Τα Γιάννενα μνημονεύουν (με θετική προσέγγιση) τον Αλή Πασά, αλλά η Πρέβεζα δεν τον ξεχνάει… Ακόμα και ο δήμιος δεν άντεξε τόσο θανατικό!
Τον είπαν Λιοντάρι της Ηπείρου και ήταν ένα από τα πιο αιμοσταγή θηρία της Ιστορίας. Το όνομά του; Αλή Πασάς Τεπελενλής. Ο θηριώδης Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, μια μέρα σαν σήμερα 22 Οκτωβρίου του 1798, καταλαμβάνει με το στρατό του την Πρέβεζα. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του δημίου του…
Μετά τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, όλες οι ενετικές κτήσεις στην Ήπειρο περνούσαν στη Γαλλία και στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η Πρέβεζα, η Πάργα, η Βόνιτσα και τα νησιά του Ιονίου ύψωσαν τη γαλλική σημαία. Και οι Γάλλοι μπήκαν σ’ εκείνες τις πόλεις σαν απελευθερωτές. Και λίγο πιο μακριά, στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, ο Αλή Πασάς, που δεν είχε συμμετάσχει στη Συνθήκη περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να χιμήξει.
Το λιμάνι της Πρέβεζας ήταν ζωτικής σημασίας για τον Αλή και με πρόσχημα τον αποκλεισμό πλοίου του στον Αμβρακικό από τον γαλλικό στόλο, έστειλε τους μακελάρηδές του σ’ εκείνους τους τόπους. Και την «πάτησε» την Πρέβεζα και όσοι του είχαν αντισταθεί – σχεδόν όλοι – πλήρωσαν με τη ζωή τους το τίμημα…
Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς στο βιβλίο του «Το Λιοντάρι της Ηπείρου» περιγράφει γλαφυρά τη σφαγή: «Ο Αλής ατάραχος, σαν να μην άκουγε. Ένας ένας έφτανε σερνάμενος, χλωμός σαν θειαφοκέρι, με το αίμα παγωμένο από την τρομάρα, μπροστά στον Οσμάν αράπη.
»Ο μπόγιας τον άρπαζε με το αριστερό χέρι από τα μαλλιά, τον γονάτιζε, σήκωνε το γιαταγάνι, χτυπούσε με όλη τη δύναμη στο σβέρκο, χώριζε με μιας στο κεφάλι από το κορμί, που χωριζότανε σπαράζοντας μπροστά του. Έδειχνε για μία στιγμή το κεφάλι στον Αλή και το πετούσε πλάι του και αμέσως άλλος κι άλλος.
»Ο Αλής δεν έχανε καμιά λεπτομέρεια. Ούτε τον πιο μικρό σπασμό τους. Κάθε φορά που ‘πεφτε το γιαταγάνι, αστράφτανε τα μάτια του και έπνιγε κάποιο ξεφωνητό άγριο και παράξενο, γεμάτο λαχτάρα και ηδονή. Και όσο προχωρούσε το αποτρόπαιο έργο του, τόσο η δίψα του μεγάλωνε και τόσο πρόσταζε και ξαναπρόσταζε τον Οσμάν να κάνει πιο γρήγορα. Μα αυτός είχε λαχανιάσει.
»Τα αίματα τινάζονταν απάνω του και λούζανε το κορμί του. Και γύρω από το δεξί του χέρι τα αίματα πήζανε κάθε φορά και δεν μπορούσε να αλλάξει γιαταγάνι, αν δεν του χύνανε ζεστό νερό, που του ‘χαν ετοιμάσει. Μα σαν τα γιαταγάνια, είχε στομώσει πιά κι ο ίδιος… Ο Αλής όμως ξεφρενιασμένος, πνίγοντας τα παράξενα ουρλιάγματα του, πρόσταζε πάντα να κάνει πιο γρήγορα.
»Ο Οσμάν αράπης άρχισε άξαφνα να τρέμει σύγκορμος. Τα αίματα του πιτσιλίζανε τα στήθια του, σκέπαζανε τα χρυσά και τα φλουριά του… Το λαχάνιασμα δυνάμωσε σαν του σκύλου, το μεσημέρι του καλοκαιριού. Τέλος η πνοή του πιάστηκε, τα γόνατά του λυγίσανε, σωριάστηκε με έναν βαθύ αναστεναγμό και με σπασμούς πάνω στα ματωμένα κορμιά, που σπαράζονταν μπροστά του. Ο Αλής πρόσταξε να του δώσουν βοήθεια, μα ήταν περιττή. Είχε ξεψυχήσει!»…