Δίκτυο Βοιωτών:Να μην αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά το αιολικό στο «Λυκόκαστρο»

ΔΙΚΤΥΟ ΒΟΙΩΤΩΝ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ «ΠΑΡΟΞΥΣΜΟ»

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ επί της ΜΠΕ του έργου:

«Αιολικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εγκατεστημένης ισχύος 60,5 MW και τα συνοδά του έργα (Οδοποιία – Διασύνδεση) στη θέση «Λυκόκαστρο», της Δ.Ε. Κυριακίου του Δήμου Λεβαδέων της Π.Ε. Βοιωτίας της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας»

Η υπό διαβούλευση ΜΠΕ χαρακτηρίζεται από σοβαρότατες παραλείψεις, από ανεπάρκειες και πλημμέλειες στην παρουσίαση των δεδομένων και από ανυπόστατους ισχυρισμούς -στο τεχνικό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό πεδίο-, που μας οδηγούν στην πρόταση για την καθολική απόρριψή της και, γενικότερα, για την οριστική ακύρωση κάθε προσπάθειας υλοποίησης του συγκεκριμένου έργου.

Προτού περάσουμε στην αναλυτική κριτική της ΜΠΕ, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η συνολικότερη ενεργειακή πολιτική, το ισχύον Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ και, ειδικότερα, το υλοποιούμενο μοντέλο ανάπτυξης των έργων ΑΠΕ είναι η πραγματική πηγή του προβλήματος, που εκδηλώνεται με έναν πρωτοφανή ενεργειακό «παροξυσμό» και με πρακτικές λεηλασίας της φύσης, φαινόμενα τα οποία η Βοιωτία και η περιοχή του Ελικώνα τα βιώνουν σε υπέρμετρο βαθμό και από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσής τους.

Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες πολιτικές θεωρούνται δεδομένες, δεν αποτελούν αντικείμενο κριτικής αποτίμησης στις ΜΠΕ, ενώ και η διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης ευνοεί την αποσπασματικότητα, υποεκτιμά τις συνεργιστικές επιπτώσεις πλειάδας έργων που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση και καθιστά εντελώς τυπική την αναφορά σε εναλλακτικές λύσεις, με τη «μηδενική λύση» να απορρίπτεται εκ προοιμίου (αφού τα έργα ΑΠΕ, με κάθε τίμημα, θεωρούνται εθνική και … πλανητική προτεραιότητα). Οπότε, οι γενικές  αναφορές, που γίνονται στις διάφορες ΜΠΕ, σε άλλες δραστηριότητες, στην απουσία οργάνωσης χρήσεων γης κ.λπ., είναι εντελώς τυπική, στο βαθμό που δεν οδηγεί στις επιβαλλόμενες αποφάσεις.

Αν εξετάζονταν όλοι οι παραπάνω παράγοντες, πιθανότατα, δε θα βρισκόμασταν στο σημείο να συζητάμε για το συγκεκριμένο έργο και για τη συγκεκριμένη ΜΠΕ, αφού οι κορυφές του Ελικώνα εντάσσονται στους σημαντικότερους βιότοπους της χώρας μας, σύμφωνα με την καταγραφή που έγινε στα πλαίσια του CORINE BIOTOPES PROJECT με κωδικό AG0060052.

Ακολουθούν τα επιμέρους σχόλια και οι παρατηρήσεις μας

1. ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΟΥ ΚΑΙ ΦΟΡΕΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ

Στη ΜΠΕ γίνεται μια τυπική αναφορά στη θέση, στο μέγεθος και στο φορέα του έργου. Πρόκειται για εγκατάσταση σε ορισμένες από τις ψηλότερες κορυφές του Ελικώνα, στην περιοχή «Λυκόκαστρο», συνολικά μέσα σε ζώνη ελάτης, σε υψόμετρα μεταξύ  1.000 και 1.300 μέτρων και περιλαμβάνει 11 Α/Γ, ισχύος 5,5 MW η καθεμία, με ύψος πυλώνα 101 μ., ακτίνα φτερωτής 79 μ., δηλαδή με συνολικό ύψος 180 μ.. Περιλαμβάνονται, επίσης, συνοδά έργα οδοποιίας και διασύνδεσης με τον υποσταθμό ΒΟΙΩΤΙΑΣ, που έχει συναδειοδοτηθεί με αιολική εγκατάσταση άλλης εταιρείας «C.N.I. ΑΙΟΛΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΚΟΡΦΗ Α.Ε.» (ΑΔΑ: 6Ν07ΟΡ10-2ΧΘ) και βρίσκεται στη θέση «Χούνη». Ο  ευρύτερος  χώρος  εγκατάστασης  του έργου  είναι  δασική  έκταση  που αποτελείται κυρίως από δασοσκεπείς εκτάσεις με συστάδες ελάτης καθώς και  γεωργικές εκτάσεις, ανενεργά λατομεία και βοσκοτόπους. Σημειώνουμε ότι στις αιτήσεις της εταιρείας  για γνωμοδότηση της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (26/1/2021) και για την έκδοση βεβαίωσης χρήσεων γης από τη Δ/νση Πολεοδομίας του Δήμου Λεβαδέων (19/1/2021) γίνεται λόγος για 12 Α/Γ, συνολικής ισχύος 66 MW.

Το έργο χαρακτηρίζεται ως «υψηλού βαθμού όχλησης» (κατηγορία Α1). Φορέας του έργου είναι η εταιρεία GREEKSTREAM ENΕRGY Α.Ε., που δημιουργήθηκε από την εταιρεία ΓΑΙΑ ΑΝΕΜΟΣ Α.Ε. και η οποία με τη σειρά της συγχωνεύτηκε – απορροφήθηκε από την εταιρεία ΙΝΤΡΑΚΑΤ. Η αναφορά γίνεται εξαιτίας του γεγονότος ότι η ΓΑΙΑ ΑΝΕΜΟΣ Α.Ε., στη λογιστική κατάσταση της 30ής/4/2021, εμφανίζει μηδενικό κύκλο εργασιών, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι βασικές εργασίες και υπηρεσίες (άμεσες και μελλοντικές) υλοποιούνται από τρίτα μέρη.

2. ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ – ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Το συγκεκριμένο έργο δεν αποτελεί μια μεμονωμένη εγκατάσταση, αλλά μία από τις ακραίες εκδοχές μιας εκτεταμένης ενεργειακής δραστηριότητας, που περιλαμβάνει απίστευτα μεγάλο αριθμό αιολικών και φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, που καταλαμβάνει ολόκληρη την οροσειρά του Ελικώνα και, ιδιαίτερα, το κεντρικό του τμήμα, όπου δεσπόζει η κορυφή της Παλιοβούνας, σε υψόμετρο 1.748 μ..

Προκειμένου να υποβαθμιστεί η υπάρχουσα κατάσταση, στο κεφάλαιο 4.4 (σελίδα 33) παρουσιάζεται ένας κατάλογος 14 αιολικών εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή, που συνοδεύεται από τη διατύπωση: «Στην περιοχή μελέτης (2 km περιμετρικά του έργου) δεν  υπάρχουν  αιολικά πάρκα με άδεια λειτουργίας, εγκατάστασης ή άδεια παραγωγής και ΑΕΠΟ. Στην ευρύτερη περιοχή (5 km περιμετρικά του έργου) άδεια λειτουργίας διαθέτουν 3 αιολικά πάρκα, ενώ ένα διαθέτει άδεια παραγωγής και ΕΠΟ. Στην περιοχή μελέτης άδεια παραγωγής διαθέτουν αρκετά ακόμη αιολικά πάρκα, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνονται στον παρακάτω πίνακα από τα στοιχεία του γεωπληροφοριακού χάρτη της ΡΑΕ» (η επιλογή των αποστάσεων μόνο τυχαία δεν είναι).

Σε άλλο σημείο (παράρτημα 7, σελίδα 35) της ΜΠΕ, όμως, και προκειμένου να δικαιολογηθεί η συγκεκριμένη επιλογή θέσης αναφέρεται: «Η ευρύτερη περιοχή της Δ.Ε. Κυριακίου είναι περιοχή με πολύ καλό αιολικό δυναμικό και καλές υποδομές και όπως είναι φυσικό έχει προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον των υποψηφίων παραγωγών ενέργειας. Όπως είναι φανερό από την εικόνα των αδειών παραγωγής και λειτουργίας που έχουν ήδη χορηγηθεί οι ορεινοί όγκοι της ευρύτερης περιοχής είναι καλυμμένοι από αιτήσεις ή εγκαταστάσεις άλλων εταιρειών με αποτέλεσμα η προτεινόμενη θέση να είναι η μόνη διαθέσιμη με κατάλληλο αιολικό δυναμικό και σε απόσταση από τους οικισμούς στην ευρύτερη περιοχή (εικ. 2.9)».

Στο κεφάλαιο 9, παραλείπεται τελείως η αναφορά στις συνεργιστικές επιπτώσεις των συναφών έργων στην περιοχή, ακόμη και των υφιστάμενων.

Η απουσία οποιασδήποτε άλλης αναφοράς ή αξιολόγησης συνιστά πρόδηλη παραβίαση των προβλέψεων της ΥΑ 170225/2014, στην οποία καθορίζονται οι προδιαγραφές εκπόνησης ΜΠΕ (η ΥΑ προσδιορίζει πως στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να συνεκτιμώνται και «οι συνεργιστικές επιπτώσεις από άλλα υφιστάμενα, υπό εξέλιξη ή περιβαλλοντικά αδειοδοτημένες έργα ή δραστηριότητες»).

Στην πραγματικότητα, μόνο σε ακτίνα, περίπου, 5-7 χιλιομέτρων από τα όρια του έργου βρίσκονται σε διάφορες φάσεις αδειοδότησης 38 αιολικές και φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα:

  • Με άδεια λειτουργίας 9 (Σταυρός, Παλαιοβούνα, Καλύβα, Περδικοβούνι, Γκορίτσα, Καλντερίμι, Σπάρτα – Κακόρεμα, Στοά, Σπάρτα)
  • Με άδεια εγκατάστασης 1 (Μεγάλη Λούτσα, σε άμεση εγγύτητα)
  • Με έγκριση περιβαλλοντικών όρων 2 (Τσίβερι, Καραμούντζι)
  • Με άδεια παραγωγής 18 (Λάκκα Φίερι, Φράσερι, Φραξάς, Σκάλα Λούτσας, Λούτσα – Καλύβα, Λυκόκαστρο, Βρωμόβρυση, Σταυρός Θίσβης, Πλάκα, Παλιοβούνα, Παλιοβούνα ΙΙΙ, Τσούμα Κιούση, Ισώματα, Λούτσα, Τούμπα, Μουχρίτσα, Δυτική Μουχρίτσα, Ψήλωμα)
  • Με αίτηση για άδεια παραγωγής 8 (Ανατολική Μουχρίτσα, Πόρτα, Πόρτα ΙΙ, Μακρύ Λιθάρι, Ψήλωμα ΙΙ, Τούμπα – Σχισμένος Βράχος, Σχισμένος Βράχος, Όμορφη Λάκκα)

Συμπληρωματικά στα παραπάνω, σημειώνουμε ότι παραλείπεται η οποιαδήποτε αναφορά στον Υ/Σ υποδοχής, ο οποίος -παρότι αδειοδοτημένος περιβαλλοντικά- φαίνεται να υποδέχεται όχι μόνο τη συναδειοδοτημένη αιολική εγκατάσταση της εταιρείας «C.N.I. ΑΙΟΛΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΚΟΡΦΗ Α.Ε.», αλλά και πλήθος άλλων. Εξ αιτίας αυτής της συγκέντρωσης, θα απαιτηθεί κατασκευή εναέριας γραμμής μεταφοράς Υ.Υ.Τ 400 KV από την έξοδο του Υ/Σ για τη σύνδεσή του με το δίκτυο μεταφοράς Υπερυψηλής Τάσης 400 KV «ΚΥΤ Θίσβης – με το σύστημα Αχελώου-Αθήνας». Λόγοι καθαρά οικονομικοί – τεχνικοί και όχι περιβαλλοντικοί υπαγορεύουν την επιλογή της υπόγειας γραμμής διασύνδεσης της εγκατάστασης στο Λυκόκαστρο με το συγκεκριμένο Υ/Σ, μήκους, περίπου, 15,7 Km, με ότι μπορεί να συνεπάγονται οι εκτεταμένες εκσκαφές και η διέλευση από τον υψηλού κάλους και επισκεψιμότητας  χώρο της Αρβανίτσας.

Παραλείπεται, επίσης, η αναφορά στο γεγονός της πρόσφατης έκδοσης αδειών παραγωγής για δύο έργα αποθήκευσης με συστοιχίες μπαταριών, με ισχύ 200 MW και 100 MW, σε δασική έκταση στις θέσεις «Χούνη» (στην ίδια θέση με τον παραπάνω Υ/Σ) για λογαριασμό της εταιρείας CNI ENERGY ΑΕ και στη θέση «Αγία Άννα» για λογαριασμό της εταιρείας AΝΕΜΟΠΕΥΚΟ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε..

3. ΥΠΕΡΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΡΓΩΝ ΑΠΕ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΕΛΙΚΩΝΑ

Έχουμε να κάνουμε, συνεπώς, με μια υπερσυγκέντρωση έργων, που οδηγεί σε πλήρη παραμόρφωση του τοπίου και ξεπερνά και το πιο ακραίο όριο ανοχής. Εκτός όλων των άλλων συνεπειών, ο καταιγισμός αυτών των έργων οδηγεί σε μια πλήρη «περικύκλωση» τους οικισμούς της Αγίας Άννας, του Κυριακίου και του Ελικώνα, των οποίων ο ορίζοντας, σε λίγα χρόνια, θα αποτελείται από ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά πανέλα και δίκτυα μεταφοράς. Είναι σκόπιμο να προσθέσουμε ότι τα έργα αυτά λειτουργούν αλυσιδωτά: κάθε νέο έργο, προσελκύει και το επόμενο. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα του ότι η περιοχή του Ελικώνα αποτελεί πεδίο ακραίων πειραματισμών οι πρόσφατες βεβαιώσεις παραγωγού για δύο ανεμογεννήτριες ύψους 223 και 199 μέτρων, αντίστοιχα, σε απόσταση αναπνοής από τα όρια του οικισμού της Αγίας Άννας, στις θέσεις «Φράσερι» και «Φραξάς», που λόγω ισχύος (6 MW και 4 MW) δεν υποχρεούνται στην υποβολή ΜΠΕ.

Οι σχετικές αναφορές της ΜΠΕ για χαμηλό ποσοστό κάλυψης από Α/Γ στη Δ.Ε. Κυριακίου έρχονται, σε βάθος λίγου χρόνου, σε πλήρη αντίφαση με το απόσπασμα της ΜΠΕ που προαναφέραμε (παράρτημα 7, σελίδα 35), που υποδηλώνει την οριακή κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί. Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που έχουν αδειοδοτηθεί ανεμογεννήτριες σε όλες τις άλλες ψηλές κορυφές του Ελικώνα (Παλιοβούνα, Ζαγαράς, Τσίβερι, Μεγάλη Λούτσα), το Λυκόκαστρο αποτελεί πρακτικά τον τελευταίο ασφαλή βιότοπο για την ορνιθοπανίδα του Ελικώνα. Κατά συνέπεια, θεωρούμε παράλογο η εναπομείνασα χωρητικότητα να καλυφθεί με έργα ΑΠΕ σε μια από τις τελευταίες «περιοχές φυσικού αποθέματος» του κατά τ’ άλλα ιδιαίτερα επιβαρυμένου από κάθε είδους οχλούσες δραστηριότητες Δήμου μας.

4. ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΡΓΩΝ

Πέρα από την αναφορά στις γενικές προδιαγραφές των έργων εγκατάστασης και οδοποιίας και σε ορισμένα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά τους,  δεν υλοποιούνται ουσιαστικά οι προβλέψεις

της υπουργικής απόφασης ΥΠΕΚΑ/α.π. οικ. 170225/20.1.2014, με την οποία εξειδικεύεται «το περιεχόμενο των φακέλων περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων της Κατηγορίας Α΄ της απόφασης του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με αρ. 1958/2012 (Β΄ 21) όπως ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209), καθώς και κάθε άλλης σχετικής λεπτομέρειας», απαιτεί οι ΜΠΕ να περιλαμβάνουν:

  • Αναλυτική περιγραφή κύριων, βοηθητικών και υποστηρικτικών/συνοδών εγκαταστάσεων και έργων/δραστηριοτήτων (Παράρτημα 2, κεφάλαιο 6.2)
  • Συνδέσεις με οδικό δίκτυο και δίκτυα υποδομών (Παράρτημα 2, κεφάλαιο 6.3.2)
  • Συνολική εκτίμηση της επιφάνειας του εδάφους που καταλαμβάνεται, καθώς και κατανομή της κατάληψης ανά επιμέρους έργο ή χρήση (Παράρτημα 2, κεφάλαιο 6.3.5)
  • Ανάλογα με το είδος του έργου ή της δραστηριότητας, τα κατάλληλα εκ των παρακάτω σχεδίων, ώστε να απεικονίζεται ευκρινώς ο σχεδιασμός του έργου, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο 6 και ζητείται να αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά (Παράτημα 2, κεφάλαιο 15.6)
  • Τοποθέτηση του έργου επί του εδάφους (οριζοντιογραφία ή κάτοψη) (Παράτημα 2, κεφάλαιο 15.6.1)
  • (Για έργα ΑΠΕ) Στην ενότητα 15.6 «Σχέδια του έργου ή της δραστηριότητας» του κεφαλαίου 15 «Χάρτες και Σχέδια», για το σύνολο των έργων της 10ης Ομάδας, απαιτείται η απεικόνιση όλων των επιμέρους στοιχείων (δηλαδή του κυρίως έργου αλλά και όλων των συνοδών του, όπως π.χ. οδοποιίες, ηλεκτρική διασύνδεση κ.ά.), καθώς και η αποτύπωση των χαρακτηριστικών σημείων του κυρίως έργου καθώς και των συνοδών του με συντεταγμένες (π.χ. βάσεις ανεμογεννητριών, πυλώνες υψηλής τάσης, υποσταθμός κ.λπ.). (Παράρτημα 4, κεφάλαιο 9)

Ειδικότερα, δεν καταγράφονται οι συνέπειες των συνοδών έργων στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στο υφιστάμενο ελατόδασος, ούτε προσκομίζεται η θέση των δασικών αρχών επ’ αυτών, κάτι απολύτως αναγκαίο, αν παρθεί υπόψη και η προϊστορία της παλιότερης αντίστοιχης προσπάθειας στη διπλανή κορυφή της Παλιοβούνας. Κρίσιμο στοιχείο αποτελεί το επιμέρους έργο της οδοποιίας, η περιγραφή των συνεπειών του οποίου απουσιάζει παντελώς, προκειμένουνα αποδειχθεί ότι προκαλείται η μικρότερη δυνατή βλάβη στο δάσος, ενώ δεν έχουν τεκμηριωμένα εξεταστεί εναλλακτικές λύσεις για το δρόμο πρόσβασης: «Για την πρόσβαση στο χώρο εγκατάστασης του έργου, οποιαδήποτε εναλλακτική όδευση θα σήμαινε μεγαλύτερο μήκος οδοποιίας και πρόσθετα έργα βελτίωσης υπάρχουσας οδοποιίας και διάνοιξη νέας οδοποιίας, τα οποία συνεπάγονται πρόσθετη επιβάρυνση στο περιβάλλον. Όσον αφορά τη γραμμή μεταφοράς, ενδεχόμενη εξέταση εναλλακτικής λύσης θα ήταν η κατασκευή εναέριας γραμμής μέσης τάσης, η οποία προφανώς υστερεί περιβαλλοντικά έναντι της υπόγειας όδευσης» (σελίδα 91 της ΜΠΕ).

Σύμφωνα με τη ΜΠΕ (σ. 163) «Ο προτεινόμενος χώρος εγκατάστασης του αιολικού πάρκου αναπτύσσεται σε γενικά ήπιες ως μέτριες κλίσεις σε δασική έκταση (χορτολιβαδική βλάστηση, ορεινοί βοσκότοποι – θαμνότοποι, δασοσκεπείς ή μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις και συστάδες ελάτης)». Από την μια αναγνωρίζεται ότι τα έργα θα γίνουν σε δασική έκταση και από την άλλη υποβαθμίζεται η σημαντικότητα του δάσους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια από τις πλέον πυκνές εκτάσεις δάσους ελάτης στον κεντρικό Ελικώνα, όπως δείχνουν και οι χάρτες που η ίδια ΜΠΕ παραθέτει (σ. 172, σ. 163). Παράλληλα, αποτελείται από βοσκότοπους, αλλά και από ένα σημαντικό για όλη την Αττικοβοιωτία και την Εύβοια μελισσότοπο.

5. ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

  • Πλήρως αναξιόπιστες και αντιφατικές είναι οι εκτιμήσεις – υποσχέσεις της ΜΠΕ για απασχόληση, από εντόπιο προσωπικό, στη φάση λειτουργίας της εγκατάστασης. Στη σελίδα 20 αναφέρεται: «Όσον αφορά την φάση λειτουργίας του αιολικού πάρκου αυτή είναι συνεχής και αυτοματοποιημένη. Για την επίβλεψη της ομαλής λειτουργίας του σταθμού προβλέπεται μόνιμο προσωπικό 1-2 ατόμων». Ο ισχυρισμός καταρρίπτεται, τόσο από την ίδια μας την εμπειρία (δηλαδή, της μηδενικής απασχόλησης στα σε λειτουργία έργα της περιοχής), αλλά και από παράλληλες αναφορές της ίδιας ΜΠΕ για την απασχόληση στα έργα συντήρησης: «Παράλληλα, απαιτείται τακτική προγραμματισμένη συντήρηση των Α/Γ, την οποία θα αναλάβει ο κατασκευαστής των Α/Γ με εξειδικευμένο εξωτερικό συνεργείο, το οποίο συνήθως αποτελείται από 3-15 άτομα».
  • Αίολο θεωρούμε και τον ισχυρισμό, της σελίδας 32, ότι «… τα έργα υποδομής για το έργο είναι αξιοποιήσιμα και αποτελούν ένα είδος περιβαλλοντικού μέτρου, αφού οι δρόμοι πρόσβασης θα είναι εύκολα προσβάσιμοι από όλους, χρησιμεύουν σε πολλές περιπτώσεις ως αντιπυρικές ζώνες, …». Σχετική νομολογία του ΣτΕ διαχωρίζει σαφώς τις δύο δραστηριότητες.
  • Στη σελίδα 224 αναφέρεται ότι «το έργο δεν θα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην αναψυχή, καθώς η περιοχή δεν είναι εύκολα προσβάσιμη, αλλά και επειδή δεν διαθέτει αξιόλογα στοιχεία που να προσελκύουν επισκέπτες». Εδώ οι συντάκτες της ΜΠΕ δείχνουν την πλήρη άγνοιά τους για την περιοχή. Η Αρβανίτσα, που βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 2 χλμ. από το Λυκόκαστρο είναι μια τοποθεσία με ιδιαίτερο φυσικό κάλος και μεγάλη επισκεψιμότητα όλο το χρόνο. Την τελευταία δεκαετία στο πλάτωμα της Αρβανίτσας διοργανώνεται το μουσικό φεστιβάλ του δάσους με χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο από όλη την Ελλάδα, μετατρέποντάς το σε ένα από τα πλέον γνωστά μουσικά φεστιβάλ στη χώρα. Επίσης η περιοχή έχει μεγάλη επισκεψιμότητα από πεζοπόρους και λάτρεις του βουνού, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περιοχή χώροι ήπιας τουριστικής ανάπτυξης. 
  • Μία ακόμη αντίφαση της ΜΠΕ είναι οι αναφορές στις σελίδες 206 και 222 «Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι το έργο δεν εμποδίζει τη θέα. Η απόστασή του από κατοικημένες περιοχές είναι μεγαλύτερη των 3.000 μ.». Στη σελίδα 37 η ίδια ΜΠΕ υποστηρίζει σε σχετικό πίνακα ότι η απόσταση από το Κυριάκι είναι στα 1.013 μ., ενώ και η -πρόχειρη- φωτορεαλιστική απεικόνιση της σελίδας 207 τεκμηριώνει το αντίθετο. Καμία αναφορά δε γίνεται ως προς την ορατότητα  από τον περιβάλλοντα χώρο της Ιεράς Μονής Οσίου Λουκά, που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της μεσοβυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής και περιλαμβάνεται στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
  • Επιβεβαιώνεται ότι η ΜΠΕ προσομοιάζει περισσότερο με κείμενο επικοινωνιακής διαχείρισης του έργου, παρά με κείμενο τεκμηρίωσης των περιβαλλοντικών παραμέτρων του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η θετική ή αρνητική στάση των πολιτών, εξαιτίας της συνεχούς ή της διακοπτόμενης περιστροφής των πτερυγίων των Α/Γ (σελίδα 205). Στην πρώτη περίπτωση (της συνεχούς περιστροφής) θεωρείται ότι οι πολίτες αποκομίζουν την αίσθηση ενός χρήσιμου και επωφελούς έργου, ενώ στη δεύτερη (της διακοπτόμενης περιστροφής) το αντίθετο. Ως αντίδοτο προτείνεται η διαρκής κίνηση των πτερυγίων …

6. ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ» ΤΗΣ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ – ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΛΥΣΕΩΝ

Η σκοπιμότητα του έργου στηρίζεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε κριτήρια που σχετίζονται με τη γενικότερη ενεργειακή πολιτική και με τις ατελέσφορες, κατά τη γνώμη μας, πολιτικές που ακολουθούνται για την αντιμετώπιση -υποτίθεται- του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Στη σελίδα 23 της ΜΠΕ αναφέρεται, χαρακτηριστικά: «Η σημασία και η αναγκαιότητα του έργου προκύπτει από τη φύση αυτού, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως έργο βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος και προώθησης της Αειφόρου Ανάπτυξης, καθώς η αξιοποίηση των ΑΠΕ συντελεί στα ακόλουθα: …».

Για όλους τους λόγους που παρατίθενται υπάρχει συγκεκριμένος αντίλογος, που μπορεί να κατατεθεί. Μένουμε, για την περίσταση στη διαπίστωση ότι υπερισχύουν, κατά κράτος, υπερτοπικά κριτήρια, τα οποία ενδύονται το μανδύα του εθνικού στόχου, σε βαθμό που περιθωριοποιούνται τα συγκεκριμένα περιβαλλοντικά κριτήρια, που αποτελούν το βασικό επίδικο της διαδικασίας της περιβαλλοντικής διαβούλευσης και αδειοδότησης. Με αυτή τη λογική περιττεύει οποιαδήποτε διαδικασία περιβαλλοντικής αξιολόγησης, αφού προαλείφεται και ανάγεται σε κυρίαρχη η θετική «φύση» των έργων ΑΠΕ.

Στο κεφάλαιο 7 της ΜΠΕ εξετάζονται οι εναλλακτικές λύσεις, ως προς:

  • Την τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε.
  • Τη χωροθέτηση του έργου.
  • Την οδοποιία πρόσβασης
  • Το μέγεθος των Α/Γ (γεωμετρικά χαρακτηριστικά και ισχύς).
  • Τον τρόπο σύνδεσης του Α/Π με το σύστημα (εξέταση επέκτασης του δικτύου Υ.Τ.).

Όπως συμβαίνει και με τα άλλα ομοειδή έργα ΑΠΕ στην περιοχή, καθίσταται απολύτως προσχηματική η (υποχρεωτική από τη νομοθεσία) αναφορά σε εναλλακτικές λύσεις. Οι σχετικές αναφορές δύο εναλλακτικών λύσεων χωροθέτησης (Έλατος και Κακοτοπιά), αποτελούν παρωδία, καθώς το μόνο στοιχείο που παρατίθεται είναι μια ενδεικτική αποτύπωση -σε χάρτη της Google- δύο γειτονικών περιοχών, «συμπιεσμένων» μεταξύ άλλων αιολικών εγκαταστάσεων, για μία εκ των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (Τσίβερι).

Προέκταση αυτής της αντίληψης είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται και η μηδενική λύση. Στη σελίδα 142 αναφέρεται:

«Η περίπτωση της μηδενικής λύσης, δηλαδή να μην κατασκευαστεί το έργο, συνδέεται με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις που παρατίθενται επιγραμματικά μιας και αναφέρονται διεξοδικότερα και σε άλλα κεφάλαια της μελέτης:…»

Με αυτό το σκεπτικό (και όσα άλλα γράφονται) δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να επιλεγεί η μηδενική λύση για κανένα έργο, κατά τους συντάκτες της ΜΠΕ, γεγονός που καθιστά άκυρη την όλη διαδικασία.

7. ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Θεωρούμε ότι η εγκατάσταση ανεμογεννητριών στη θέση Λυκόκαστρο έρχεται σε αντίθεση με τις προβλέψεις του Περιφερειακού χωροταξικού πλαισίου Στερεάς Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα:

  • Στο υφιστάμενο «Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας» (ΦΕΚ 299/14-12-2018, Τεύχος ΑΑΠ) διατηρείται και ενισχύεται η πρόβλεψη για προστασία των ορεινών περιοχών με υψόμετρο άνω των 800 μ. ως «κατεξοχήν» τόπων φυσικού αποθέματος (άρθρο 13, παρ.2). Μάλιστα δίνεται ως κατεύθυνση η «Εξαίρεση τμημάτων της περιφέρειας από τις περιοχές αιολικής προτεραιότητας ως κατεύθυνση που θα ληφθεί υπόψη κατά την αναθεώρηση του ισχύοντος Ειδικού Χωροταξικού των ΑΠΕ».
  • Στο άρθρο 12, μέρος Ζ.  αναφέρεται η «Θεώρηση και αντιμετώπιση ορεινού και αγροτικού χώρου ως χώρων ανάπτυξης πολιτισμού, καθώς και διατήρησης και προστασίας της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» και στη συνέχεια η «Αντιμετώπιση από τα κατώτερα επίπεδα σχεδιασμού ζητημάτων προστασίας του τοπίου και ιδίως από εγκαταστάσεις Φ/Β, ΑΠΕ.».
  • Στο άρθρο 13 αναφέρεται επίσης ότι «ο ορεινός χώρος της Περιφέρειας διακρίνεται σε Ενότητες Ορεινού Χώρου που αποτελούν διακεκριμένους ορεινούς όγκους ή συμπλέγματα ορεινών όγκων». Για την ενότητα «Παρνασσός – Καλλίδρομο – Ελικώνας», προβλέπεται: «Η Ενότητα προωθείται και σχεδιάζεται κυρίως ως περιοχή ήπιας αναψυχής, για την υποδοχή και εξυπηρέτηση των κατοίκων της μητροπολιτικής Αθήνας αλλά και ως εναλλακτικός προορισμός τουρισμού Σαββατοκύριακου. Προωθούνται η προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, ήπιες δραστηριότητες όπως πεζοπορία και παρατήρηση της φύσης και του τοπίου, δραστηριότητες χιονοδρομίας (ειδικά στον Παρνασσό) και ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος (ειδικά στο Καλλίδρομο)».
  • Στο άρθρο 15 υπάρχει πρόβλεψη για «ορθολογική ανάπτυξη» των αιολικών πάρκων, αναγνωρίζονται οι σημαντικές επιπτώσεις των συνοδών έργων στο περιβάλλον, οι επιπτώσεις στον ευαίσθητο οικολογικά ορεινό χώρο των δασικών οικοσυστημάτων και των κατολισθαινουσών περιοχών τους και δίνεται κατεύθυνση για την εξαίρεση περιοχών του Ελικώνα. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ θα γίνει μέσω:
    • σχεδιασμού του ενεργειακού μείγματος της Περιφέρειας με κατεύθυνση την αύξηση της παραγωγής ενέργειας από γεωθερμία και ΜΥΗΕ και ορθολογική ανάπτυξη Φωτοβολταϊκών και Αιολικών Πάρκων, καθώς και την προώθηση των δυνατοτήτων αξιοποίησης της βιομάζας, – εξειδίκευσης περιοχών ανά τεχνολογία σταθμών ΑΠΕ λαμβάνοντας υπόψη αφ’ ενός το σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και αφετέρου, την ευαισθησία των επιμέρους χώρων ως προς το περιβάλλον και την παραγωγική ταυτότητα.
    • Διατήρηση των υπαρχουσών αναπτύξεων εγκαταστάσεων ΑΠΕ καθώς και ορθολογική ανάπτυξη νέων σταθμών πλησίον υφιστάμενων, δεδομένου ότι τα συνοδό έργα -που προϋποθέτουν σημαντικές παρεμβάσεις στο περιβάλλον (οδικά δίκτυα, ηλεκτρικά δίκτυα)- είναι ήδη κατασκευασμένα.
    • Ανάπτυξη ΑΠΕ μέσω ΜΥΗΕ και της αξιοποίησης της βιομάζας με χρήση των ηπιότερων τεχνολογιών και εγκαταστάσεων στον ευαίσθητο οικολογικά και αναπτυξιακά ορεινό χώρο των υψηλών δασικών και αλπικών οικοσυστημάτων και των κατολισθαινουσών περιοχών τους και ιδίως στην Π.Ε. Ευρυτανίας λόγω παρουσίας όλων των ανωτέρω παραμέτρων.
    • Προώθηση της ανάδρασης προς το Ε.Π. ΑΠΕ της έγκαιρης εξαίρεσης συνολικά της Π.Ε. Ευρυτανίας και τμημάτων των ορεινών όγκων Οίτης – Βαρδουσίων – Γκιώνας και Ελικώνα και τμημάτων της Εύβοιας από τις περιοχές ΠΑΠ του Ε.Π.
    • Χωρικά εστιασμένο repowering μετά την πάροδο του χρόνου ζωής των εγκατεστημένων σταθμών ΑΠΕ.
    • Προτείνεται η διαφοροποίηση των κατασκευών των συνοδών κυρίως έργων (οδοποιίες και έργα διασύνδεσης) προς ηπιότερες για το περιβάλλον και το τοπίο κατασκευές (π.χ. υπόγεια δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας).
    • Κατά προτεραιότητα χωροθέτηση Αιολικών και Φωτοβολταϊκών Πάρκων στις περιοχές ανενεργών λατομείων ή εξορύξεων.

Ακόμα και στην αναφορά του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού σε θέματα σχεδιασμού ΑΠΕ ρητά αυτό αναφέρεται σε «Προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και στις ενεργειακές ανάγκες, με προτεραιότητα στην περιφερειακά σχεδιασμένη ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και τον επανασχεδιασμό των μετακινήσεων.» και όχι σε ανάπτυξη έργων ΑΠΕ αδιαφορώντας για τη διάσταση αυτή.

Απόκρυψη των προβλέψεων του ΠΠΧΣ Στερεάς

Οι παραπάνω προβλέψεις αποτυπώνονται στην εικόνα 5.11, στη σελίδα 57 της ΜΠΕ, με το χάρτη χωροταξικής οργάνωσης Περ. Στ. Ελλάδας και την προτεινόμενη περιοχή συγκέντρωσης αιολικών πάρκων, σύμφωνα με το αναθεωρημένο ΠΠΧΣΑΑ Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας του 2018. Από το χάρτη είναι απολύτως εμφανές ότι στην περιοχή αυτή δεν περιλαμβάνεται η περιοχή εγκατάστασης του εξεταζόμενου αιολικού έργου, στη θέση Λυκόκαστρο. Παρ’ όλα αυτά, απουσιάζει όχι μόνο η σχετική επισήμανση, αλλά και οποιαδήποτε άλλη αναφορά ή επιχείρημα, που να δικαιολογεί την παράκαμψη ή αγνόηση των επιλογών και των προβλέψεων του ΓΠΧΣ Στερεάς. Πολύ δε περισσότερο όταν από επίσημα κυβερνητικά χείλη διακηρύσσονται αλλαγές στο καθεστώς προστασίας των ορεινών όγκων.

Παραβίαση υφιστάμενης νομολογίας

Όπως προαναφέρθηκε υπάρχει νομολογία του ΣτΕ, που έχει απορρίψει ανάλογη αδειοδότηση με την με αριθμό 696/2016 απόφασή του, η οποία αφορά τη γειτονική κορυφή Μεγάλη Λούτσα με 1.450 μ. υψόμετρο (χαμηλότερη από την Παλιοβούνα), επικαλούμενο την ασυμβατότητα με το Περιφερειακό πλαίσιο και συγκεκριμένα:

«Το Δικαστήριο κρίνει σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε ότι απαιτείτο ειδικότερη αιτιολογία της στάθμισης στην οποία προέβη η Διοίκηση μεταξύ αφενός του οφέλους από τη δημιουργία της μονάδας αυτής και του κόστους αφετέρου που συνεπάγεται αυτή για το περιβάλλον ιδίως ως προς τη χάραξη οδού τόσο μεγάλου μήκους εντός δασικής και αναδασωτέας έκτασης όσο και ως προς την εγκατάσταση Α/Γ σε ύψος μεγαλύτερο των 800 μ ενόψει των επιταγών του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας κατά το οποίο όπως προαναφέρθηκε «αφενός μεν οι ορεινές περιοχές της Περιφέρειας που χωροθετούνται σε υψόμετρο άνω των 800 μ. αντιμετωπίζονται γενικά ως περιοχές κατεξοχήν φυσικού αποθέματος αφετέρου δε η προστασία και η ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων αποτελεί κομβικό σημείο των χωροταξικών ρυθμίσεων.»

Για την Δ.Ε. Κυριακίου έχει θεσμοθετηθεί Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) με το ΦΕΚ 273τ.ΑΑΠ/12.12.2016. Σύμφωνα με τη ΜΠΕ (σελίδα 60):

«Η περιοχή εγκατάστασης του εξεταζόμενου έργου ανήκει στις παρακάτω περιοχές (Χάρτης Χ3):

– ΠΕΠ2: Δάση και δασικές εκτάσεις (όπου ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης)

– ΠΕΠΔ 1: Περιοχή ανάπτυξης γεωργικών χρήσεων

– Μικρές εκτάσεις του ακινήτου ανήκουν στις περιοχές ΠΕΠΔ3 (Τουρισμός – Β’ κατοικία – Αθλητισμός) και ΠΕΧ6 (Ανενεργά Μεταλλεία), όπως προκύπτει από τον Χάρτη Χ3 και την με αρ. πρωτ. 73/02.03.2021 βεβαίωση χρήσεων γης για τις εκτάσεις εγκατάστασης του αιολικού πάρκου από την Δ/νση Πολεοδομίας του Δήμου Λεβαδέων (Παράρτημα 6)»

Όμως, το προαναφερόμενο έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου Λεβαδέων διευκρινίζεται ότι στις περιοχές ΠΕΠ2 και ΠΕΠΔ1 επιτρέπονται «οι εγκαταστάσεις ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ για την εξυπηρέτηση των επιτρεπόμενων χρήσεων γης και συγκεκριμένα εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης της βιομάζας ..» και με τρόπο που διασφαλίζεται το προστατευτέο αντικείμενο της περιοχής. Η πρόβλεψη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διατύπωση που ακολουθεί και αναφέρει ότι σε όλες τις ζώνες του ΓΠΣ επιτρέπονται εγκαταστάσεις ΑΠΕ, σύμφωνα με το ΕΠΧΣΑΑ ΑΠΕ.

Σημειώνουμε ότι στο εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της ΔΕ Κυριακίου, υπάγονται:

  • Περιοχή Τουρισμού, Β’ Κατοικίας και Αθλητισμού (ΠΕΠΔ 3) που έχει χωροθετηθεί ανατολικά του Κυριακίου (σε απόσταση 400-500 μέτρων), στο δρόμο προς την Αρβανίτσα και την Αγία Άννα, στην οποία επιδιώκεται η ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών του τουριστικού τομέα και η δημιουργία ενός κέντρου αθλητισμού και ψυχαγωγίας.
  • Περιοχές, σε απόσταση περίπου 600 μ. από την πλησιέστερη Α/Γ, που περιλαμβάνονται στη ζώνη ΠΕΠΔ 4 (στη νοτιοανατολική και στη βορειοδυτική πλευρά του Κυριακίου, μέσα σε ζώνη 400 μ. από το όριό του). Χαρακτηρίζονται σαν εκτός σχεδίου, με λειτουργίες και υποδομές εξυπηρέτησης του παρακείμενου αστικού πληθυσμού, που δεν μπορούν, για διάφορους λόγους, να υλοποιηθούν εντός σχεδίου. Ταυτόχρονα αυτή η ζώνη λειτουργεί προστατευτικά για τον οικισμό από ασύμβατες λειτουργίες και δημιουργεί απόθεμα οικιστικής γης στην περίπτωση μελλοντικής επέκτασης.

8. Η ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΘΑ ΕΜΠΟΔΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΎ

Σε αντίθεση με το εύρος σημαντικότητας του παράγοντα τρωτότητα τοπίου, η ΜΠΕ (σελίδα 154) κάνει μονάχα μια σύντομη, ανεπαρκέστατη και παραπλανητική αναφορά: «Η τρωτότητα του τοπίου σχετίζεται κυρίως με την ανάπτυξη ανθρωπογενών δράσεων, που είναι εμφανείς στο τοπίο και ιδιαίτερα στα πιο ευαίσθητα τμήματά του (γραμμές και υψηλότερα σημεία). Όπως προαναφέρθηκε, στην περιοχή υπάρχει δίκτυο αγροτικών δρόμων, ενώ δεν υπάρχουν σημεία αλλοίωσης του τοπίου από μεγάλα κτίσματα ή άλλες οχλούσες και ρυπογόνες δραστηριότητες (κτηνοτροφικές, βιομηχανικές, τουριστικές). Οι πυρκαγιές αποτελούν τη σοβαρότερη απειλή τρωτότητας του τοπίου για την περιοχή όπως και για τα περισσότερα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα.»

Στην πραγματικότητα η «οπτική τρωτότητα» και η «οπτική απορροφητική ικανότητα του τοπίου» ορίζονται ως εξής:

«Οπτική τρωτότητα:  Η οπτική τρωτότητα αναφέρεται στο κατά πόσο οι διάφορες ενέργειες του ανθρώπου είναι εμφανείς μέσα στο τοπίο. Οι διαταραχές σε υψηλότερα μέρη ενός τοπίου είναι περισσότερο εμφανείς από ότι εκείνες που συμβαίνουν στις χαμηλότερες θέσεις. Αντίθετα σε χαμηλές θέσεις οποιαδήποτε διαταραχή είναι πολύ λιγότερο εμφανής αν και οι λεπτομέρειες της επέμβασης είναι πιο ευδιάκριτες γιατί η απόσταση παρατήρησης τείνει να γίνει μικρότερη. Υπάρχει όμως η δυνατότητα κάλυψης των διαταραχών από βλάστηση και γεωμορφικούς σχηματισμούς (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995)».

«Οπτική απορροφητική ικανότητα του τοπίου: Η οπτική απορροφητική ικανότητα του τοπίου είναι η σχετική, φυσική ικανότητα ενός τοπίου να δέχεται οργανωμένες δραστηριότητες ανάπτυξης ή διαχείρισης και ακόμη να διατηρεί τον οπτικό χαρακτήρα του και την ακεραιότητα της ποιότητας της θέας του. Οι παράγοντες που επηρεάζουν αυτήν την ικανότητα της γης ή του τοπίου να απορροφά τις τροποποιήσεις είναι η κλίση, η βλάστηση, η απόσταση παρατήρησης, το έδαφος, η ποικιλότητα του τοπίου και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995)».

Εν τέλει για τα ορεινά τοπία αυτό που ισχύει είναι ότι: «Τα ορεινά τοπία και οικοσυστήματα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις οπτικές διαταραχές, αφού έχουν μικρή Οπτική Απορροφητική Ικανότητα (ΟΑΙ) λόγω μεγάλων κλίσεων, μικρής καλυπτικής ικανότητας της βλάστησης κτλ., καθώς και πολύ υψηλή «Οπτική Τρωτότητα» που είναι ο βαθμός στον οποίο οι διάφορες ενέργειες του ανθρώπου είναι εμφανείς μέσα στο τοπίο ( Χατζηστάθης και Ισπικούδης 1995).

Η υψηλή τρωτότητα της περιοχής του σχεδιαζόμενου έργου, λοιπόν, και η αλλοίωση που θα υποστεί το τοπίο, θα μεταβάλλει πλήρως το ανάγλυφό του, προκαλώντας απώλεια της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα του και επηρεάζοντας την τοπική ζωή των κατοίκων καθώς και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ήπιου εναλλακτικού τουρισμού.

9. ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Σύμφωνα με την ΥΑ 170225/2014 «περί εξειδίκευσης των περιεχομένων των φακέλων περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων της Κατηγορίας Α», στο Κεφάλαιο 8 μίας ΜΠΕ: «Αναφέρονται τα γενικά στοιχεία σχετικά με τις ιδιότητες, τη μορφή και την κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, απεικονίζοντας τις σχετικές πληροφορίες σε κατάλληλους χάρτες σε συνδυασμό με τη θέση του έργου.(…) Ανάλογα με την περιοχή μελέτης και τις αναμενόμενες επιδράσεις του έργου ή της δραστηριότητας  εντοπίζονται και παρουσιάζονται στοιχεία για το φυσικό περιβάλλον, όπως ιδίως στοιχεία της χλωρίδας και της πανίδας…»

Η ΜΠΕ εμφανίζεται εντελώς ανεπαρκής στο συγκεκριμένο πεδίο, καθώς όχι μόνο δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε μία μέρα εργασίας πεδίου για την επισκόπηση – καταγραφή της κατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά ακόμα και η παράθεση στοιχείων από άλλες πηγές είναι ελλιπέστατη, ενώ δεν λείπουν και σοβαρά λάθη, λόγω αυτούσιας αντιγραφής από πηγές περιορισμένης αξιοπιστίας. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η παρουσιαζόμενη υφιστάμενη κατάσταση να μην ανταποκρίνεται στην πραγματική οικολογική αξία της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα:

Η ΜΠΕ εμφανίζεται εντελώς ανεπαρκής στο συγκεκριμένο πεδίο, καθώς όχι μόνο δεν έχει πραγματοποιηθεί ούτε μία μέρα εργασίας πεδίου για την επισκόπηση – καταγραφή της κατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά ακόμα και η παράθεση στοιχείων από άλλες πηγές είναι ελλιπέστατη, ενώ δεν λείπουν και σοβαρά λάθη, λόγω αυτούσιας αντιγραφής από πηγές περιορισμένης αξιοπιστίας. Η ανεπάρκεια αυτή γίνεται ακόμα πιο σοβαρή αν αναλογιστεί κανείς ότι η ευρύτερη περιοχή της Παλιοβούνας είναι από τους κορυφαίους σε οικολογική σημασία βιότοπους της Βοιωτίας. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η παρουσιαζόμενη υφιστάμενη κατάσταση να μην ανταποκρίνεται στην πραγματική οικολογική αξία της Παλιοβούνας. Πιο συγκεκριμένα:

Χλωρίδα

Όσον αφορά την Ενότητα «Χλωρίδα», τα στοιχεία που παρατίθενται είναι ιδιαίτερα ελλιπή, χωρίς καμία συνοχή, ακόμα και λανθασμένα λόγω αυτούσιας αντιγραφής από άλλες πηγές:

1. Παραλείπεται οποιαδήποτε αναφορά στη διδακτορική διατριβή του Ε. Κοκμοτού (2008) για τη βλάστηση και χλωρίδα του Ελικώνα και οι πλέον σημαντικές αναφορές της στην περιοχή της Παλιοβούνας, που περιλαμβάνει και την περιοχή του Λυκόκαστρου. Αρχικά, στην ευρύτερη περιοχή της κορυφής της Παλιοβούνας εντοπίζονται 26 ενδημικά φυτά της Ελλάδας, για τα οποία η ΜΠΕ δεν παρέχει καμία πληροφορία αν εντοπίζονται εντός των περιοχών επέμβαση του έργου. Ανάμεσα στα ενδημικά φυτά περιλαμβάνονται και δύο ιδιαίτερα απειλούμενα είδη, η Centaurea subsericans και η Centaurea cithaeronea, για τα οποία ο Κοκμοτός αναφέρει:

Centaurea subsericans: «Κυτταρολογική μελέτη του είδους πραγματοποιήθηκε από τον Κωνσταντινίδη (1997), με υλικό που συλλέχθηκε από τις νοτιοδυτικές πλαγιές της Παληοβούνας. Η C. subsericans φαίνεται ότι φύεται αποκλειστικά στις ασβεστολιθικές εξάρσεις της παραπάνω κορυφής, αφού παρά τις προσπάθειες μας δεν κατορθώσαμε να την εντοπίσουμε σε κάποια άλλη περιοχή του ορεινού συμπλέγματος (…) Tο μέγεθος του πληθυσμού που συγκεντρώνεται στην ως άνω περιοχή εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 50-100 άτομα. Κατά συνέπεια το εν λόγω είδος εντάσσεται στα Κινδυνεύοντα».

Centaurea cithaeronea: «Πρόκειται για ένα τοπικό ενδημικό είδος των ορέων Κιθαιρώνα και Ελικώνα που πρόσφατα περιγράφηκε από τους Phitos & Constantinidis (1993). Η C. cithaeronea εμφανίζεται σε ελάχιστες θέσεις εντός των δύο παραπάνω ορέων, δημιουργεί δε εξαιρετικά ολιγάριθμους πληθυσμούς, γεγονός που συνέβαλε στο να καταταχθεί στα κινδυνεύοντα είδη (Phitos & Constantinidis, 1995). Άτομα του είδους αυτού φύονται μόνο στις κορυφές Παληβούνα και Κολλιέδες, σε ασβεστολιθικές ηλιαζόμενες πετρώδεις θέσεις, στις βάσεις βράχων ή σε άκρες τμημάτων βράχων με οριζόντια κλίση. Στην δυτική πλευρά της Παληοβούνας, σε υψόμετρο 1400 μέτρων περίπου, μετρήσαμε 5-6 άτομα (τα οποία την επομένη χρονιά δεν τα παρατηρήσαμε), ενώ στη νότια πλευρά του ανωδασικού τμήματος και σε υψόμετρο 1500 μέτρων, βρήκαμε ελάχιστα άτομα».

Το είδος χαρακτηρίζεται ως Κινδυνεύον στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η παντελής απουσία εργασιών πεδίου εγκυμονεί σοβαρό ενδεχόμενο για σημαντικές επιπτώσεις στα παραπάνω απειλούμενα είδη (κυρίως) από την υλοποίηση του έργου, καθώς και στα άλλα Ελληνικά ενδημικά φυτά. Οι επιπτώσεις αυτές αγνοούνται πλήρως στην ΜΠΕ. Ειδικά για τα δύο απειλούμενα είδη, τυχόν επιπτώσεις από την υλοποίηση του έργου θα αυξήσουν σημαντικά το ρίσκο εξαφάνισής τους.

2. Εξαιρετικά σημαντικές είναι οι αναφορές της παραπάνω διατριβής Κοκμοτού για την οικολογική αξία της ευρύτερης περιοχής της Παλιοβούνας, τις οποίες αποκρύπτει η ΜΠΕ. Στο Κεφάλαιο 8 «Προτεινόμενες Δράσεις», η διατριβή προτείνει «Να καθοριστούν και οριοθετηθούν κρίσιμες περιοχές για τη βιοποικιλότητα της περιοχής, προκειμένου να έχουμε μια ορθότερη χωροταξική οργάνωση των δραστηριοτήτων, με τρόπο συμβατό προς τα ειδικότερα μέτρα προστασίας και διαχείρισης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις περιοχές Ι. Μ. Αγ. Νικολάου, Χούνη, Αγ. Άννα, όπου παρατηρείται η Centaurea charrelii, οι ανωδασικές περιοχές της Παληοβούνας όπου υπάρχει σημαντικός αριθμός σπάνιων ειδών, μεταξύ των οποίων η Centaurea cithaeronea, τα ανωδασικά τμήματα της Μεγ. Λούτσας όπου αναπτύσσεται σημαντικός πληθυσμός της Stipa lessingiana ssp. cyllenica, τα ασβεστολιθικά βράχια ανεξαρτήτου υψομέτρου και ιδιαίτερα τα κάθετα μέτωπα του φαραγγιού της Έρκυνας (Λειβαδιά), η περιοχή του Πευκιά, η με έλατα δασωμένη περιοχή της Αρβανίτσας, τα δρυοδάση της Ευαγγελίστριας, Αγ. Τριάδας και Κορώνειας για το σύνολο των ειδών που συντηρούν», ενώ στο Κεφάλαιο 6 που αφορά την  αξιολόγηση των Ανθρώπινων Παρεμβάσεων αναφέρεται πως «Σκεπτικισμός προκύπτει από την ύπαρξη του δρόμου που ξεκινάει από την Αρβανίτσα, διέρχεται από την Όμορφη Λάκκα και καταλήγει στην κορυφή της Παληοβούνας. Έτερη διακλάδωση του τέμνει κάθετα το δρόμο που ενώνει το Πρόδρομο με τον όρμο Ζάλτσας. Ο παραπάνω δρόμος παρότι εξυπηρετεί αρκετούς κατοίκους της Αγ. Άννας και του Κυριακίου και δη κτηνοτρόφους των περιοχών αυτών, προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε πλήθος επισκεπτών οι οποίοι εσκεμμένα ή εν αγνοία τους μπορούν να υποβαθμίσουν ή να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τα ευαίσθητα οικοσυστήματα που απαντώνται στις περιοχές αυτές». Είναι σαφές πως η διάνοιξη νεών δρόμων μέχρι την κορυφή θα οξύνει τον συγκεκριμένο τύπο επίπτωσης.

3. Οι αναφορές της ΜΠΕ για τη χλωρίδα είναι εντελώς ασυνάρτητες. Ενδεικτικά αναφέρεται:

  • «Σημαντικά τμήματα των δασικών οικοσυστημάτων της Περιφέρειας βρίσκονται υπό καθεστώς προστασίας. Αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονται σημαντικές για τη Βιοποικιλότητα της χλωρίδας και τη σπανιότητα – μοναδικότητα των φυτικών ειδών. Μάλιστα, το πλήθος των οικοτόπων που αναγνωρίζονται και οριοθετούνται υποστηρίζει μεγάλη ποικιλία πανιδικών ειδών, από μεγάλα θηλαστικά μέχρι σπάνια και απειλούμενα ερπετά και αμφίβια.»  
  • «Ο ευρύτερος χώρος εγκατάστασης του αιολικού πάρκου είναι δασική έκταση που αποτελείται κυρίως από δασοσκεπείς εκτάσεις με συστάδες ελάτης καθώς και γεωργικές εκτάσεις, ανενεργά λατομεία και βοσκοτόπους» (σελ.39)

για να ανατραπούν σε άλλα σημεία, όπως:

  • «Η περιοχή του γηπέδου εγκατάστασης του αιολικού πάρκου, δεν τελεί υπό καθεστώς Εθνικού Δρυμού, Αισθητικού Δάσους, Διατηρητέου Μνημείου της φύσης ή προστατευόμενης περιοχής.»  (σελ.35)
  • «Η προτεινόμενη εγκατάσταση βρίσκεται εκτός των ορίων περιοχών του εθνικού συστήματος προστατευόμενων περιοχών και σε μεγάλη απόσταση από αυτές.» (σελ.38)

Αλλού αναφέρεται ότι «η παρουσία σπάνιας χλωρίδας κάνει την περιοχή πολύ ενδιαφέρουσα» (σελ. 21) και αλλού «στην περιοχή μελέτης δεν παρατηρήθηκαν και δεν αναμένεται εμφάνιση σπάνιων ειδών» (σελ. 354). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι αναφορές είναι απλή αντιγραφή από άλλες πηγές, κάτι που επιβεβαιώνεται από την αναφορά στη σελίδα 336, η οποία ξεκινάει με τη φράση «Οι πλαγιές του όρους είναι σκεπασμένες με δάση (δρυς, έλατα, οξιές, με ιαματικά φυτά και λογής θάμνους…)». Πέρα από το γεγονός ότι ΔΕΝ υπάρχουν οξυές στον Ελικώνα (ο νοτιότερος πληθυσμός της Ελλάδας βρίσκεται στο όρος Οξυά, πολύ βορειότερα), όλη η παράθεση είναι αντιγραμμένη αυτούσια από την ιστοσελίδα «Βοιωτικός Κόσμος» 

Ορνιθοπανίδα

Και η συγκεκριμένη ενότητα είναι δραματικά ελλιπής, αφού δε γίνεται αναλυτική καταγραφή της συγκεκριμένης ομάδας οργανισμών, η οποία άλλωστε είναι από τις πλέον ευπαθείς σε επιπτώσεις από την εγκατάσταση ανεμογεννητριών.

Αρχικά σημειώνεται πως εφόσον δεν υπάρχουν αναφορές για συγκεκριμένα είδη στην περιοχή μελέτης, αποτελεί υποχρέωση της ΜΠΕ να καλύψει αυτή την έλλειψη προφανώς με εργασία πεδίου: δεν νοείται να θεωρείται πλήρης μία μελέτη που δεν κάνει καμία εκτίμηση για την κατάσταση της πλέον ευαίσθητης σε εγκατάσταση αιολικών ομάδας της πανίδας στην περιοχή μελέτης. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν καταγραφές σε σχετικές διαδικτυακές βάσεις δεδομένων από παρατηρητές πουλιών από κοντινές περιοχές (Αρβανίτσα, Ζαγαράς) που πιστοποιούν την παρουσία σημαντικών ειδών ορνιθοπανίδας στον Ελικώνα, που θεωρείται βέβαιο πως θα απαντούν και στο Λυκόκαστρο, λόγω της καταλληλότητας του ενδιαιτήματος για συγκεκριμένα είδη ορνιθοπανίδας. Πιο συγκεκριμένα, στον Ελικώνα αναπαράγονται αρπακτικά όπως ο Φιδαετός, ο Πετρίτης, το Διπλοσάινο κ.α. και χρησιμοποιούν τις ανοιχτές εκτάσεις της κορυφογραμμής της Παλιοβούνας (λόγω και της πρακτικά μηδενικής ανθρωπογενούς όχλησης) για να εντοπίσουν και να συλλάβουν τη λεία τους (πουλιά μικρού και μεσαίου μεγέθους, ερπετά κ.α.), επομένως αναμένεται να διέρχονται συχνά από τις θέσεις εγκατάστασης των ανεμογεννητριών. Η ΜΠΕ αγνοεί με επιδεικτικό τρόπο όλες τις παραπάνω διαθέσιμες πληροφορίες για την ορνιθοπανίδα του Ελικώνα.

10. ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Η εκτίμηση των επιπτώσεων είναι ιδιαίτερα ανεπαρκής και λανθασμένη, κάτι απόλυτα αναμενόμενο από τη στιγμή που δεν έχει παρουσιαστεί ορθά η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, δεν έχει γίνει καμία πραγματική εκτίμηση του συγκεκριμένου έργου ως προς τις περιβαλλοντικές του επιπτώσεις, παρά ένα αναμάσημα γενικοτήτων που δεν ανταπεξέρχεται ούτε κατ’ ελάχιστο στις απαιτήσεις μίας ΜΠΕ. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως π.χ. για τη χλωρίδα δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια εξειδικευμένη προσέγγιση για τις επιπτώσεις του έργου προς τα ενδημικά και απειλούμενα φυτά της περιοχής, ενώ για την ορνιθοπανίδα υπάρχει και μία θλιβερή προσπάθεια να τεκμηριωθεί ότι οι επιπτώσεις των ΑΣΠΗΕ στα πουλιά είναι αμελητέες, ενώ η σοβαρότητά τους έχουν τεκμηριωθεί και αναγνωρίζονται πλέον στο ανώτερο επίπεδο τόσο επιστημονικά (βλ. IUCN – Mitigating impacts in renewable energy projects[1]), όσο και θεσμικά (βλ. Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Έγγραφο καθοδήγησης για τα έργα αιολικής ενέργειας και τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της φύσης[2]).

Συνεργιστικές – συνδυαστικές επιπτώσεις

Η ΥΑ 170225 προσδιορίζει πως στην εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να συνεκτιμώνται και «οι συνεργιστικές επιπτώσεις από άλλα υφιστάμενα, υπό εξέλιξη ή περιβαλλοντικά αδειοδοτημένες έργα ή δραστηριότητες», Σε σχέση με αυτή τη διατύπωση, το κατευθυντήριο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα έργα αιολικής ενέργειας προσθέτει ότι «η διάταξη περί συνδυαστικών επιπτώσεων αφορά τα σχέδια ή τα έργα που έχουν ολοκληρωθεί, έχουν εγκριθεί αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί ή έχουν προταθεί» και επεξηγεί ότι τα σχέδια που έχουν προταθεί είναι «…σχέδια για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για χορήγηση έγκρισης ή άδειας». Συνεπώς στην εκτίμηση των συνεργιστικών – συνδυαστικών επιπτώσεων πρέπει να λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη και τα έργα με άδεια παραγωγής (βεβαίωση παραγωγού), όπως έχει ήδη επισημανθεί στην ενότητα 2 του παρόντος κειμένου.

Όπως αναμένεται, και σε αυτό το πεδίο η ΜΠΕ παρουσιάζεται εντελώς ανεπαρκής και εκτός τόπου και χρόνου: παρά το γεγονός πως, όπως προκύπτει από τον Γεωπληροφοριακό Χάρτη της ΡΑΕ, σε ακτίνα 5-7 χιλιομέτρων από τη θέση εγκατάστασης του έργου είναι ήδη εγκατεστημένες ή έχουν πάρει άδεια πολλές δεκάδες ανεμογεννήτριες, η ΜΠΕ εσφαλμένα και παραπλανητικά δεν αναγνωρίζει καμία επίπτωση στα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και ειδικότερα στην ορνιθοπανιδα. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πως από τη στιγμή που έχουν αδειοδοτηθεί ανεμογεννήτριες σε όλες τις άλλες κορυφές του Ελικώνα (Ζαγαράς, Τσίβερι, Μεγάλη Λούτσα), η Παλιοβούνα και το Λυκόκαστρο αποτελούν πρακτικά τον τελευταίο ασφαλή βιότοπο για την ορνιθοπανίδα του Ελικώνα και ειδικότερα για τα αρπακτικά πουλιά, που χρειάζονται εκτεταμένες ανοικτές εκτάσεις για να κυνηγήσουν και να τραφούν.

Οι περιοχές του κεντρικού Ελικώνα και ιδιαίτερα αυτές γύρω από την κορυφή της Παλιοβούνας, με τον εμβληματικό χαρακτήρα που αυτή έχει, αποτελούν ένα ιδιαίτερο τοπόσημο, το οποίο καθορίζει σε σημαντικό βαθμό και τη σύγχρονη οικονομική δραστηριότητα, πέραν του σημαντικού κλάδου της κτηνοτροφίας, στην οποία στηρίζεται η «επιβίωση» ορισμένων κοινοτήτων και η οποία λειτουργεί τις τελευταίες δεκαετίες σαν ανασχετικός παράγοντας στη διαρκή γήρανση του πληθυσμού. Οι κοινότητες αυτές αποτελούν πόλο τοπικής και υπερτοπικής επισκεψιμότητας, χάρη στα φυσικά χαρακτηριστικά τους, με κορυφαία τη γειτνίαση με την Παλιοβούνα, που συντηρεί αξιοσημείωτο -για τα δεδομένα της περιοχής- αριθμό επιχειρήσεων στον τομέα της εστίασης (εστιατόρια, ταβέρνες, καφέ) και της διαμονής (με πολλούς ξενώνες), καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ιδιαίτερα πρέπει να αναφέρουμε τον πόλο της Αρβανίτσας, που έχει συνεχή και αδιάλλειπτη επισκεψιμότητα.

Στις παραδοσιακές δραστηριότητες που πλήττονται, περιλαμβάνεται η κτηνοτροφία, της οποίας ο ζωτικός χώρος συρρικνώνεται λόγω των ενεργειακών δραστηριοτήτων (τόσο στα ορεινά, όσο και στα χειμαδιά), αλλά και η εκτεταμένη μελισσοκομία, προϊόν της οποίας είναι το φημισμένο μέλι ελάτης του Ελικώνα.

Α)  Η περιοχή συνιστά μέρος των θερινών ενδιαιτημάτων σημαντικών  πληθυσμών αιγοπροβάτων αλλά και βοοειδών που ανήκουν σε κτηνοτρόφους της περιοχής. Η υλοποίηση του έργου οδηγεί αναπόφευκτα σε καίριο πλήγμα κατά μιας οικονομικής δραστηριότητας, που έχει αδειοδοτηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες, χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κοινότητα και συντηρείται με μεγάλο αγώνα και θυσίες. Σημειώνουμε, επίσης, ότι οι συγκεκριμένοι κτηνοτρόφοι είναι αδιανόητο να αποξενώνονται, ερήμην τους, από το βασικό χώρο άσκησης της οικονομικής τους δραστηριότητας με τον περιορισμό της βοσκήσιμης έκτασης και με την όχληση κατά την κατασκευή και τη λειτουργία μιας βιομηχανικής αιολικής εγκατάστασης.  

Β) Η περιοχή αποτελεί, επίσης, μέρος μεταφοράς, πτήσης και διάβασης μεγάλου αριθμού μελισσοσμηνών για την εκμετάλλευση της σχετικής μελιτοεκκρίσεως, κυρίως  του μελιτώματος του ελάτου και του νέκταρ της αγριομέντας, του τσαγιού, του αγκαθιού, της σφάκας και των άλλων εξαιρετικών μελισσοκομικών φυτών που φύονται εκεί.

Στην περιοχή της Αρβανίτσας, της Κιάφας, του Λυκόκαστρου και της Μεγάλης Λούτσας και σε όλη τη διαδρομή από την Αρβανίτσα προς  Κυριάκι, διεξάγεται μεγάλο μέρος της τοπικής αλλά και της νομαδικής μελισσοκομίας της νότιας και της ανατολικής χώρας. Εκεί μεταφέρονται από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο μελισσοσμήνη από την Αττική, τη  Σαλαμίνα, την Εύβοια και από όλη την Βοιωτία.

Λόγω των πυρκαγιών του 2021, που κατέστρεψαν μεγάλο μέρος πευκοδάσους την Βόρειας Εύβοιας, εκεί αναμένεται να συρρεύσουν ακόμα περισσότερα μελισσοσμήνη τα επόμενα χρόνια. Η  διέλευση των μελισσών  είναι διαρκής λόγω του γεωγραφικού ανάγλυφου από τον χώρο εγκατάστασης του έργου. Ο συρμός των μελισσοσμηνών,  ανηφορίζει τις πρωινές και τις απογευματινές ώρες κατευθυνόμενος προς τα έλατα του Λυκόκαστρου και της Μεγάλης Λούτσας και πέρα από αυτά.

Στην περιοχή αυτή παράγεται μια σπάνια ποιότητα βιολογικού μελιού ελάτου, το οποίο δεν κρυσταλλώνει και είναι εμπλουτισμένο με αρώματα και θρεπτικά συστατικά των αρωματικών φυτών της περιοχής.  Με τη λειτουργία του συγκεκριμένου ΑΣΠΗΕ θα παρεμποδιστεί η συλλογή μελιού αλλά και τα ίδια τα μελισσοσμήνη θα υποστούν σοβαρές απώλειες σε πληθυσμούς εντόμων. Πρόκειται για τη διατάραξη μιας σημαντικής πρωτογενούς δραστηριότητας που συνδέεται με τη διατήρηση της ισορροπίας του οικοσυστήματος, καθώς και με την τοπική αλλά και εθνική οικονομία. Ενδεικτικά, η έντονη αυτή μελισσοκομική δραστηριότητα έρχεται σε αντίθεση με την ολωσδιόλου άτοπη διατύπωση σε σημείο της μελέτης ότι  «Στην περιοχή δεν καταγράφονται γαίες υψηλής παραγωγικότητας ή κάποιες σημαντικές εγκαταστάσεις και χρήσεις του πρωτογενούς τομέα..» (σελ.172).

Είναι αξιοσημείωτο ό,τι, πλέον, οι παραπάνω δραστηριότητες, όπως προαναφέρθηκε, ασκούνται από συμπολίτες μας νέων ηλικιών, κάτι που μακροπρόθεσμα κρατά ζωντανό το μέλλον των τοπικών κοινωνιών. Αυτού του είδους τις κοινωνικές και οικονομικές παραμέτρους η ΜΠΕ είτε τις αγνοεί, είτε τις υποβαθμίζει σκόπιμα, παρότι είναι τόσο κρίσιμες.

11.5.2022

ΔΙΚΤΥΟ ΒΟΙΩΤΩΝ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ «ΠΑΡΟΞΥΣΜΟ»


Σχετικά