Γιαννούλης Χαλεπάς: σμίλεψε την ψυχή του στο μάρμαρο και μας παρέδωσε αριστουργήματα μιας ζωής κατατρεγμένης

Ο Γιανούλης Χαλεπάς θεωρείται από πολλούς – και είναι – ο σπουδαιότερος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας: σμίλεψε την ψυχή του στο μάρμαρο και μας παρέδωσε το αριστούργημα μιας ζωής κατατρεγμένης!

Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 15 Σεπτεμβρίου του 1938 όταν ο χαρισματικός καλλιτέχνης – ο σπουδαιότερος γλύπτης ίσως της νεότερης Ελλάδας – Γιαννούλης Χαλεπάς άφησε την τελευταία του πνοή· ήταν 87 χρονών.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είχε γεννηθεί το 1851 στον θρυλικό τόπο των μαρμαροτεχνητών της Τήνου, τον Πύργο από οικογένεια μαρμαρογλυπτών και από ιδιαίτερα μικρή ηλικία έδειξε ότι διέθετε ένα σπάνιο ταλέντο.

«Ο μικρός Γιαννούλης Χαλεπάς ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά του Πύργου στο ότι έπαιζε τα μαρμαρογλυφικά παιχνίδια του με περισσότερο πάθος και σοβαρότητα απ’ όσο εκείνα, στο ότι πρώτευε πάντα ανάμεσά τους και στο ότι κατέβαλε μεγαλύτερη προσοχή να μοιάσει στους μεγάλους τεχνίτες του χωριού», γράφει ο συγγραφέας της βιογραφίας του μεγάλου γλύπτη, Χρήστος Σαμουηλίδης.
Η Μήδεια του Χαλεπά…

Η μητέρα του Χαλεπά δεν ήθελε να τον κάνει σαν τους άλλους στον πύργο, είχε άλλα όνειρα για το παιδί της. Εκείνη την εποχή η τέχνη του μαρμάρου σήμαινε κούραση. Η μάνα του από νωρίς προσπαθούσε να ανακόψει με τη βία την κλίση του γιου της για τη γλυπτική. Λέγεται ότι τον ξυλοκοπούσε όταν τον έβρισκε στο εργαστήρι του πατέρα του, όπου παρακολουθούσε τη δουλειά του. Ο Ο Γιαννούλης θα υποταχθεί στη βούληση των γονιών του, για λίγο όμως· θα παρακολουθήσει μαθήματα στην Εμπορική Σχολή Ερμουπόλεως στη Σύρο, αλλά η μέτρια απόδοσή του θα τον φέρει να εργαστεί ως υπάλληλος στο εμπορικό κατάστημα φίλου της οικογένειας. Κάποια στιγμή ο Γιαννούλης θα αντιδράσει και θα ζητήσει από τους γονείς του να σπουδάσει αυτό που αγαπάει, γλυπτική.

Αρχικά, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας για να συνεχίσει στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου βρέθηκε με υποτροφία του Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου. Ο πατέρας του θα διακόψει την υποτροφία, κάτι που θα πληγώσει βαθιά τον Γιαννούλη. Λέγεται ότι το Ιερό Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου ήταν εκείνο που διέκοψε την υποτροφία. Αποπειράται να αυτοκτονήσει. Είναι τα πρώτα συμπτώματα της διαταραχής του.

Ο Χαλεπάς επισκέπτεται την Ωραία Κοιμωμένη του το 1930, οκτώ χρόνια πριν από τον θάνατό του
Ο Χαλεπάς επισκέπτεται την Ωραία Κοιμωμένη του το 1930, οκτώ χρόνια πριν από τον θάνατό του

Ο Χαλεπάς από την αρχή παρουσίαζε μια ασυνήθιστη ωριμότητα, γεγονός που μαρτυρούν τα τρία μνημειακά έργα από την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του: η «Φιλοστοργία», ο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» και η θρυλική «Κοιμωμένη».

Δούλεψε πάνω στην «Κοιμωμένη» αρκετό καιρό και – όπως λένε – η ευαίσθητη φύση του διαταράχτηκε από το γεγονός ότι πέθανε από φυματίωση μια πανέμορφη κοπέλα 17 χρονών, η Σοφια Αφεντάκη. Το κορίτσι είχε πεθάνει 4 χρόνια πριν. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστήριζαν ότι ο Χαλεπάς είχε ερωτευτεί… το μοντέλο του. Τίποτα από αυτά δεν ίσχυε. Η ουσία είναι ότι ο γλύπτης αρχίζει και παρουσιάζει βαριές ψυχικές διαταραχές.

Οι γονείς του τον στέλνουν στην Ιταλία πιστεύοντας ότι θα ωφεληθεί, όμως η κατάστασή του δεν αλλάζει· τον κλείνουν στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας όπου θα ζήσει εφιαλτικά τα επόμενα 13 χρόνια καθώς οι γιατροί αποφαίνονται ότι για την ψύχωσή του φταίει η γλυπτική και του απαγορεύουν οιαδήποτε επαφή με την τέχνη του.

Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1900, η μητέρα του τον φέρνει πίσω στην Τήνο, όπου ως το δικό της θάνατό, το 1916, ζει απομονωμένος ή κάνοντας βόλτες στα γύρω υψώματα. Ο Γιαννούλης βόσκει πρόβατα στα βουνά και τον αντιμετωπίζουν σαν τον «τρελό του χωριού». Η μητέρα του, που είχε συνδέσει την τρέλα με την τέχνη του, όχι μόνο τον εμπόδιζε να δημιουργεί, αλλά και ό,τι δημιουργούσε κρυφά του το κατέστρεφε!

Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα. Έργο του 1877
Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα. Έργο του 1877

Ούτε δάκρυ για τον χαμό της μητέρας του

Όλοι σχεδόν οι μελετητές του βίου του Χαλεπά συγκλίνουν στο γεγονός πως η μητέρα του αφάνιζε επιμελώς οποιοδήποτε ίχνος της δημιουργίας του παιδιού της. Ο Γιαννούλης επί 14 χρόνια είναι ζωντανός νεκρός, είναι το παιδί για τα θελήματα των χωριανών του, ο στόχος της χλεύης των μικρών και των μεγάλων στον τόπο του, είναι ο «τρελός» του Πύργου. Μέχρι που το 1916 η μάνα του Γιαννούλη πεθαίνει και εκείνος από το ίδιο βράδυ βυθίζεται στην τέχνη του, απελευθερωμένος απ’ τα δεσμά της ζωής του. Όταν πεθαίνει η μητέρα του – λένε – ο Χαλεπάς δεν χύνει ότου ένα δάκρυ, δεν πηγαίνει καν στην κηδεία της και επιστρέφει στην γλυπτική που τον αναγεννά!

Ακολουθεί μια μακρά πορεία επανάκαμψης – από το 1918 έως το 1930 – τόσο στη ζωή, όσο και στην καλλιτεχνική ενασχόληση. Οι επαφές με τον πνευματικό κόσμο της Αθήνας πυκνώνουν και σημαντικοί άνθρωποι από τον χώρο των τεχνών τον επισκέπτονται.
Το 1925 η Ακαδημία Αθηνών διοργανώνει έκθεση των έργων του και το 1927 τον τιμάει με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Λίγο μετά, με τη φροντίδα της ανιψιάς του Ειρήνης Χαλεπά, εγκαθίσταται στο σπίτι της στην Αθήνα. Εκεί θα ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως τον θάνατό του, το 1938, μέσα σε ένα κλίμα καθολικής αναγνώρισης, που όμως δεν τον αγγίζει, καθώς δουλεύει με πάθος, προσπαθώντας να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
«Δεν χαλάει»!

Το 1930 ο Γιαννούλης Χαλεπάς είχε επισκεφτεί στο Α’ Κοιμητήριο της Αθήνας την Ωραία Κοιμωμένη του. Να πως περιγράφει εκείνη την επίσκεψη ο Στρατής Δούκας: «Τα μάτια του μια βούρκωναν, μια γέλαγαν και μια κατσούφιαζαν. Μια ταραχή, μια πάλη γινόταν μέσα του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί. Κάποιος, τότε, του ‘πε: «Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε». Άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: «Δεν χαλάει!»…

Σχετικά