Δυο πρώην κορυφαία στελέχη σουηδικής πετρελαϊκής εταιρείας προσάγονται σήμερα σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου της Στοκχόλμης, το οποίο θα τους δικάσει για συνέργεια σε εγκλήματα πολέμου του καθεστώτος του σουδανού δικτάτορα Όμαρ ελ Μπασίρ μεταξύ του 1999 και του 2003.
Η δίκη αυτή, η οποία θα αρχίσει έπειτα από δέκα και πλέον χρόνια έρευνας, προβλέπεται πως θα είναι η πιο μακρά στην ιστορία της Σουηδίας. Οι τελικές αγορεύσεις δεν αναμένονται παρά τον Φεβρουάριο του 2026.
Ο Σουηδός Ίαν Λουντίν, γενικός διευθυντής (1998-2002) της Lundin Oil, και ο Ελβετός Άλεξ Σνάιτερ, την εποχή αντιπρόεδρος της εταιρείας αρμόδιος για τη επιχειρησιακή λειτουργία της, κατηγορούνται για «συνέργεια σε εγκλήματα πολέμου».
Μετά την ανακάλυψη πετρελαίου από τη Lundin το 1999 στο «οικόπεδο 5Α», το κοίτασμα μετατράπηκε σε αντικείμενο μαχών ανάμεσα στον στρατό και παραστρατιωτικούς προσκείμενους στο καθεστώς του Μπασίρ στο Χαρτούμ, και οργανώσεις ανταρτών σε αυτό που είναι σήμερα το Νότιο Σουδάν.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δυο πρώην επικεφαλής της εταιρείας είναι συνεργοί σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας επειδή είχαν ζητήσει από την τότε κυβέρνηση του Σουδάν να εγγυηθεί την ασφάλεια του κοιτάσματος, εν γνώσει τους πως αυτό συνεπαγόταν τη «χρήση βίας από τον στρατό».
«Υπέβαλαν το αίτημα αυτό με πλήρη γνώση, ή a minima αδιαφορώντας, για το γεγονός πως ο στρατός και οι παραστρατιωτικοί διεξήγαγαν πόλεμο παραβιάζοντας το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο», εξήγησε ο γενικός εισαγγελέας Κρίστερ Πέτερσον σε ανακοίνωσή του.
Ο σουδανικός στρατός μαζί με τους συμμάχους του επιδόθηκαν «σε στρατιωτικές επιχειρήσεις για να πάρουν τον έλεγχο της περιοχής και να δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες προκειμένου να υπάρξει εκμετάλλευση του κοιτάσματος από τη Lundin Oil», πάντα σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που είχε αποκαλυφθεί το 2021.
«Η έρευνα δείχνει ότι ο στρατός και οι παραστρατιωτικοί σύμμαχοί του εξαπέλυαν συστηματικά επιθέσεις εναντίον αμάχων ή επιθέσεις χωρίς καμιά διάκριση», ανέφερε ο εισαγγελέας Χένρικ Άτορπς στο κείμενο.
Οι επιθέσεις αυτές συμπεριλάμβαναν από «αεροπορικούς βομβαρδισμούς ως πυρά εναντίον αμάχων από ελικόπτερα, απαγωγές, λεηλασίες, πυρπολήσεις χωριών και σοδειών».
Οι δυο κατηγορούμενοι είναι αντιμέτωποι, εάν κριθούν ένοχοι, ως και με ποινή ισόβιας κάθειρξης.
Οι εισαγγελείς είχαν ήδη καταστήσει σαφές πως θα απαιτήσουν να τους απαγορευτεί να διευθύνουν επιχειρήσεις για δέκα χρόνια.
Ζήτησαν επίσης να κατασχεθεί χρηματικό ποσό που ανέρχεται σε 2,4 δισεκ. κορόνες (200 εκατ. ευρώ) από την Orron Energy –η σημερινή ονομασία της Lundin Oil–, δηλαδή όσα εισέπραξε όταν πούλησε τους πόρους της στο Σουδάν το 2003.
Έρευνα – ποταμός
Η παραγωγή στο κοίτασμα δεν άρχισε παρά το 2006, αφού είχε εγκαταλείψει πια τη χώρα η Lundin. Πλέον, μετά την ανεξαρτησία του το 2011, το κοίτασμα βρίσκεται στο έδαφος του Νότιου Σουδάν.
Η έρευνα για την πολύκροτη υπόθεση άρχισε το 2010 και ο φάκελος που προέκυψε έχει έκταση που φθάνει τις 80.000 σελίδες και συμπεριλαμβάνει τις καταθέσεις 150 προσώπων, σύμφωνα με τις σουηδικές διωκτικές αρχές.
Οι εναγόμενοι αρνούνται πως έκαναν οτιδήποτε παράνομο και η υπεράσπισή τους διατείνεται ότι η έρευνα δεν τεκμηριώνει τα συμπεράσματα των εισαγγελέων.
«Θεωρούμε πως τα δυο χρόνια που θα αφιερωθούν σε αυτή τη δίκη θα αποτελέσουν τεράστια σπατάλη χρόνου και πόρων», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Τόργκνι Βέτερμπεργκ, συνήγορος του Ίαν Λουντίν.
Η Lundin Oil είχε απορρίψει τις κατηγορίες, επιμένοντας το 2021 ότι δεν παρουσιάστηκε «καμία απόδειξη» πως τα ηγετικά της στελέχη ενέχονταν σε εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Σουδάν.
Δυνάμει της αρχής της εξωεδαφικότητας (σ.σ. ετεροδικίας), η δικαιοσύνη στη Σουηδία μπορεί να αναλαμβάνει υποθέσεις εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί σε τρίτα κράτη. Χρειάστηκε ωστόσο κυβερνητική έγκριση το 2018 για να διενεργηθεί έρευνα και να ασκηθεί δίωξη σε βάρος αλλοδαπού.
Το 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε προσφυγή του Άλεξ Σνάιτερ εναντίον της αρχής της εξωεδαφικότητας. Ο κ. Σνάιτερ επιχειρηματολογούσε πως δεν μπορούσε να διωχθεί στη χώρα δυνάμει της οικουμενικής δικαιοδοσίας της δικαιοσύνης για εγκλήματα πολέμου, καθώς δεν ήταν ούτε κάτοικος ούτε υπήκοος της Σουηδίας.
«Κάποια μορφή σχέσης με τη Σουηδία» ήταν πράγματι απαραίτητη για την άσκηση δίωξης, είχε αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως οι «αρκούσαν» οι δεσμοί του κ. Σνάιτερ με τη χώρα «σε άλλους τομείς».
Ο Όμαρ ελ Μπασίρ καταζητείται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Νταρφούρ. Αρνείται τις κατηγορίες.