Η δίκη άρχισε τον Φεβρουάριο του 1932 και ο κόσμος έφτανε να πληρώνει ή να βάζει μέσον για να μπει στη δικαστική αίθουσα και να δει από κοντά τα πρόσωπα του σύγχρονου αυτού δράματος
Ένα από τα πιο διάσημα και προβεβλημένα εγκλήματα στα χρονικά της χώρας μας, το οποίο συγκλόνισε την αθηναϊκή κοινωνία του Μεσοπολέμου ενώ έγινε και τραγούδι. Η τελική πράξη του φονικού είναι ιδιαιτέρως ειδεχθής ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα, ενώ τα πρόσωπα που εμπλέκονται και η πλοκή της υπόθεσης της έχουν προσδώσει μια σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ
Τα κύρια πρόσωπα της τραγωδίας είναι τρία: Η Άρτεμις Κάστρου (η πεθερά), η Σοφία ή Φούλα (η κόρη της) και ο Αθανασόπουλος (ο άνδρας της Φούλας και γαμπρός της Κάστρου). Η ιστορία ξεκινά αρκετό καιρό πριν όταν η Κάστρου, έχοντας χωρίσει τον άνδρα της Παναγιώτη, και με έναν χαρακτήρα αρκετά απελευθερωμένο για τα ήθη της εποχής, φτάνει με την κόρη της Φούλα από την Κεφαλλονιά στην Αθήνα. Εκεί μετά από λίγο καιρό γνωρίζεται με έναν λοχία ο οποίος στέλνει διάφορα δώρα στο σπίτι τους, τον Αθανασόπουλο με καταγωγή από χωριό της Μεγαλόπολης. Ο Αθανασόπουλος γνωρίζει και μαγεύεται από τη μικρή Φούλα, την οποία αρχίζει να πιέζει φορτικά, παρά το γεγονός ότι τους χωρίζουν αρκετά χρόνια (εκείνος 25, η Φούλα μόλις 12). Ο έρωτας φουντώνει μεταξύ τους και η φλόγα παραμένει αμείωτη, παρά το γεγονός ότι η Κάστρου εναντιώνεται και της ζητά να διακόψει, πολλές φορές με έντονο και πιεστικό τρόπο. Τελικά μετά από πολλές περιπέτειες το ζευγάρι παντρεύεται κρυφά το 1922, και παρά τις προσπάθειες του Αθανασόπουλου, καταλήγουν τελικά να συζούν στον ίδιο σπίτι με την πεθερά του στου Χαροκόπου, Θησέως 101 στην Καλλιθέα. Η συνύπαρξή τους κάτω από την ίδια στέγη οδηγούσε σε καθημερινές εντάσεις και μνημειώδεις καβγάδες μεταξύ των δύο, που κάποια φορά είχαν οδηγήσει και σε ξυλοδαρμό της Κάστρου από τον Αθανασόπουλο για κάποιες οικονομικές διαφορές.
Ο Αθανασόπουλος με τη Φούλα αποκτούν τρία παιδιά και στο μεταξύ ο ίδιος αλλάζει εντελώς χαρακτήρα. Έχει αποκτήσει πολλά χρήματα και έχει έντονη κοινωνική ζωή, η οποία εκδηλώνεται σε ευκαιριακές σχέσεις με άλλες γυναίκες, εγκαταλείποντας σιγά-σιγά τη Φούλα και ζώντας μια έκλυτη ζωή στην τότε νυχτερινή Αθήνα. Το σπίτι στη Χαροκόπου, στο οποίο υπάρχει πλέον ένα ακόμα κρίσιμο πρόσωπο, η οικιακή βοηθός Γιαννούλα Μπέλλου, το χρησιμοποιεί αραιά και πού και μόνο για να ζητήσει συγκυριακό ερωτικό καταφύγιο στην αγκαλιά της γυναίκας του. Ένα από αυτά τα βράδια, στις 5 Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι ζητά επίμονα από τη Φούλα να κάνουν έρωτα. Εκείνη αρνείται και βγαίνει να ζητήσει βοήθεια από τη μητέρα της.
Στη σκηνή μπαίνει ένας ανιψιός της Κάστρου, ο 17χρονος Μοσκιός, ο οποίος ξυλοκοπείται από τον Αθανασόπουλο. Ο Μοσκιός, τυφλωμένος από τον έρωτά του για την Φούλα, επιστρέφει με ένα πιστόλι και με δύο πυροβολισμούς σκοτώνει τον Αθανασόπουλο. Η υπόθεση θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εδώ, αν το μίσος της Κάστρου για τον γαμπρό της δεν την είχε τυφλώσει. Αποφασίζει ότι πρέπει να εξαφανιστεί το πτώμα και η πρώτη σκέψη είναι ότι πρέπει να το κάψουν. Όμως τελικά δεν τα καταφέρνουν και αποφασίζουν να το τεμαχίσουν. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει η οικιακή βοηθός η οποία, ερχόμενη από χωριό, είχε γνώσεις τεμαχισμού των σφαχτών της οικογένειας. Τα κομμάτια του πτώματος τα έβαλαν σε σακιά και τα έριξαν στον Ιλισό. Όμως την επόμενη ημέρα, ανήμερα των Θεοφανίων, ένας πιτσιρικάς ονόματι Γιαννάκης Γκίκας ανακάλυψε τα σακιά και ειδοποίησε την Αστυνομία, η οποία μετά από λίγες ημέρες είχε ξετυλίξει το κουβάρι του πιο ειδεχθούς εγκλήματος που είχε δει μέχρι τότε η Ελλάδα.
Η πολύκροτη δίκη άρχισε τον Φεβρουάριο του 1932, με τις εφημερίδες της εποχής να πληροφορούν το κοινό για την «κακούργα πεθερά» και τη δικαστική αίθουσα να είναι γεμάτη από κόσμο που έφτανε στο να πληρώνει ή να βάζει μέσον για να δει από κοντά τα πρόσωπα αυτού του σύγχρονου δράματος. Αν και οι καταθέσεις των κατηγορουμένων επικεντρώνονται στον χαρακτήρα του Αθανασόπουλου, τελικά το δικαστήριο, έπειτα από ακροαματική διαδικασία 40 ημερών, καταδικάζει την Κάστρου και τη Φούλα σε θάνατο, την Μπέλλου σε ισόβια, και τον Μοσκιό σε είκοσι χρόνια κάθειρξης. Στη διάρκεια της δίκης, πάντως, η άποψη της κοινής γνώμης για τη Φούλα είχε μεταστραφεί και υποστήριζαν ότι άδικα τιμωρήθηκε (είχαν μάλιστα συγκεντρωθεί υπογραφές προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) και πως για όλα έφταιγε η μητέρα της, για την οποία ακούστηκε ότι είχε και αυτή ερωτικές σχέσεις με τον γαμπρό της. Το 1932 το Συμβούλιο Χαρίτων μετέτρεψε την θανατική ποινή σε ισόβια δεσμά. Λόγω μιας ειδικής διάταξης της κατοχικής κυβέρνησης και οι δύο γυναίκες αποφυλακίστηκαν το 1941. Ο Μοσκιός πέθανε στη φυλακή το 1936 από φυματίωση, η Κάστρου έζησε μέχρι το 1956, ενώ η Φούλα ξαναπαντρεύτηκε και έζησε μία ήσυχη ζωή έκτοτε.
Η υπόθεση του εγκλήματος στου Χαροκόπου ήταν ίσως η πρώτη που το gossip όπως το γνωρίζουμε σήμερα έφτασε σε τέτοιο βαθμό υστερίας. Τα Μέσα της εποχής, κατά κύριο λόγο δηλαδή οι εφημερίδες, είχαν για ημέρες πρωτοσέλιδο την εξέλιξη της δίκης, ενώ γράφτηκαν αμέτρητες επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, θεατρικά νούμερα στην επιθεώρηση, γελοιογραφίες ακόμα και παράσταση στον Καραγκιόζη. Το συνταρακτικό έγκλημα στου Χαροκόπου πέρασε στη λαϊκή δοξασία και μέσω ενός τραγουδιού από τον Ιάκωβο Μοντανάρη, που είχε τεράστιο σουξέ -είχε πουλήσει το μυθικό νούμερο των 90.000 δίσκων εκείνη την εποχή. Μέσα από τους στίχους του τραγουδιού, έμεινε ως λαϊκή ρήση το «Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σου μέλλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».
Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη.
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα.
Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα.
Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει.
Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει!
«Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια.
κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια»
Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε.
Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε.
Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!
Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια.
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει.
Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη.
Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες.
Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει.
Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι.
Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου
Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης,
Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης
Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική,
Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.
Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα
Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα
Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις.
Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της,
Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
- Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου.
Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με.
Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!