Πώς ξεκίνησε η μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη – Το Σιωνιστικό Κίνημα στην Ευρώπη και η μαζική εγκατάσταση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – Η «Λευκή Βίβλος» του 1939 και πώς άναψε φωτιές στην περιοχή
Η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, η αντίδραση που προκάλεσε και όλα όσα φαίνεται, δυστυχώς, ότι θα ακολουθήσουν, έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το Μεσανατολικό, τη διένεξη δηλαδή μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών και ιδιαίτερα το Παλαιστινιακό ζήτημα.
Δεν πρόκειται βέβαια για μία πρόσφατη διαμάχη, αλλά για διένεξη που χρονολογείται τουλάχιστον από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και οι ρίζες της είναι παλαιότερες και βαθύτερες. Κατά μία φοβερή σύμπτωση (ή επαναλαμβανόμενη συγκυρία…) εμπλέκεται, στα αρχικά στάδια τουλάχιστον, αυτής της διαμάχης η Μεγάλη Βρετανία. Θα δούμε στη συνέχεια πώς ξεκίνησε το Μεσανατολικό, γνωστό διεθνώς ως Middle East Question ή Middle East Problem και πώς εξελίχθηκε ως την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1948.
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην Παλαιστίνη
Η Παλαιστίνη (Palestine) είναι περιοχή της ανατολικής Μεσογείου που περιλαμβάνει τμήματα του σημερινού Ισραήλ και της Ιορδανίας. Η σημερινή Παλαιστίνη εκτείνεται από τη Μεσόγειο (δυτικά) ως τον ποταμό Ιορδάνη (ανατολικά) και από τα σύνορα του Ισραήλ με τον Λίβανο (βόρεια) ως τη Γάζα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα τα εδάφη της Παλαιστίνης αποτελούν αντικείμενο διεκδικήσεων και αιτία συγκρούσεων ανάμεσα στα εθνικά κινήματα των Αράβων και των Εβραίων. Κατά τους βιβλικούς χρόνους στην περιοχή υπήρχαν τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα.
Τα εδάφη της Παλαιστίνης θεωρούνται ιερά στην ιουδαϊκή, τη χριστιανική και τη μουσουλμανική θρησκεία, σε διαφορετικό όμως βαθμό για καθεμία. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση η «Γη του Ισραήλ» ήταν ανέκαθεν η Γη της Επαγγελίας και η έδρα του εθνικού κράτους των Εβραίων. Για τον Χριστιανισμό είναι ο χώρος όπου έζησαν και δίδαξαν ο Ιησούς Χριστός και οι Απόστολοι και ορισμένα μέρη της Παλαιστίνης είναι ιερά (Άγιοι Τόποι), ενώ και για το Ισλάμ ιερές είναι συγκεκριμένες τοποθεσίες που συνδέονται με τον προφήτη Μωάμεθ. Τα όρια της Παλαιστίνης, που κατοικήθηκε από τους πρώτους προϊστορικούς χρόνους μεταβλήθηκαν αρκετές φορές στο παρελθόν.
Η Παλαιστίνη βρέθηκε υπό την κατοχή όλων σχεδών των δυνάμεων που κυριάρχησαν στον χώρο της Εγγύς Ανατολής: Αίγυπτος, Ασσυρία, Βαβυλωνία, Περσία, τις αυτοκρατορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του (Πτολεμαίων και Σελευκιδών), Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ομεϋάδες, Αμπασίδες, Φατιμίδες, σταυροφόροι, Αγιουμπίδες, Μαμελούκοι και Οθωμανοί (από το φθινόπωρο του 1517 ως το 1917), ήταν αυτοί που την κατείχαν.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη διακυβέρνησή της Παλαιστίνης ανέλαβε η Μεγάλη Βρετανία μετά από εντολή της κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ), που ενσωμάτωνε τη Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917 (θα δούμε περισσότερες λεπτομέρειες γι΄ αυτή στη συνέχεια). Το εθνικό αραβοπαλαιστινιακό κίνημα που αναπτύχθηκε στην περιοχή κατά την περίοδο του εβραϊκού εποικισμού (μετά το 1920 και ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948) διατείνεται ότι τα εδάφη αυτά ανήκουν δικαιωματικά στους Άραβες που κατοικούν εκεί από την εποχή της μουσουλμανικής κατάκτησης (7ος αιώνας).
Πώς η Βρετανία έλαβε την εντολή για διακυβέρνηση της Παλαιστίνης;
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι αντιμαχόμενες πλευρές πίστευαν ότι χρειάζονταν την εβραϊκή υποστήριξη.
Το 1914, το Βερολίνο ήταν το σημαντικότερο κέντρο του σιωνιστικού κινήματος. Οι Εβραίοι με τη σημαντικότερη πολιτική καλλιέργεια ζούσαν στις χώρες που απάρτιζαν τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία), τις οποίες και υποστήριξαν. Ως και το 1917 οπότε η Η.Π.Α. μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, οι Αμερικανοεβραίοι τάσσονταν υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων επειδή μισούσαν την τσαρική Ρωσία, από την οποία ορισμένοι μόλις και κατάφεραν να διαφύγουν. Μετά την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος το 1917 η νέα ρωσική κυβέρνηση, την οποία συμπαθούσαν οι περισσότεροι Ρωσοεβραίοι προβληματιζόταν για το αν θα πρέπει να συνεχίσει να παίρνει μέρος στον πόλεμο.
Η Γερμανία επιδίωκε επίσης την εβραϊκή υποστήριξη, αλλά δεν επέτρεπε στον Σιωνισμό να οικειοποιηθεί τους δεσμούς της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που είχε στην κατοχή της την Παλαιστίνη. Η Μ. Βρετανία και η Γαλλία ,από το 1916(συμφωνίες Σάικς-Πικό) φάνηκε ότι εποφθαλμιούσαν την Παλαιστίνη. Η Μεγάλη Βρετανία που αν και είχε σχετικά λίγους Εβραίους υπηκόους μπορούσε να εκφραστεί πιο εμφατικά για τον Σιωνισμό. Κορυφαίος εκπρόσωπός του στη χώρα ήταν ο Χαΐμ Βάισμαν, ένας χημικός που είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στην αρχή του πολέμου, καθώς είχε ανακαλύψει την ακετόνη, μια ουσία που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην κατασκεύη εκρηκτικών.
Ο Βάισμαν έγινε γνωστός στους δημοσιογράφους και στη συνέχεια στους επιφανείς Βρετανούς πολιτικούς. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ τασσόταν υπέρ του Σιωνισμού, ενώ ο Βάισμαν κέρδισε και την υποστήριξη του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών λόρδου Μπάλφουρ, ο οποίος ενημέρωσε τους Βρετανούς Σιωνιστές για την απόφασή του να τους υποστηρίξει, μέσω μιας επιστολής γνωστής ως «Διακήρυξη Μπάλφουρ».
Στην επιστολή αναφέρονταν τα εξής: «Η κυβέρνηση της Μεγαλειότητάς του (ενν. του Βασιλιά Γεωργίου του Ε’) αντιμετωπίζει θετικά την ίδρυση μίας πατρίδας στην Παλαιστίνη για τον εβραϊκό λαό και θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να διευκολύνει την επίτευξη αυτού του στόχου, γίνεται απολύτως κατανοητό ότι καμία πράξη πιθανής υπονόμευσης των δημόσιων και θρησκευτικών δικαιωμάτων των υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης ή των δικαιωμάτων και της πολιτικής θέσης που απολαμβάνουν οι Εβραίοι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, δεν θα συμβεί».
Η Διακήρυξη Μπάλφουρ θεωρείται ως το ιδρυτικό έγγραφο του πολιτικού Σιωνισμού, ωστόσο έχει πολλά λεπτά και αδιευκρίνιστα σημεία. Δεν αναφέρει ότι η Βρετανία θα μετατρέψει την Παλαιστίνη σε ένα εβραϊκό (αμιγώς) κράτος, αλλά ότι θα δημιουργήσει μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη. Υποσχέθηκε τη μη παραβίαση των δημόσιων και θρησκευτικών δικαιωμάτων των «υπαρχουσών μη εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης», αλλά όχι και των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Εβραίοι της Παλαιστίνης ήταν 20.000 και οι αραβόφωνοι 570.000. Μάλιστα, η διεφθαρμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι στους Σιωνιστές, αναγκάζοντας πολλούς Εβραίους που είχαν εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη να επιστρέψουν στις χώρες από τις οποίες προέρχονταν. Ωστόσο, οι ασάφειες της Διακήρυξης Μπάλφουρ σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα των Αράβων της Παλαιστίνης θεωρούνται από αυτούς ως αιτία των προβλημάτων που ταλανίζουν μέχρι σήμερα την περιοχή…
Με την υποστήριξη του σιωνιστικού κινήματος, το 1918 οι Εβραίοι της Παλαιστίνης έφτασαν τους 65.000. Στις 30 Οκτωβρίου 1918 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε την ανακωχή και η Παλαιστίνη καταλήφθηκε από τον βρετανικό στρατό. Η Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού αποφάσισε (Ιανουάριος 1919) να συγκροτηθούν οι αραβικές επαρχίες του Λιβάνου, της Παλαιστίνης και του Ιράκ σε μια ενότητα, η οποία να διοικείται με το σύστημα της Εντολής.
Τον Απρίλιο του 1920 στη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο η Εντολή της Παλαιστίνης ανατέθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών επικύρωσε τον Ιούλιο του 1922 τη βρετανική Εντολή στην Παλαιστίνη και ενσωμάτωσε στο κείμενό της (άρθρο 2), τη Διακήρυξη Μπάλφουρ. Τον Σεπτέμβριο του 1922 και πάλι το Συμβούλιο της ΚτΕ αποφάσισε να εξαιρεθεί η Υπεριορδανία, που κάλυπτε όλη σχεδόν την ανατολική όχθη του Ιορδάνη (και τα 3/4 της επικράτειας της Εντολής) από κάθε ρήτρα σχετικά με την εβραϊκή εθνική εστία. Τον Μάιο του 1923 το εμιράτο της Υπεριορδανίας ανακηρύχθηκε τυπικά «ανεξάρτητο», με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ, έναν από τους γιους του Χουσεΐν ιμπν Αλή.
Η Παλαιστίνη υπό βρετανική Εντολή – Οι συγκρούσεις Εβραίων και Αράβων
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Διακήρυξη Μπάλφουρ και η υπαγωγή της Παλαιστίνης στο καθεστώς της Βρετανικής Εντολής προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από τους Άραβες.
Από τον Απρίλιο του 1920 ως τον Μάιο του 1921 σημειώθηκαν πολλές πράξεις βίας εναντίον των Εβραίων. Το 1921 δημιουργήθηκε από το σιωνιστικό κίνημα μια οργάνωση αυτοάμυνας, η Χαγκάνα. Μπροστά σ’ αυτή την αναταραχή, ο Υπουργός Αποικιών (τότε) της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσόρτσιλ δημοσιοποίησε τη λεγόμενη «Λευκή Βίβλο» (3 Ιουνίου 1922), με την οποία υπενθύμιζε ότι στόχος των Βρετανών δεν ήταν «η μετατροπή ολόκληρης της Παλαιστίνης σε εθνική εστία των Εβραίων, αλλά η δημιουργία μιας εθνικής εστίας των Εβραίων στην Παλαιστίνη». Πρότεινε τη συγκρότηση, με τη συμμετοχή Αράβων και Εβραίων, ενός νομοθετικού συμβουλίου και εξήγγειλε ότι στο εξής το κριτήριο με βάση το οποίο θα ρυθμιζόταν η εισροή Εβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη, θα ήταν η ικανότητα απορρόφησής τους από την παλαιστινιακή οικονομία.
Το νομοθετικό συμβούλιο δεν συγκροτήθηκε ποτέ λόγω εκατέρωθεν αντιδράσεων, όμως και οι δυο πλευρές απέκτησαν αντιπροσωπευτικούς κοινοτικούς θεσμούς. Με πρωτοβουλία του σιωνιστικού κινήματος δημιουργήθηκε το 1920 η συνδικαλιστική οργάνωση Histradrouth. Συγκροτήθηκε επίσης ένα συμβουλευτικό όργανο, η Εβραϊκή Αντιπροσωπεία, δίπλα στη διοίκηση της Εντολής, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Ύπατος Αρμοστής. Οι Παλαιστίνιοι από την πλευρά τους οργανώθηκαν γύρω από την Αραβική Εκτελεστική Επιτροπή, που προέκυψε από το Γ’ Παλαιστινιακό Συνέδριο στη Χάιφα, τον Δεκέμβριο του 1920 και το Ισλαμικό Συμβούλιο της Παλαιστίνης που δημιουργήθηκε το 1921-1922 με πρόεδρο του μουφτή Αμίν αλ – Χουσαϊνί. Πολύ σύντομα στις τάξεις των Παλαιστινίων διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: η πρώτη, με επικεφαλής του Αμίν αλ – Χουσαϊνί είχε αδιάλλακτες θέσεις απέναντι στη Βρετανία και τους Σιωνιστές, ενώ η δεύτερη, με βασικούς εκπροσώπους τον Ραγκίμπ – αλ – Νασασίμπι και την οικογένειά του είχε πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στη Βρετανία και ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον εμίρη Αμπντουλάχ της Υπεριορδανίας.
Ο πρώτος Βρετανός πολιτικός κυβερνήτης της Παλαιστίνης ήταν ο σερ Χέρμπερτ Σάμιουελ. Αν και ήταν εξέχων Σιωνιστής προσπάθησε και τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, να είναι δίκαιος με όλες τις πλευρές. Την εποχή του Σάμιουελ και των άμεσων διαδόχων του φαινόταν ότι η εβραιοαραβική διένεξη θα μπορούσε να διευθετηθεί. Μάλιστα, μεταξύ 1926 – 1928 οι Εβραίοι που έφυγαν από την Παλαιστίνη ήταν περισσότεροι από αυτούς που έφτασαν εκεί. Ωστόσο κάθε ελπίδα εξανεμίστηκε με τα γεγονότα στο Τείχος των Δακρύων (ή Δυτικό Τείχος). Πρόκειται για τα ερείπια του δεύτερου εβραϊκού Ναού, μνημείο που σέβονται όλοι οι Εβραίοι.
Παράλληλα όμως, το Τείχος των Δακρύων αποτελεί μέρος του χώρου που περιβάλλει το ιστορικό Όρος του Ναού (ή Ιερή Περίφραξη), πάνω στο οποίο στέκει ο Θόλος του Βράχου και το Τέμενος αλ – Άκσα, προσκυνηματικά κέντρα των Μουσουλμάνων, τόσο σημαντικά, όσο σχεδόν η Μέκκα και η Μεδίνα. Το 1928 ξέσπασαν οι πρώτες ταραχές λόγω κάποιων αντιθέσεων των Αράβων στα λατρευτικά δικαιώματα των Εβραίων στο Τείχος των Δακρύων, οι οποίες κορυφώθηκαν το 1929 με εκατοντάδες νεκρούς εκατέρωθεν, κυρίως στη Χεβρώνα και τη Ζάφαντ. Η εξεταστική επιτροπή που διόρισε το Λονδίνο συνέστησε να περιοριστεί η ανάπτυξη της εβραϊκής εθνικής εστίας (εκθέσεις Σο και Σίμσον, 1930). Στη «Λευκή Βίβλο» του Πάσφιλν (1930) το Λονδίνο ανακοίνωσε νέους περιορισμούς σχετικούς με τη μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη και στην αγορά γαιών από τη σιωνιστική κίνηση. Οι αντιδράσεις από τους Εβραίους ήταν οξύτατες και οι Βρετανοί παραιτήθηκαν από την εφαρμογή του σχεδίου αυτού με επιστολή του πρωθυπουργού Ράμσεν Μακντόναλντ στον Χαΐμ Βάιτσμαν.
Πώς η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία επηρέασε τις εβραιοαραβικές σχέσεις;
Τη δεκαετία του 1930 οι εβραιοαραβικές σχέσεις επιδεινώθηκαν. Η επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία και η ανάληψη της εξουσίας της από τον Χίτλερ έβαλε τους Εβραίους που ζούσαν εκεί (περίπου 500.000) σε άμεσο κίνδυνο. Ορισμένοι, παρά τους μεροληπτικούς νόμους σε βάρος τους, τις επίσημες παρενοχλήσεις και τη βία σε βάρος τους προτίμησαν να παραμείνουν στη χώρα. Άλλοι όμως άρχισαν να φεύγουν, βοηθούμενοι μάλιστα αρχικά από τους ναζί. Αλλά και πολλοί Εβραίοι άλλων χωρών, όπως της Πολωνίας εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους.
Καμία χώρα όμως δεν ήθελε να δεχτεί, λόγω κυρίως της μεγάλης ανεργίας που υπήρχε εκείνη την εποχή, τους Γερμανοεβραίους. Από το 1933 άρχισε μαζική μετανάστευση Εβραίων από τη Γερμανία προς την Παλαιστίνη (περίπου 135.000). Το 1935 υπήρχαν 355.000 Εβραίοι σε συνολικό πληθυσμό 1.300.000 κατοίκων. Από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο του 1936 ξέσπασε γενική απεργία των Αράβων η οποία συντονίστηκε από το Αραβικό Ανώτατο Συμβούλιο που είχε διαδεχθεί το Αραβικό Εκτελεστικό Συμβούλιο. Σταδιακά, οι Παλαιστίνιοι προχώρησαν σε τρομοκρατικές επιθέσεις ως το 1937. Τότε, το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα έχοντας υποστεί βαριές απώλειες εξασθένησε και η Ανώτατη Επιτροπή Αράβων διαλύθηκε.
Η «Μεγάλη Εξέγερση» των Παλαιστινίων οδήγησε τους Βρετανούς στη δημιουργία μιας Επιτροπής υπό τον λόρδο Πιλ, (Ιούλιος 1937) η οποία υπέβαλε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης, με αραβικό κράτος ενωμένο με την Υπεριορδανία και ένα εβραϊκό κράτος. Θα υπήρχε ακόμα μια ζώνη που θα περιλάμβανε κυρίως την Ιερουσαλήμ και τη Βηθλεέμ που θα παρέμενε υπό βρετανική εντολή. Οι Βρετανοί το 1938 εγκατέλειψαν το σχέδιο Πιλ (έκθεση της Επιτροπής Γούντχεντ).
Η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου για το Παλαιστινιακό (1938) απέτυχε και έτσι η βρετανική κυβέρνηση δημοσίευσε τον Μάιο του 1939 μια νέα «Λευκή Βίβλο», με τρεις βασικούς όρους: α) για διάστημα 5 ετών η εβραϊκή μετανάστευση θα περιοριζόταν σε 15.000 άτομα ετησίως, β) η αγορά γαιών θα ήταν περιορισμένη, ακόμα και απαγορευμένη σε μεγάλο μέρος της παλαιστινιακής επικράτειας και γ) σε δέκα χρόνια θα ιδρυόταν παλαιστινιακό κράτος.
Αυτή η «Λευκή Βίβλος» προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από τους Σιωνιστές που οργάνωσαν ένα δίκτυο λαθραίας μετανάστευσης Εβραίων στην Παλαιστίνη. Παράλληλα, ορισμένες οργανώσεις (Ιργκούν Τζβάι Λεούμι, Ομάδα Στερν) έκαναν τρομοκρατικές ενέργειες κατά των Βρετανών.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Μεσανατολικό-Ο καθοριστικός ρόλος των Η.Π.Α.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι περισσότερες αραβικές χώρες έμειναν ουδέτερες. Κάποιες όμως στράφηκαν προς τους ναζί, ελπίζοντας ότι θα τους λυτρώσουν από τους Βρετανούς και τους Εβραίους. Οι Σιωνιστές, καθοδηγούμενοι από τον Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν τάχθηκαν στο πλευρό των Βρετανών και ανέλαβαν αποστολές υψηλού ρίσκου στα πεδία των μαχών. Το 1942 η παρέμβαση των Η.Π.Α. ήταν καταλυτική. Με την αποδοχή του προγράμματος Μπίλτμορ, οι Σιωνιστές απαίτησαν την άμεση δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη.
Τον Νοέμβριο του 1945 συγκροτήθηκε μια αγγλοαμερικανική επιτροπή που εισηγήθηκε την άμεση εγκατάσταση 100.000 Εβραίων στην Παλαιστίνη. Την εισήγηση αυτή έκανε δεκτή και ο Πρόεδρος Τρούμαν. Από την πλευρά τους, οι Άραβες ίδρυσαν μια Αραβική Ανώτατη Επιτροπή με έδρα το Κάιρο. Στο μεταξύ, όλα τα σχέδια που πρότειναν οι Βρετανοί για ρύθμιση του ζητήματος δεν έγιναν δεκτά.
Ο διαμελισμός της Παλαιστίνης-Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ
Έτσι το ζήτημα παραπέμφθηκε στον νεοσύστατο Ο.Η.Ε. το 1947. Συγκροτήθηκε μια διεθνής επιτροπή (UNSCOP) του Ο.Η.Ε. από δέκα κράτη, τα οποία πρότειναν κατά πλειοψηφία, τον διαμελισμό της Παλαιστίνης σε επτά τμήματα: τρία αραβικά, τρία εβραϊκά και ένα, που θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ και τη Βηθλεέμ υπό τη διοίκηση του Ο.Η.Ε. Οι Άραβες που αποτελούσαν τα 2/3 του πληθυσμού της Παλαιστίνης και οι γειτονικές αραβικές χώρες, δεν δέχτηκαν το σχέδιο αυτό. Όμως οι Η.Π.Α., οι κομμουνιστικές χώρες και πολλά κράτη της Λατινικής Αμερικής το στήριξαν, με αποτέλεσμα να εγκριθεί με 33 ψήφους υπέρ, έναντι 13 κατά (29/11/1947).
Ο Πρόεδρος Τρούμαν είχε διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο για την ψήφιση του σχεδίου και έδωσε ώθηση στους Σιωνιστές να εφαρμόσουν το Σχέδιο Ντάλετ για εκδίωξη των Παλαιστινίων από τις εβραιοκρατούμενες περιοχές. Στις 14 Μαΐου 1948 ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ. Από τότε, η αραβοϊσραηλινή διαμάχη αποτελεί ένα από τα βασικότερα διεθνή προβλήματα. Και όπως είπε ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ι.Φ. Στόουν, «αν ο Θεός είναι νεκρός, τότε πέθανε προσπαθώντας να λύσει την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση»…
Πηγές: Arthur Goldschmidt Jr.- Aomar Boum, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ», Εκδόσεις επίκεντρο, 2016.
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, Τόμος 41, Έκδοση 2007.