ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ – 15 Οκτωβρίου 1944
Ο θρυλικός καπετάν Νικηφόρος αφηγείται πώς ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Λιβαδειά
«ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» τόμος Γ’
Πριν βραδυάσει πήραμε νέες διαταγές από τη Μεραρχία. Το ένα τάγμα μας να σπεύσει στη Χαλκίδα να ενισχύσει το 7ο Σύνταγμα της Εύβοιας, γιατί το Τάγμα Ασφαλείας εκεί αρνιόταν να συμμορφωθεί προς τις διαταγές της κυβέρνησης και αυθαδίαζε. Είχε μεταδοθεί σ’ όλη την περιοχή μια οργή για τα καμώματά τους αυτά.
Το άλλο τάγμα μας, να συνεχίσει την καταδίωξη των γερμανών φτάνοντας έως του Καρανάσου το Χάνι στον Καλλίδρομο.
Ξεκινήσαμε αμέσως. Επιτάξαμε όσα φορτηγά αυτοκίνητα βρέθηκαν, ξεκινήσαμε και πεζοί. Αφήσαμε μόνο λίγους άντρες της επιμελητείας στη Θήβα. Είχαν να καταγράψουν τις αποθήκες που είχαν παρατήσει φεύγοντας οι γερμανοί – τρόφιμα. Σχεδόν βασίλευε ο ήλιος που ξεκίναγαν τα τάγματα. Ο Παπαζήσης κι εγώ πήγαμε στην καταδίωξη των γερμανών. Ο Ν. Παπασπύρου με το άλλο τάγμα, στη Χαλκίδα. Πήραμε εμείς μαζί μας και το παμπάλαιο αυτοκίνητο της Ελευσίνας που είχαμε επιτάξει η διοίκηση ξεκινώντας από κάτω – ένα ανοιχτό σαραβαλιασμένο επιβατηγό αυτοκίνητο.
Για τη Λειβαδιά λέγανε ότι οι γερμανοί είχαν φύγει. Δεν ήταν όμως εντελώς σίγουρο. Πάντως κάπου εκεί γύρω σέρνονταν. Προχωρούσαμε με ταχύτητα. Ο ουρανός ήταν κατακάθαρος. Ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει. Ο Παρνασσός όλο ζύγωνε κοντά μας, όγκος θεόρατος-βαρύς ίσκιος. Όσο πήγαινε και βράδυαζε. Άρχισαν να λιώνουν μέσα στο μαλακό σίχλιασμα του δειλινού οι πεδιάδες, οι λόφοι, όλα τα χαμηλώματα. Οι ψηλές κορφές λούζονταν ακόμα στα φωτερά ύψη. Παραδινόσουν σε ευτυχισμένους ρεμβασμούς.
Μπρος μας έτρεχαν μακρυά τα φορτηγά αυτοκίνητα, η εμπροσθοφυλακή, γεμάτα αντάρτες. Σιγά-σιγά γίνονταν όλο και πιο μουντά. Οι αντάρτες, όρθιοι όλοι για να χωράνε πιο πολλοί, φαίνονταν ένας σγουρός σωρός απάνω στο καθένα.
Στο τέλος έπεσε η νύχτα, βούλιαξε μέσα στο σκοτάδι και η τελευταία μύτη του Παρνασσού. Κατά τις 11 τη νύχτα φτάσαμε στη Λειβαδιά.
Στην είσοδο της πόλης, στο συνοικισμό, είδαμε τα μαγαζιά ανοιχτά. Φωτισμένα και γεμάτα κόσμο. Ζωηρέψαμε. Μόλις φτάναμε, μια ιαχή συγκλόνισε την ωραία πλατεία. Σα να το περίμενε ο κόσμος όρμησε από παντού απάνω μας. Ο Παπαζήσης σηκώθηκε όρθιος στο ανοιχτό μας αυτοκίνητο.
― Ψυχή βαθειά, συναγωνιστές! Ζήτω η Λευτεριά!
Είχε αρχίσει ένας τρελός πανζουρλισμός. «Ζήτωωω! Ζήτωωω!». Δεν προλαβαίναμε να σφίγγουμε τα χέρια που απλώνονταν δάσος γύρω μας. Έφταναν από κοντά και τ’ άλλα αυτοκίνητα. Δεν έφταναν αυτοκίνητα – ένα βροντερό τραγούδι ήταν το καθένα, σαν ένα κουβάρι λάβα, και πλάκωνε μονομιάς και κυλούσε απάνω μας από την παραπέρα στροφή της δημοσιάς. Και δονιόταν ο αέρας. Λαός αμέτρητος κύκλωνε το κάθε αυτοκίνητο. Οι αντάρτες, άλλοι έσκυβαν να φτάσουν το λαό, άλλοι όρθιοι απάνω στ’ αυτοκίνητα συνεχίζανε να τραγουδάνε.
Μας κατέβασαν κάτω, μας πήραν σηκωτούς στους ώμους και μας πήγαν στα μαγαζιά, άρχισαν τα κεράσματα, οι χοροί, οι προπόσεις.
― Πρέπει να προχωρήσουμε! – φωνάζαμε. ― Έχουμε δουλειά!
― Δε θα σας αργήσουμε! Δε θα σας αργήσουμε!
― Σας περιμέναμε από το δειλινό. Όλη η πολιτεία είχε βγει εδώ. Να! να! Μόλις τώρα διαλύθηκε ο κόσμος.
Έρχονταν μητέρες με μικρά παιδιά στην αγκαλιά. Ο Παπαζήσης δε σταματούσε: «Ψυχή βαθειά! Ψυχή βαθειά!».
― Ψυχή βαθειά, γέροντααα! – απαντούσε ο κόσμος, τόξεραν παντού το σύνθημα.
Μια στιγμή φέρανε μπροστά μου ένα ντροπαλό, λιγοστούλη άνθρωπο. Χαμογελούσε δειλά αυτός, ζητωκραύγαζε ο κόσμος γύρω.
― Τον γνωρίζεις αυτόνε, καπετάνιε; – μου φωνάζουνε.
Τον κύτταξα ξαφνιασμένος. Τούδωσα το χέρι.
― Δεν τον γνωρίζω! – λέω.
― Ο Μίμης είναι! – μου φωνάζουν τότε.
― Ο φύλακας της φυλακής; – τινάχτηκα.
Αυτός κούναγε το κεφάλι, ότι ναι-ναι. Τούσφιξα δυνατώτερα το χέρι.
― Χαίρομαι που σε ξανανταμώνω! – του φώναξα δυνατά.
― Κι εγώ! – είπε κι αυτός και γέμισαν τα μάτια του δάκρυα.
― Με συγχωρείς για την τρομάρα εκείνο το βράδυ! – του ξαναφώναξα.
Έκλαιγε. Κι εγώ είχα δακρύσει. Ο κόσμος γύρω επιφημούσε, φώναζαν πειράγματα στο Μίμη.
― Το ρολόι! – θυμήθηκα ξαφνικά. ― Το έλαβες;
Λάμψανε τα μάτια του.
― Τόλαβα! Τόλαβα!
Άρχισε να χειροκροτεί δαιμονιωδώς ο κόσμος. Πολλοί, δακρυσμένοι κι αυτοί, τέτοιος αγώνας, τέτοιοι δεσμοί των ανθρώπων, τέτοια ανακυκλώματα γεγονότων.
Φτάσανε μερικές κοπέλλες, ανοίγανε ξαναμμένες δρόμο, τις βοηθούσε πρόθυμα το πλήθος. Ήρθαν μπροστά μας με αγκαλιές λουλούδια. Μας τα δίνανε και μας εύχονταν, αλλά δεν ακούγαμε, τι λέγανε (τι χρειαζόταν άλλως τε ν’ ακούσουμε;) όλα ήσαν ένα βουϊτό, και οι κοπέλλες – λίγο σαστισμένες, λίγο ζαλισμένες – μας έδωσαν τα λουλούδια και παραμερίσανε σεμνά σφουγγίζοντας τα μάτια τους.
Κατόπιν προχωρήσαμε για την πόλη. Ο κόσμος ξεκίνησε κοντά μας. Βρήκαμε τους δρόμους έρημους. Αντηχούσε σα σε χάλκινο ηχείο το τραγούδι μας.
Έγινε τότε ένας αλλόκοτος πάταγος, τα παράθυρα που άνοιγαν, βροντώντας, κι ένας αλαλαγμός που άναψε και μεταδινόταν παντού και δυνάμωνε. Άρχισαν να χτυπούν και οι καμπάνες, έβγαινε το πλήθος, γέμιζαν οι δρόμοι. Ώσπου να φτάσουμε στην πλατεία και να ξεπεζέψουμε το πλήθος κατάκλυσε τα πάντα αλαλάζοντας. Να, μπροστά μας οι υπεύθυνοι.
― Αργήσατε! Αργήσατε! – φώναζαν.
Λιβαδειά, 16/10/1944 – Ο λαός της Λιβαδειάς γιορτάζει την απελευθέρωση στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, Μητρόπολη (από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Δ. Στεφάνου «Λιβαδειά – Ταξίδι μνήμης»)
Αγκαλιαστήκαμε με τον Παππού (Κανάκης) που ήταν γραμματέας της οργάνωσης στη Λειβαδιά, παληός αγωνιστής, αγαπητός γελούμενος άνθρωπος. Του λέω φωνάζοντας κι εγώ.
― Θυμάμαι την κουβέντα σου στο Λιβάδι του Παρνασσού την άνοιξη – «άμα στύψει κανείς το μυαλό του, για όλα τα προβλήματα που βάζει η ζωή υπάρχουν λύσεις!».
Γλύκανε κι έλαμψε το πρόσωπό του μόλις του τόπα – έτσι έφεγγε κι αυτός άμα γελούσε.
Φιληθήκαμε και με το Γιάννη το Γαζή. Είμασταν μαζί στον πόλεμο, στο Ντοβά Τεπέ στη Δοϊράνη – λοχίας του ιππικού, αλησμόνητο παλληκάρι. Πάει κι αυτός στον εμφύλιο πόλεμο. Φιληθήκαμε και με τον Παναγή τον Κουρεμένο, είμαστε συμμαθητές στο γυμνάσιο του Δαδιού – τον είχαν αποβάλει από τη Λειβαδιά («στοιχείον αναρχικόν»). Πάει κι αυτός στον εμφύλιο πόλεμο. Ήταν εκεί κι ο Γαλανός, σεμνό, ικανό νέο παιδί. Πάει κι αυτός, τον ντουφέκισαν.
Ανεβήκαμε απάνω, σ’ ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Ελικών». Είχε και τηλέφωνο, να ρωτήσουμε μπροστά τι γίνεται με τους γερμανούς.
Ρωτήσαμε πού να ξεκουραστεί λίγο το τμήμα κι αν έχουν ετοιμάσει κάτι για συσσίτιο. Γέλασαν πειραχτικά «ε, κάτι προβλέψαμε κι εμείς!». Όλα τα είχαν κανονίσει!
Απ’ έξω η πλατεία κουνιόταν στα τραγούδια. Στήθηκαν χοροί. Γέμισαν και οι δρόμοι γύρω. Άρχισαν ν’ ακούονται ρυθμικά συνθήματα.
― Θέλουν και λόγο τώρα! – είπε ο Γαζής.
Βγήκαμε όλοι στο μπαλκόνι, η διοίκηση του Συντάγματος και οι συναγωνιστές της οργάνωσης. Τινάχτηκε τότε από το πλήθος μια μυριόστομη ζητωκραυγή.
Είχε πιάσει δυνατά ο Παππούς με τα δυο του χέρια το σίδερο του μπαλκονιού και περίμενε να πάψει η βουή, κάτι να πει. Άπλωσε τα χέρια του μια στιγμή μπροστά ζητώντας ησυχία, σα ν’ ανασκουμπωνόταν. Ξανάπιασε το σίδερο και τεντώθηκε – σε κουνούσαν οι ιαχές. Τέλος ηχηρή η φωνή του άρχισε να λέει: ― Συναγωνιστές και Συναγωνίστριες! Βρίσκονται πια ανάμεσά μας ελευθερωτές οι τιμημένοι μας αντάρτες του ΕΛΑΣ!
Δε μπόρεσε άλλο. Ο κόσμος από κάτω παραληρούσε. Ήταν ένα ξέφρενο βουϊτό. Καταλάγιασε καμμιά φορά εκείνο το κακό κι ο Παππούς, βραχνιασμένη και σπασμένη πλέον η φωνή του, ξαναλέει:
― Ο καταραμένος ο κατακτητής σέρνει τα τελευταία ράκη των ορδών του από την Πατρίδα μας, στον αγύριστο! Και απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, συντριβόμενος παντού, κατά τα έργα του και κατά τον αδυσώπητο νόμο της Ιστορίας. Συναγωνιστές! Είμαστε ελεύθεροι! Ελεύθεροι!
Ήρθε ύστερα και η σειρά μας, οι αντάρτες. Έγινε σεισμός πραγματικός. Είπαμε ό,τι λόγια φέρνουν τέτοιες ώρες – ζήσαμε σαν απάνω σε κρατήρα ηφαιστείου.
Τελειώσαμε καμμιά φορά με τις ομιλίες, κατεβήκαμε να φάμε. Φέρνανε απ’ όλα ο κόσμος. Είχε ετοιμασία η οργάνωση, φέρνανε κι απ’ τα σπίτια, ψωμί, φαγητά, ταμιζάνες κρασί.
Ακούσαμε μια στιγμή ένα από τα ανώτερα στελέχη του Συντάγματος, ανέβηκε κάπου κι έβαλε μια φωνή:
― Συναγωνιστές! Μιλάω και στους αντάρτες και στους συναγωνιστές της Λειβαδιάς! Για το κρασί. Κανονίστε, με μέτρο! Πριν να φέξει, έχουμε δρόμο και δουλειά ακόμα!
Χαράματα ξεκινήσαμε. Διώξαμε μπροστά ένα αυτοκίνητο με μια-δυο μοτοσυκλέττες και ακολουθήσαμε κατόπιν κι εμείς.
Περάσαμε τη Μπράμαγα, τη Χαιρώνεια, το σταθμό της Δαύλειας και βγήκαμε στο άλλο άνοιγμα του κάμπου – ίσια μπροστά στο Κηφισσοχώρι.
Προχωρούσαμε ομαλά. Έτρεχε από παντού ο κόσμος στο πέρασμά μας, ζητωκραύγαζαν, κούναγαν μαντήλια, χέρια. Στα χωριά, εμείς περνούσαμε κι ο κόσμος αιφνιδιασμένος σάστιζε. Ώσπου να συνέλθει, άλλο αυτοκίνητο από πίσω και γινόταν πανηγύρι.
Στην Αγία Παρασκευή μάς λένε, ότι από το Κηφισσοχώρι οι γερμανοί είχανε φύγει. Για το Δαδί όμως δεν ξέρανε.
― Α-χά! – είπαμε – τους προλαβαίνουμε!
― Θα σας πουν πιο θετικά στο Κηφισσοχώρι! – τρέχανε κοντά φωνάζοντας άντρες και γυναίκες.
Στο Κηφισσοχώρι όλη η οργάνωση στο πόδι και όλο το χωριό στον κεντρικό δρόμο. Η εμπροσθοφυλακή μας είχε προσπεράσει και της είχαν συστήσει να προσέχει. Μας τόπαν κι εμάς.
― Μάλλον φύγανε από το Δαδί, αλλά είναι ακόμα στον κάμπο προς τα πάνω. Νάχετε το νου σας! Κάπου χτυπήθηκε μαζί τους κι ο Λοκρός.
Ούτε εδώ ξέρανε περισσότερα.
Βλέπαμε τον κόσμο, είχαν όλοι τους ένα ξάφνιασμα περίεργο. Σα να τους φαινόταν ψέμα ακόμα, ότι φεύγαν στον αγύριστο οι δήμιοι. Προσπεράσαμε κι εμείς. Σα να μπήκαμε απότομα σ’ άλλο αέρα πέρα από το χωριό. Νόμιζες ότι, να, θα τους δούμε κάπου παραμπρός, σκιές ύπουλες και δολοφονικές. Ο αέρας κρατούσε ακόμα το μισητό σχήμα τους, τη σιχαμερή μυρουδιά τους, τη μάταιη κτηνωδία τους.
Φτάσαμε πριν απ’ το Δαδί, στην ισόπεδη διάβαση της γραμμής. Στάθηκαν αραιωμένα τ’ αυτοκίνητα και βγήκαμε παραπάνω η διοίκηση να παρατηρήσουμε μπροστά. Ήταν πια η ώρα 10 το πρωί. Δε φαινόταν τίποτα ως την άλλη άκρη του κάμπου προς το Παληοχώρι.
Γύριζε απ’ το Δαδί και μία από τις μοτοσυκλέττες μας.
― Είναι φόβος να μας καπνίσουν καμμιά κανονιά! – είπε ο συναγωνιστής. ― Φαίνονται ακόμα στο Παληοχώρι!
Μας είπε κι αυτός, ότι ο Λοκρός κι ο Καραλίβανος, τους έδωσαν ένα βρόντο στα Απάνω Καλύβια. Ότι στο Παληοχώρι έχουν στημένα κανόνια και ρίχνουν όπου δουν κίνηση.
Μας είπε και για το Δαδί, τι πανζουρλισμός γινόταν. Κι ότι μάθανε που φτάνουμε.
Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε. Σα μάταια όμως παιδευόμασταν έτσι. Και να τους φτάναμε από πίσω, μπορούσαν να μας κρατούν σε απόσταση. Έπρεπε κάποιος να τους κόψει κάπου το δρόμο και να τους πέσουμε κι εμείς από κοντά. Κρίμα... κρίμα που μας πρόλαβαν έτσι ανέτοιμους τα γεγονότα.
Είπαμε να περνάμε απάνω ένα-ένα τα αυτοκίνητα. Δε συνέβη τίποτα. Πριν από το Δαδί ξανασυγκεντρωθήκαμε και μπήκαμε όλη η φάλαγγα μαζί στη μικρή πόλη. Μερικά αυτοκίνητα ξεφόρτωσαν στην κάτω πλατεία. Τ’ άλλα ανέβηκαν στην απάνω, μουγγρίζοντας οι μηχανές τους, οι αντάρτες τραγουδώντας κι ο κόσμος παραληρώντας από τον ενθουσιασμό.
Από το Δαδί δεν ήταν να συνεχίσουμε αμέσως, έπρεπε ν’ αρχίσει να βραδυάζει, νάχουμε κάλυψη. Είναι το μέρος τέτοιο.
Έβαλαν να ετοιμάζουν για συσσίτιο. Έφτανε και το τάγμα του Λοκρού. Χρειαζόμασταν και βενζίνα. «Όλα θα γίνουν!» έλεγαν οι συναγωνιστές.
Ζούσε όμως και μια δυστυχία το Δαδί αυτές τις ώρες, σα να ήταν μια πληγή που πονούσε όλο το χωριό. Το προηγούμενο βράδυ, είχανε επισημάνει γερμανοί και μαύροι όσα σπίτια είχαν όμορφες κοπέλλες και με το σκοτάδι έμπαιναν, αναίσχυντοι. Λευτεριά τραυματισμένη ζούσε το Δαδί, το ηρωικό Δαδί.