και τον τουρισμό.

Ειδικά με τη δομή και μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και τον πρωτογενή τομέα, που η ενέργεια αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα κόστους.

Πρόσθετες δυσκολίες λόγω των κυρώσεων, αναμένεται να αντιμετωπίσουν Ελληνικές επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα προς τις εμπόλεμες χώρες.

Αν η κρίση παραταθεί, θα είναι αναπόφευκτος και ο αρνητικός αντίκτυπος στον τουρισμό, όπου αναμένονταν εφέτος σημαντική αύξηση των αφίξεων και είχαν στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό οι θετικές προσδοκίες για το μέγεθος της ανάπτυξης.

Αρνητικός είναι ο αντίκτυπος και για τα ομόλογα και τις μετοχές σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία χρειάζεται πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση για να προχωρήσουν επενδυτικά σχέδια τα οποία ενδέχεται πλέον να μπουν σε φάση αναμονής. Σε περιόδους αβεβαιότητας όμως, οι επενδυτές στρέφονται σε αγορές που αποτελούν ασφαλή καταφύγια, κάτι που ακόμα δεν έχει επιτύχει η χώρα μας.

Νέα δεδομένα προκύπτουν και για την προοπτική μείωσης των ελλειμμάτων του δημοσίου που αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω της πανδημίας.

Με τις νέες συνθήκες, ο στόχος να εξοικονομηθούν περίπου 10 δις ευρώ φέτος σε σχέση με το 2021, γίνεται πιο δύσκολος, αν όχι ανέφικτος. Η ανάγκη για αυξημένες δαπάνες με στόχο να ενισχυθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα συνεχιστεί, ενώ και ο ενδεχόμενος περιορισμός  της ανάπτυξης θα περιορίσει την πλευρά των εσόδων. Η πιθανή συνέχιση της χαλάρωσης λόγω των συνθηκών δε σημαίνει όμως ότι θα αποφύγουμε και δεν θα επανέλθουμε στην ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων που τροφοδοτούν ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος.

Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται γρήγορες αποφάσεις, τα μέτρα στήριξης σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο να συνεχιστούν και να συνδυαστούν με την ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα και μεταρρυθμίσεις παραγωγικές και στη δομή του κράτους, οι οποίες αποτελούν βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί η εμπιστοσύνη και η μακροπρόθεσμη, διατηρήσιμη ανάπτυξη.

* Θωμάς Κιούσης, οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων.

Σχετικά