Γερμανία: Πώς φτάσαμε στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού – Ο ρόλος της εκλογής Τραμπ και της οικονομίας

Έντονο είναι το παρασκήνιο των τελευταίων ημερών που οδήγησε στην κατάρρευση του εύθραυστου κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας. Πλέον το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) βρίσκεται εκτός κυβέρνησης και οι Σοσιαλδημοκράτες του Γερμανού καγκελάριου, Όλαφ Σολτς συγκυβερνά με τους Πράσινους ως κυβέρνηση μειοψηφίας.

Αυτό που είναι πιθανό είναι ότι το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) θα δώσει ανοχή σε αυτή την κυβέρνηση προκειμένου έως το τέλος του έτους να εγκριθούν κρίσιμα νομοσχέδια για το συνταξιοδοτικό και για τη στήριξη της βιομηχανίας. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ανακοίνωσε ο Όλαφ Σολτς, την 15η Ιανουαρίου θα διεξαχθεί ψηφοφορία για λάβει ή όχι η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag. Το πιθανότερο σενάριο είναι οι βουλευτές να ανάψουν το «πράσινο φως» για εκλογές ως το τέλος Μαρτίου.

Το παρασκήνιο της κατάρρευσης

Η αντίστροφη μέτρηση για την κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα όταν διέρρευσε στα ΜΜΕ ένα έγγραφο με την οικονομική πολιτική που ήθελε να προωθήσει ο υπουργός Οικονομικών και ηγέτης του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ.

Ουσιαστικά σε αυτό το έγγραφο ο Λίντνερ πρότεινε περικοπές φόρων και μείωση των πολιτικών για την προστασία του περιβάλλοντος με στόχο να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό έφερε τον Λίντνερ αντιμέτωπο με τους δύο κυβερνητικούς εταίρους του, τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους. Ο Λίντνερ άφηνε να εννοηθεί ότι από την αποδοχή των προτάσεών του θα κρινόταν η παραμονή του FDP στην κυβέρνηση.

Το έγγραφο εξέθεσε δημόσια τα προβλήματα που υπήρχαν εντός του κυβερνητικού συνασπισμού και τις διαφωνίες εδώ και μήνες για τον προϋπολογισμό της Γερμανίας για το 2025. Έτσι ο Όλαφ Σολτς έδειξε την πόρτα της εξόδου στον υπουργό Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ και το FDP αμέσως μετά αποχώρησε από την κυβέρνηση. Συγκεκριμένα αποχώρησαν και οι υπόλοιποι υπουργοί του κόμματος, δηλαδή ο Φόλκερ Βίσινγκ από το υπουργείο Μεταφορών, ο Μάρκο Μπούσμαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης και η Μπετίνα Σταρκ-Βάτσινγκερ από το υπουργείο Παιδείας.

«Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση που να είναι σε θέση να δράσει, που να έχει τη δύναμη να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για τη χώρα μας», δήλωσε ο Όλαφ Σολτς. Επιπλέον εξήγησε ότι απέλυσε τον Λίντνερ για την κωλυσιεργία του στις διαφωνίες για τον προϋπολογισμό. Τον κατηγόρησε για μικροκομματική σκοπιμότητα και ότι βάζει το κόμμα του πάνω από το συμφέρον της Γερμανίας. Επιπλέον αποκάλυψε ότι ο Λίντνερ ζητούσε περικοπές συντάξεων και φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους.

Πράγματι εδώ και εβδομάδες οι αναλυτές θεωρούσαν ότι το FDP ήταν ο αδύναμος κρίκος της κυβερνητικής συνεργασίας. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το FDP συγκεντρώνει 4% και βρίσκεται κάτω από το όριο εισόδου στο γερμανικό κοινοβούλιο. Οι ηγέτες του κόμματος λοιπόν ήθελαν έξοδο από τον κυβερνητικό συνασπισμό προκειμένου να διασώσουν τον πολιτικό μέλλον τους.

Βέβαια από την πλευρά του ο Λίντνερ, που είναι υπέρ της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, απάντησε ότι η ρήξη ήρθε επειδή ο Γερμανός καγκελάριος επιχείρησε να τον πιέσει να άρει το «φρένο» χρέους στις δαπάνες. Ο Όλαφ Σολτς επεδίωκε, είπε, για την συνέχιση της στήριξης της Ουκρανίας, την ενεργοποίηση του κανόνα «έκτακτης ανάγκης», η οποία δικαιολογεί τον επιπλέον έκτακτο δανεισμό του κράτους. Ο Κρίστιαν Λίντνερ υποστήριξε ακόμη ότι πρότεινε την συντεταγμένη από κοινού πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, κάτι που απέρριψε ο καγκελάριος.

Ο κ. Λίντνερ από την πλευρά του δήλωσε μεταξύ άλλων ότι κατέθεσε προτάσεις για οικονομική ανάκαμψη, οι οποίες, όπως τόνισε, δεν έγιναν δεκτές ούτε καν ως βάση για διαβούλευση από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και τους Πράσινους. «Από την προσεκτικά προετοιμασμένη δήλωση του καγκελαρίου απόψε καταλάβαμε γιατί», δήλωσε ο αρχηγός του FDP, κατηγορώντας τον Όλαφ Σολτς για προσχεδιασμένη συμπεριφορά.

«Δυστυχώς, ο Όλαφ Σολτς έδειξε ότι δεν έχει τη δύναμη να δώσει στη χώρα μας νέα αρχή», τόνισε ο κ. Λίντνερ και πρόσθεσε ότι αυτό θα πρέπει να το κάνει νέα κυβέρνηση.

Ο ρόλος της εκλογής Τραμπ και της οικονομίας

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ επηρεάζει τις εξελίξεις και στην Γερμανία αφού ακροδεξιά και συντηρητικά κόμματα βλέπουν τα ποσοστά τους να ανεβαίνουν στις δημοσκοπήσεις και υπάρχει η εκτίμηση ότι μπορεί να ενισχυθούν περισσότερο.

Η νίκη του Τραμπ, όμως, αναμένεται να ασκήσει και μεγάλη πίεση στην γερμανική οικονομία. Μια ανάλυση του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου (IW) εκτιμά ότι ένας νέος εμπορικός πόλεμος θα μπορούσε να κοστίσει στη Γερμανία 180 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραμπ.

Δεδομένων των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει τώρα η Γερμανία, ιδίως όσον αφορά την οικονομία και την άμυνά της, πολλοί ζητούν τώρα να φτιαχτεί μία νέα κυβερνητική συνεργασία χωρίς έριδες και με μία βιώσιμη οικονομική πρόταση.

Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων βρίσκεται η έγκριση του προϋπολογισμού του 2025 από το κοινοβούλιο. Ο προϋπολογισμός καλείται να καλύψει μία τρύπα τουλάχιστον 2,4 δισεκατομμυρίων ευρώ καθώς και μια συμφωνία σχετικά με τα μέτρα για την ενίσχυση της γερμανικής οικονομίας που παρουσιάζει προβλήματα.

Τα εύσημα του γερμανικού Τύπου στον Λίντνερ

Για «δύσκολο αποχωρισμό» έκανε λόγο σε σχόλιό της η Frankfurter Allgemeine Zeitung, επισημαίνοντας ότι «στο τέλος μιας ημέρας γεμάτης γεγονότα, ο Όλαφ Σολτς αποπέμπει τον υπουργό Οικονομικών του, καθώς η σχέση του με τον πρόεδρο του FDP είναι εμφανώς τόσο διαλυμένη που η κοινή πορεία έχει τελειώσει έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια».

«Το τέλος του κυβερνητικού συνασπισμού είναι καλή είδηση για την Γερμανία», έκρινε η Süddeutsche Zeitung επισημαίνοντας ότι «οι κυβερνώντες αντιμετώπισαν ο ένας τον άλλον με περιφρόνηση». Θα διεξαχθούν νέες εκλογές την άνοιξη και στη συνέχεια θα μπορέσει να υπάρξει αναδιοργάνωση, διαβεβαίωσε η εφημερίδα.

Το Der Spiegel σημείωσε τον νέο, «μαχητικό» τόνο που υιοθέτησε ο καγκελάριος, τόσο στις ανακοινώσεις του, όσο και εσωτερικά, κατά την συνάντησή του αργότερα με την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του. «Πολλοί βουλευτές τον χαρακτήρισαν μαχητικό και άνετο. Ο καγκελάριος προέτρεψε τους βουλευτές να συμπεριφέρονται με επαγγελματισμό και πειθαρχία», εξήγησε το περιοδικό.

«Αυτή η πτώση είναι λογική συνέπεια» των αμερικανικών εκλογών, εκτίμησε, σε διαφορετικό ύφος, το Focus εξηγώντας ότι «το μήνυμα από αυτό το διπλό χτύπημα λέει ότι η δύναμη της εκλογικής νίκης του Ντόναλντ Τραμπ παρέσυρε τον γερμανικό συνασπισμό και η αστοχία του κυβερνητικού συνασπισμού αποτελεί την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Τραμπ». Ο κόσμος στην Γερμανία «είχε από καιρό χορτάσει από τη συμμαχία αυτών των ανισοτήτων, των ερωτευμένων με τα επιχειρήματα και των εμμονικών με την ηθική. Ποτέ άλλοτε ομοσπονδιακός καγκελάριος δεν κατάφερε να καταστρέψει την εμπιστοσύνη που του δόθηκε με τόσο διαρκή τρόπο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα», έκρινε το Focus περιγράφοντας τον Όλαφ Σολτς με όρους όπως «αποκομμένος» και «αποξενωμένος από την πραγματικότητα», καθώς «αρνείται πεισματικά και αλαζονικά την προσωπική του ευθύνη για την δική του πολιτική αποτυχία».

«Ο Όλαφ Σολτς δεν απέτυχε εξαιτίας του Κρίστιαν Λίντνερ, αλλά κυρίως λόγω του Όλαφ Σολτς», κρίνει το περιοδικό.

«Ο Σολτς τελειώνει τον κυβερνητικό συνασπισμό με κρότο και ακολουθεί η λασπομαχία», σχολίασε το τηλεοπτικό δίκτυο ntv τονίζοντας πως οι κατηγορίες που εξαπέλυσε ο καγκελάριος εναντίον του κ. Λίντνερ «είναι άνευ προηγουμένου, ειδικά για τον κατά τα άλλα μάλλον συγκρατημένο σοσιαλδημοκράτη και είναι πιθανό να σημαίνουν την αρχή μιας λασπολογίας που όμοιά της δεν έχει ζήσει η Γερμανία στο τέλος μιας κυβερνητικής συμμαχίας».

«Επιτέλους τέλος!», συνοψίζει η Bild θυμίζοντας ότι επί μήνες ο συνασπισμός του Όλαφ Σολτς «κρατούσε τη χώρα σε αγωνία -αλλά μόνο υπό την έννοια των καβγάδων και της δυσαρέσκειας» και σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε σε καμία περίπτωση στο πραγματικό της καθήκον, να οδηγήσει την Γερμανία έξω από την κρίση. «Αντιθέτως: τα κόμματα της συγκυβέρνησης οδήγησαν την χώρα ακόμη πιο βαθιά σε ένα χάος μέσω της γκρίνιας και των συνεχών αλληλοκατηγοριών». Στο τέλος ο Κρίστιαν Λίντνερ, συνεχίζει η ταμπλόιντ, «μάζεψε το απαραίτητο θάρρος ώστε να τελειώσει το κόκκινο-κίτρινο-πράσινο δράμα. Άνοιξε τον δρόμο για μια νέα αρχή και έκανε αυτό που η πλειοψηφία των πολιτών απαιτούσε εδώ και καιρό από τα φανάρια: τράβηξε την πρίζα». Από τη μια είναι κατανοητό ότι ο κ. Σολτς επιτίθεται πλέον τόσο έντονα στον κ. Λίντνερ. Άλλωστε ο συνασπισμός είναι ιστορία. Και ο καγκελάριος Σολτς επίσης, υποστήριξε η εφημερίδα.

Η Handelsblatt εκτίμησε στο σχόλιό της ότι «η συνεπής πορεία του Λίντνερ προς νέες εκλογές αξίζει σεβασμού» και ότι ο Όλαφ Σολτς και ο Ρόμπερτ Χάμπεκ δεν ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη για ανασυγκρότηση ή νέες εκλογές, έτσι ο Λίντνερ ανέλαβε δράση πράττοντας το σωστό την κατάλληλη στιγμή. «Θα θέλαμε σχεδόν να πούμε: Respect, κύριε Λίντνερ, το να διακινδυνεύει κανείς τη θέση του για να παραμείνει πιστός στον εαυτό του δεν συμβαίνει συχνά στην πολιτική», συμπλήρωσε η οικονομική εφημερίδα.

Σχετικά