Ο Μητσοτάκης τα μέτρησε και είπε να πάει πιο δεξιά – η αντιπολίτευση απλώς περιμένει «ώριμα φρούτα»

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διάβασε τα αποτελέσματα και τουλάχιστον κάπως αντέδρασε, κάτι έκανε. Η αντιπολίτευση παραμένει πιστή στη θεωρία του ώριμου φρούτου

Ο πρωθυπουργός είναι σαφές ότι διάβασε τα αποτελέσματα των εκλογών. Και μπορεί στη συνέντευξή του ο Κυριάκης Μητσοτάκης να είπε ότι οι πολίτες «απλώς έστειλαν μήνυμα», αλλά γίνεται όλο και πιο έκδηλο ότι κατάλαβε ότι σε αυτές τις εκλογές υπήρξε πραγματική αποδοκιμασία της κυβέρνησης.

Αυτό φάνηκε και στον ανασχηματισμό που ανακοινώθηκε και δείχνει σε μεγάλο βαθμό πώς ακριβώς ερμήνευσε ο πρωθυπουργός τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τι τον ανησυχεί και πού θα εστιάσει.

Και η ερμηνεία του πρωθυπουργού είναι ότι παρότι η δυσαρέσκεια φάνηκε να διοχετεύεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και επιλογές, αυτή που τον αφορά περισσότερο είναι εκείνη που κατευθύνεται προς τα δεξιά.

Για να το πούμε διαφορετικά: ο πρωθυπουργός φαίνεται να συμμερίζεται την εκτίμηση ότι πραγματικός νικητής ήταν μόνο ο Κυριάκος Βελόπουλος, την ώρα που η αντιπολίτευση «αριστερά του κέντρου» δεν κατάφερε να έχει ένα πραγματικά θετικό αποτέλεσμα παρά την πραγματική φθορά της κυβέρνησης.

Γιατί εάν δει κανείς τον ανασχηματισμό, τότε θα διαπιστώσει ότι κατεξοχήν προσπαθεί να ανακόψει διαρροές προς τα δεξιά παρά προς τα αριστερά.

Δεν φοβάται, δηλαδή, ότι θα δεχτεί απειλή από τον ευρύτερο χώρο που εκπροσωπείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Αριστερά, αλλά κυρίως από τον χώρο της Άκρας Δεξιάς.

Γι’ αυτό και προσπαθεί να μιλήσει κυρίως σε αυτό το ακροατήριο, δίνοντας έμφαση και σε έναν τόνο «σκληρής» και «λαϊκής» δεξιάς.

Μόνο που αυτό δείχνει και το πρόβλημα που σήμερα υπάρχει σε σχέση με την αντιπολίτευση που βρίσκεται αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας.

Στην πραγματικότητα είτε μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, είτε για το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, είτε για τη Νέα Αριστερά του Αλέξη Χαρίτση, είτε ακόμη και για το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, το πρόβλημα είναι κοινό: βγάζουν έναν καταγγελτικό λόγο, που εντοπίζει τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και τα διεκτραγωδούν, ελπίζοντας ότι έτσι θα επιτείνουν την κυβερνητική φθορά και θα αρχίσουν να πέφτουν υπέρ τους στην κάλπη οι ψήφοι των δυσαρεστημένων πολιτών.

Είναι η γνωστή θεωρία του «ώριμου φρούτου», σύμφωνα με την οποία η αντιπολίτευση δεν χρειάζεται να κάνει πολλά, απλώς να περιμένει να σωρευτεί δυσαρέσκεια από τη κυβερνητική πολιτική, ώστε σαν «ώριμο φρούτο» να πέσει στα χέρια της η εξουσία.

Μόνο που αυτή η λογική και η αντίληψη, απλώς δεν αποδίδουν. Και αυτό έχει αποδειχτεί πολλές φορές.

Την τακτική του ώριμου φρούτου ακολούθησε ο Αλέξης Τσίπρας μετά το 2019 και τα αποτελέσματα τα μέτρησε στις εκλογές του 2023.

Με ανάλογο τρόπο ο Νίκος Ανδρουλάκης είδε σαν «ώριμο φρούτο» την κατάκτηση της δεύτερης θέσης με δεδομένη την κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, και τώρα βλέπει να τον αμφισβητούν μέσα στο κόμμα του, γιατί δεν κατάφερε να περάσει τον ΣΥΡΙΖΑ.

Στο «ώριμο φρούτο» μιας ψήφου για έναν «αυθεντικό ΣΥΡΙΖΑ» επένδυσε η Νέα Αριστερά και τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου καλά.

Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν σκέφτονται έτσι οι πολίτες.

Γιατί η επένδυση στην τακτική του ώριμου φρούτου κατά κύριο λόγο εδράζεται στην αντίληψη ότι οι πολίτες κατά βάση δεν σκέφτονται, δεν έχουν την ικανότητα να καταλάβουν ποιο είναι το επίδικο ή ότι «παρασύρονται».

Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Οι πολίτες σκέφτονται και σταθμίζουν πολύ περισσότερα δεδομένα. Επηρεάζονται από την ιδεολογία τους, που ποτέ δεν είναι τόσο άκαμπτη όσο νομίζουν τα κόμματα, αλλά και από την καθημερινότητά τους. Ξέρουν καλά τις ανάγκες τους και ακόμη πιο καλά τι δεν πάει καλά στη χώρα. Και αναλόγως κρίνουν εάν θέλουν με την ψήφο τους να αναθέσουν τη διακυβέρνηση, να κάνουν κριτική ή όντως να «στείλουν μήνυμα». Θέλουν, επίσης, κάποιες φορές όντως να στείλουν στη Βουλή εκείνες τις αντιπολιτευτικές φωνές που «τα λένε καλά». Και προφανώς αρκετοί με την ψήφο τους θέλουν να δείξουν τη στράτευση και την προσήλωσή τους σε ένα ιδανικό.

Και κατά βάση, ας μη γελιόμαστε, αυτό που θέλουν είναι να αναθέσουν τη διακυβέρνηση σε κάποιον που θα κάνει τα πράγματα καλύτερα, ή τουλάχιστον να μην τα κάνει χειρότερα.

Γι’ αυτό και όταν δεν βρίσκουν μια τέτοια πρόταση, κάποιες φορές προτιμούν την αποχή παρά να διαλέξουν αυτόν που «στέλνει το καλύτερο μήνυμα».

Αυτό σημαίνει ότι όποιος θέλει σήμερα να ανασυγκροτήσει ένα αντίπαλο δέος στην κυβέρνηση και τη ΝΔ δεν μπορεί απλώς να κάθεται να διεκδικεί ότι τα λέει «πιο χοντρά» για την κυβέρνηση.

Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να σκεφτεί δύο πράγματα:

Πρώτον, τι σημαίνει μια άλλη κυβερνητική πρόταση που να είναι όντως εφικτή. Και κυβερνητική πρόταση δεν είναι απλώς να λες το αντίθετο από την κυβέρνηση ή να υπόσχεσαι πολιτικές που είναι εμφανές ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν.

Δεύτερον, να δείξει ότι υπάρχει ένα φορέας που να μπορεί να κυβερνήσει.

Και αυτή τη στιγμή οι πολίτες ούτε πρόγραμμα βλέπουν, ούτε φορέα.

Γιατί – ακριβώς επειδή οι πολίτες δεν είναι χαζοί – αντιλαμβάνονται ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ απλώς δεν μπορεί να κυβερνήσει. Ούτε το ΠΑΣΟΚ σήμερα φαντάζει μια δύναμη κυβερνητική. Δεν βλέπεις την κοινοβουλευτική του ομάδα και τη φαντάζεσαι υπουργικό συμβούλιο. Ακόμη περισσότερο ισχύει αυτό για μικρότερα κόμματα.

Τι θα χρειαζόταν; Όποιος πιστεύει ότι σήμερα μπορεί να ηγηθεί μιας αριστερής προοδευτικής παράταξης, είτε μιλάμε για τον Κασσελάκη, είτε για τον Ανδρουλάκη, είτε για τον Χαρίτση, είτε για τον Τσίπρα, είτε για οποιονδήποτε ή οποιαδήποτε άλλη, να βγει και να κάνει μια σαφή πρόταση για την επανίδρυση ενός ολόκληρου χώρου και όχι απλώς να πει «ελάτε στο δικό μου μαγαζί».

Να βγάλει μια διακήρυξη που να είναι δέσμευση για άξονες διακυβέρνησης πραγματικούς, που να πατάνε πάνε σε μελέτη και επεξεργασία και να αποπνέει πραγματική κυβερνησιμότητα και σε αυτή τη βάση να καλεί σε μια διαδικασία κοινή, ένα «ιδρυτικό συνέδριο» ή όπως αλλιώς θέλετε.

Να μιλήσει με ανθρώπους από όλο το φάσμα δυνάμεων που αυτή η διαδικασία αφορά και να τους βάλει όχι απλώς να συνυπογράψουν αλλά και να συνδιοργανώσουν.

Να κάνει τη διαδικασία όσο πιο ανοιχτή και διάφανη γίνεται.

Να είναι αυστηρός και σοβαρός στα ζητήματα ουσίας και κυρίως στο να προσφέρει πραγματικό πρόγραμμα εναλλακτικής διακυβέρνησης και ανοιχτός και γενναιόδωρος στη δυνατότητα κάθε επιμέρους ρεύματος να αισθάνεται ότι «πήρε αυτό που του αναλογεί» χωρίς ταυτόχρονα να φτιάχνει ένα γαλαξία από «συνιστώσες».

Πάνω από όλα: όχι μόνο να μιλήσει στην κοινωνία αλλά και να την ακούσει. Να αφουγκραστεί την αγωνία και τις ανάγκες της.

Στην πολιτική τίποτα δεν πέφτει σαν «ώριμο φρούτου». Η διαμόρφωση εναλλακτικής θέλει δουλειά: όργωμα, σπορά, λίπασμα, φροντίδα και υπομονή.

Διαφορετικά στις επόμενες εκλογές θα δούμε μονομαχία Μητσοτάκης – Βελόπουλος και εκεί άντε να δει κανείς ποιο είναι το «μικρότερο κακό»…

Σχετικά