Η πραγματική της ζωή ενσάρκωνε όλο το δράμα των ηρωίδων που υποδύθηκε στο θέατρο και στο σελιλόιντ
Η «Δεσποινίς Μαργαρίτα», η «Ίρμα η γλυκιά», η Μαρίνα από «Το κορίτσι με τα μαύρα», η Αλίκη από την «Κάλπικη λίρα», η Σάρα από τα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού». Η αεικίνητη αιθέρια φιγούρα της σαν αερικό, η φωνή με την ολόδική της εκφορά του λόγου, με τα σύμφωνα που τόσο την κατηγόρησαν για την άρθρωσή της όσοι έψαχναν ψεγάδι σε μια από τις πιο ταλαντούχες ηθοποιούς όλων των εποχών. Η Έλλη Λαμπέτη.
Μια παρουσία με ειδικό βάρος και εκτόπισμα πάνω στο θεατρικό σανίδι. Όσοι την είδαν να παίζει πάνω στη σκηνή, δεν την ξέχασαν ποτέ. Τι ειρωνεία, η πραγματική της ζωή ενσάρκωνε όλο το δράμα των ηρωίδων που υποδύθηκε στο θέατρο και στο σελιλόιντ.
Πέρασαν πια 40 χρόνια από τότε που άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, νεότατη, μόλις στα 57 της χρόνια, χτυπημένη από τον καρκίνο που τόσο πάλεψε, τη νόσο που στέρησε τη ζωή και από τις τρεις αδερφές της.
Το στίγμα της μένει ανεξίτηλο για πάντα στην υποκριτική τέχνη τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Τα ντοκουμέντα που σώζονται από την καλλιτεχνική της πορεία, αποπνέουν κάτι από την αύρα της προσωπικής της γοητείας.
Όλα αποτυπωμένα κυρίως στη φωνή της, αλλά και στον τρόπο που κινούνταν: οι δοκιμασίες που τη σημάδεψαν σωματικά και ψυχικά, οι αντιφάσεις της, η τεράστια δόξα και αναγνώριση, οι έρωτες, οι αγάπες της, ο πόνος και το προδιαγεγραμμένο τέλος.
Η καταγωγή και τα πρώιμα χρόνια
Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής τις 12 Απριλίου του 1922, ως Έλλη Λούκου που ήταν το πραγματικό της όνομα. Το καλλιτεχνικό όνομα που υιοθέτησε κι ήταν πλέον αδιαχώριστο στα μάτια του κοινού, ήταν από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, «Αστραπόγιαννος», «Βαριά σπαράζει, φοβερή στο χέρι του Λαμπέτη η κάρα τ’ Αστραπόγιαννου», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο στίχος που την ενέπνευσε.
Ο πατέρας της, Κώστας Λούκος είχε ταβέρνα στα Βίλια και η μητέρα της ήταν η Αναστασία Σταμάτη. Είχε τέσσερις αδερφές, καθώς και τον δίδυμο λατρεμένο της αδελφό, που τον έχασε από φυματίωση το 1941.
Το καμαρίνι της Έλλης Λαμπέτη
Στα Βίλια Αττικής μεγάλωσε σε ένα λαϊκό κι αγαπημένο σπιτικό η Έλλη. Ο πατέρας της το 1928 έγινε ξυλέμπορος και μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Η οδύνη και ο πόνος άρχισαν να τη σημαδεύουν από την αρχή, καθώς όταν ήταν να γεννηθεί, αφού ο μαιευτήρας έβγαλε τον δίδυμο αδερφό της από την κοιλιά της μάνας της, τον μετέπειτα πολυαγαπημένο της Τάκη, είπε ότι το καχεκτικό αυτό κοριτσάκι θα πέθαινε. Κάτι που ευτυχώς δεν επιβεβαιώθηκε από τη δύναμη ζωής της ίδιας, αλλά και της μητέρας της.
Το θέατρο
Μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς όλων των εποχών, παραλίγο σ’ αυτή τη χώρα να μην ανθίσει ποτέ, καθώς το 1941, η Έλλη Λαμπέτη απορρίφθηκε τόσο από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου όσο και από τη Σχολή της Κοτοπούλη.
Η τεράστια επίσης θεατρίνα, Μαρίκα Κοτοπούλη ευτυχώς θα αναγνώριζε το λάθος της παρακάτω, αφού προηγουμένως είχε σχολιάσει στον θείο της Λαμπέτη, Σπύρο Μελά, ότι «δεν χάθηκε ο κόσμος για μια κομπάρσα παραπάνω» και θα τη δεχόταν στη σχολή της.
Μόλις βέβαια την άκουσε στην «Αντιγόνη» στις πρώτες φράσεις, την «υποδέχθηκε» στο θεατρικό της μέλλον και της άνοιξε την πόρτα σ’ αυτό με τον δικό της ιδιότυπο τρόπο, επιβραβεύοντάς την με ένα «μπράβο, πουλάκι μου».
Στις εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου, εκεί θα άρχιζε τρόπον τινά και η κόντρα της με τον θυελλώδη νεαρό πρωταγωνιστή, τον ζεν πρεμιέ της εποχής, Δημήτρη Χορν, καθώς εκείνος τότε την είχε απορρίψει ως ηθοποιό υποστηρίζοντας ότι «δεν τα λέει», πάνω στο θεατρικό σανίδι.
Ένα παθιασμένο πλάσμα
Με τέτοια φλόγα μέσα της η Έλλη Λαμπέτη, δεν θα μπορούσε να μην αφήσει να στιγματίσουν και να «οδηγήσουν» τη ζωή της οι έρωτές της. Για δεύτερη φορά, παραλίγο η υποκριτική της καριέρα να μην συνεχιστεί, καθώς τα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα την πήγαν σε άλλα μονοπάτια.
Ερωτεύτηκε τρελά έναν έλληνα διανοούμενο που ζούσε στο Παρίσι, με οικονομική επιφάνεια, και παρασυρμένη από το αίσθημά της τα παράτησε όλα για να είναι μαζί του. Ο παράγοντας όμως της «ψημένης» γυναίκας από το θέατρο και τη ζωή και όλων των ειδών τα πάθη, της Μαρίκας Κοτοπούλη, την επανέφερε στον δρόμο της.
Δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη η Λαμπέτη από τον άλλον ωραίο, γοητευτικό και ευγενή «πρίγκηπα» του ελληνικού θεάτρου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, όταν τον γνώρισε το 1949. Ένα ειδύλλιο που δεν άντεξε στις πιέσεις της ενδο-θεατρικής τους αντιζηλίας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους έληξε άδοξα τον παθιασμένο τους έρωτα.
Και την επόμενη χρονιά, εξίσου αστραπιαία, η λαμπερή πρωταγωνίστρια που έφερε πια μια άλλη ποιότητα κι ένα άλλο ήθος στα θεατρικά δρώμενα της χώρας, παντρεύτηκε τον Μάριο Πλωρίτη. Ένας γάμος που δεν κράτησε πάνω από μια τριετία κι αυτός.
Θρυλικό ζευγάρι και στη ζωή και στην τέχνη με τον Δημήτρη Χορν
Μπορεί να την απέρριψε στις εξετάσεις του Εθνικού ο Χορν, μετά όμως από μια σχεδόν δεκαετία είναι αυτός που θα συνεργαστεί μαζί της και θα συγκροτήσει θίασο με την ίδια, μαζί και με τον Γιώργο Παππά, τότε το 1952. Θα ανεβάσουν μαζί σπουδαίες παραστάσεις, όπως «Νόρα – το σπίτι της κούκλας», «Γαλάζιο φεγγάρι», «Ο άνθρωπος με την ομπρέλα» και μόλις χωρίζει με τον Πλωρίτη, η Λαμπέτη θα εμπλακεί σε έναν παράφορο και θυελλώδη έρωτα με τον Δημήτρη Χορν.
Η ερωτική τους ένταση θα αποτυπωθεί και στο κινηματογραφικό πανί, και θα την εισπράττουν για πάντα οι θεατές στην οθόνη. Είναι χαρακτηριστικές οι ιστορίες που αφηγήθηκε ο Μιχάλης Κακογιάννης –παντοτινά ερωτευμένος μαζί της, κάτι που δεν της ομολόγησε ποτέ- ως σκηνοθέτης και των δύο στην ταινία του «Το κορίτσι με τα μαύρα» για το πάθος που μοιράζονταν οι δυο τους και την επίπτωσή του φυσικά στα γυρίσματα της ταινίας.
Αξέχαστες είναι οι ερμηνείες τους και στην κλασική και τόσο αγαπημένη ελληνική ταινία στο κοινό, του Γιώργου Τζαβέλλα, «Η κάλπικη λίρα». Αλλά κι αυτή η μεγάλη αγάπη θα λήξει το 1959.
Με τον Μιχάλη Κακογιάννη ως σκηνοθέτη όμως, θα βρεθεί η Έλλη Λαμπέτη με «Το τελευταίο ψέμα» υποψήφια για την καλύτερη ξένη ηθοποιό στα βραβεία BAFTA.
Ο καρκίνος, η υιοθεσία και η «αυλαία»
Μετά τον Χορν, η ηθοποιός γνωρίστηκε με τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν, τον παντρεύτηκε, αλλά χώρισε και μ’ αυτόν το 1976. Ο καρκίνος που θα έδινε πρόωρο τέλος στη ζωή της το 1983, την ταλαιπώρησε από το 1969.
Έκανε ολική μαστεκτομή στις ΗΠΑ και όταν επανεμφανίστηκε ο καρκίνος το 1980, οι χημειοθεραπείες και οι ακτινοβολίες κατέστρεψαν τις φωνητικές της χορδές, αλλά και διέλυσαν το σώμα της.
Ήταν τέτοιο όμως το πάθος της που έπαιζε στο θέατρο «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού», χωρίς φωνή, το 1981, την κωφάλαλη Σάρα.
Εκείνο που στιγμάτισε όμως τη ζωή της ήταν η υπόθεση υιοθεσίας της μικρής Ελίζας, από κοινού με τον Γουέικμαν. Τότε ένα ζευγάρι συνεργατών της απέκτησε εκτός γάμου ένα παιδί, το οποίο εκείνη πήρε και μεγάλωσε για πέντε χρόνια, αγάπησε τη μικρή πολύ και δεν άντεξε όταν οι φυσικοί της γονείς παντρεύτηκαν παρακάτω τελικά και διεκδίκησαν και πήρα πίσω το παιδί.
Αυτό ήταν ένα δράμα άλλωστε που παίχτηκε στα δικαστήρια, στον Τύπο της εποχής και την πλήγωσε ανεπανόρθωτα, ιδίως μετά την «απαγωγή» του παιδιού από τη φυσική του οικογένεια.
Έπεσε η «αυλαία» της ζωής της τόσο ταλαντούχας και ορμητικής αυτής πρωταγωνίστριας στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, σε νοσοκομείο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1983 κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Έμεινε για πάντα όμως στις καρδιές των θεατών ως μια μεγάλη όχι μόνο της τέχνης, αλλά και της ζωής.