Η Παναγιά λουνότανε μέσ’ σ’ αργυρό λεγένι
άγγελος απ’ τον ουρανό ανεβοκατεβαίνει.
«Εσύ μανούλαμ’ λούγεσαι μέσ’ σ’ αργυρό λεγένι
τον γιο σου τον επιάσανε οι άνομοι κακούργοι
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι
σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Χαλκιά τα μαγαζιά εκεί τον τυραγνάνε.
Χαλκιά, Χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια.
Κι κείνος ο κακόψυχος βαράει και κάνει πέντε
Εσύ Χαλκιά που τάφκιασες πρέπει να μας διδάξεις:
Τα δυο θα μπουν στα χέρια του, τάλλα τα δυο στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό θανέμπει στην καρδιά του
να στάξει αίμα και νερό μέσ’ απ’ τα σωθικά του».
Η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη.
Νερό σταμνί τη ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να την έρθει ο λογισμός για να την έρθει ο νους της
Κι όταν την ήρθε ο λογισμός κι όταν την ήρθε ο νους της
ζητεί μαχαίρι να σφαγεί γκρεμό για να γκρεμίσει
ζητεί φωτιά για να καεί για το μονογενή της.
Άγγελος απ’ τον ουρανό γλυκά την ομιλάει
«Εσύ μητέραμ’ σαν καείς καίγετ’ ο κόσμος όλος
Εσύ μητέραμ’ σαν σφαγείς σφάζεται ο κόσμος όλος».
(Η Παναγιά πάει τον γυρεύει στον Χαλκιά και πάει στο σπίτι του Πιλάτου)
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει
κοιτάει και δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη
«Αχ Ιωάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου
μην είδατε το γιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει στόμα να στο πει, μιλιά να στο μιλήσει
ποιος έχει χεροκάλαμο διά να σε τον δείξει;
Βλέπεις εκείνον τον γδυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου».
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε γλυκά του ομιλάει
«Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;»
«Τι να σου πω μητέρα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Μόνον το μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι
που θα σημαίνουν οι εκκλησιές, θα ψέλνουν οι παπάδες
τότε και συ μητέρα μου νάχεις χαρές μεγάλες.
Βάλε κρασί μέσ’ στο γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
να τόβρει η μάνα απ’ το παιδί και το παιδί απ’ τη μάνα
Να τόβρει και τ’ αντρόγυνο το πολυαγαπημένο».
(Και επιλέγει:)
«Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος το καλαφουγκρασθεί παράδεισο θα λάβει
Παράδεισο και λίβανο πάντα η ψυχή του θάχει.
Βοήθειά μας».
*Δημοτικό τραγούδι της γιαγιάς Μαριγώς της Παλιούραινας, της Μικρασιάτισσας. Μαρτυρία Ματθαίου Μουντέ από την Ουρανούπολη Χαλκιδικής, 1972 (πηγή: «Το Βήμα», 27 Απριλίου 1986).
Ο χιακής καταγωγής Ματθαίος Μουντές (1935-2000) ήταν αξιόλογος εκπαιδευτικός, λογοτέχνης και ραδιοφωνικός παραγωγός.